του Μάριου Χατζόπουλου*

Μια από τις εκπλήξεις που δοκίμαζε ο Έλληνας αναγνώστης έως πρόσφατα όταν αναστρεφόταν με την ξένη βιβλιογραφία για το ’21, και ειδικά την αγγλόφωνη, είναι ότι σχεδόν πουθενά δεν γινόταν λόγος για «Ελληνική Επανάσταση». Τις περισσότερες φορές γινόταν λόγος για «Ελληνικό πόλεμο της ανεξαρτησίας» για κίνημα, εξέγερση, στάση, αγώνα ή πόλεμο εναντίον των Τούρκων, αλλά σπάνια για «επανάσταση». Με κάποια δειλία ίσως, αλλά ελαφρώς συχνότερα, έκανε την εμφάνισή του ο περιγραφικός όρος «ελληνικό επαναστατικό κίνημα» για τα χρόνια πριν το ‘21. Αλλά μέχρι εκεί. Το κίνημα γεννούσε πάντα κάτι διαφορετικό από τον γενετικό του κώδικα, ωσάν να έπασχε από κάποια βλάβη, γεννούσε εξέγερση, στάση, αγώνα, σίγουρα πόλεμο, αλλά όχι επανάσταση. Η εξήγηση του φαινομένου, φυσικά, δεν ήταν βιολογική αλλά επιστημολογική.
Πιασμένη μεταξύ σφύρας και άκμονος η «ελληνική περίπτωση» έμενε, ιστοριογραφικά, εκτός επαναστατικού κανόνα. Για τη μεταπολεμική ιστοριογραφία των δεκαετιών ’60, ’70 και ’80, στο δυτικό κόσμο τουλάχιστον, η σφύρα ήταν η κοινωνική και οικονομική ιστορία υπό την επίδραση της μαρξιστικής σκέψης ενώ ο άκμωνας η πολιτική και διανοητική ιστορία υπό την επίδραση της φιλελεύθερης σκέψης. Το ’21 δεν είχε τον ταξικό χαρακτήρα της Γαλλικής ή της Οκτωβριανής Επανάστασης ούτε τα εκσυγχρονιστικά αιτήματα, ή εν πάσει περιπώσει διακυβεύματα, της Αμερικάνικης. Όπως έγραφε τότε ο ελληνοαμερικάνος ιστορικός John Petropulos «η κοινωνική δομή της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση παρέμενε σε μεγάλο βαθμό αυτή που ήταν πριν το ‘21. Η τάξη των γαιοκτημόνων είχε καταφέρει να διατηρήσει ό,τι περιουσία είχε».
Τομή στην ιστοριογραφία της εποχής ήταν το έργο του Eric Hobsbawm. Ως εισηγητής του όρου «εποχή των επαναστάσεων», ο μαρξιστής ιστορικός περιέλαβε την Ελλάδα στην περίοδο που ξεκινούσε από τη λεγόμενη «διπλή επανάσταση» – οικονομική και τεχνολογική στην Αγγλία, κοινωνική και πολιτική στη Γαλλία – για να εκβάλει στο ευρωπαϊκό annus mirabilis 1848. Είναι σαφές ότι για τον Hobsbawm η επαναστατημένη Ελλάδα βρισκόταν εκτός των ορίων του νεωτερικού αστικο-δημοκρατικού παραδείγματος, ούσα μία από εκείνες τις «καθυστερημένες περιοχές που κατοικούνταν από ένοπλους και φιλέριδες αγρότες και ποιμένες οργανωμένους σε φυλετικές ομάδες και εμπνεόμενους από αρχηγούς της φάρας, ηρωικούς ληστές και προφήτες». Ο παράγοντας που την εισήγαγε στην εποχή των Επαναστάσεων ήταν ο εθνικισμός. Μέσα στις τάξεις των επαναστατημένων, οι εθνικές ιδέες ήταν κάπως ασαφείς για «τους αποκάτω» αλλά περισσότερο σαφείς για «τους αποπάνω». Έτσι τελικά η Ελλάδα κέρδισε την ανεξαρτησία της μέσα από την συνάντηση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης με μια βαθιά ριζωμένη νοοτροπία εξέγερσης ή ανταρσίας που κυριαρχούσε στα Βαλκάνια.
Η νοοτροπία αυτή είναι η βάση της επιχειρηματολογίας των Λιερού, Λυκουργιώτη και Λαπιέρη. Μέσα από μία προσεκτική προσπάθεια ιστορικής τεκμηρίωσης, που κατά κύριο λόγο στηρίζεται σε δευτερογενή βιβλιογραφία, οι συγγραφείς επιχειρούν να ασκήσουν μια ριζοσπαστική κριτική στην κυρίαρχη άποψη της σύγχρονης ιστοριογραφίας για το ’21 που ορίζει την Ελληνική Επανάσταση ως φιλελεύθερη με τρόπο συχνά μονοσήμαντο. Ας υπογραμμιστεί εδώ ότι οι συγγραφείς δεν διεκδικούν δάφνες αξιολογικής ουδετερότητας. Η μελέτη δεν είναι απλά κείμενο κριτικής – είναι κείμενο πολεμικής που εντάσσεται στο αναδυόμενο επιστημολογικά πεδίο των Δημόσιων Ανθρωπιστικών Επιστημών (Public Humanities), εμπίπτοντας στη δημόσια ιστορία παρά στην ακαδημαϊκή. Μπορεί κανείς να συζητήσει εάν και κατά πόσον υφίσταται σήμερα «ιδεολογική επίθεση, η οποία επιδιώκει να συσκοτίσει και να απαξιώσει τον ρόλο του λαϊκού παράγοντα στην Επανάσταση του 1821» όπως προτάσσουν οι συγγραφείς στo εισαγωγικό σημείωμα. Δεν θα μπορούσε όμως να διαφωνήσει μαζί τους ότι η ελληνική ιστοριογραφία σήμερα τείνει στην αποσιώπηση του ρόλου του λαϊκού παράγοντα, των λαϊκών αγωνιστών και της αποφασιστικής τους συμβολής στον Αγώνα· τείνει επίσης στην απαξίωση τόσο των παραδοσιακών θεσμών που εξασφάλιζαν τη λαϊκή συμμετοχή στα κοινά όσο και των πρακτικών που έδωσαν στην Επανάσταση τον λαϊκό της χαρακτήρα, όπως υποστηρίζουν οι συγγραφείς. Πράγματι, η σημαντική εκείνη μερίδα των ιστορικών μας που θεωρούν, σχεδόν τελεολογικά, ότι σκοπός της Επανάστασης υπήρξε ένα αστικό-εκσυγχρονιστικό κράτος, τρομάζει με «οτιδήποτε το αρχαϊκό».
Το βασικό επιχείρημα λοιπόν της υπό συζήτηση μελέτης (που συνοδεύεται με ένα αναλυτικό χρονολόγιο το οποίο προσφέρει μεγάλη βοήθεια στον αναγνώστη), αναπτύσσεται γύρω από τέσσερις θέσεις. Η πρώτη θέση, όπως έχει αναφερθεί, είναι η ύπαρξη μιας παράδοσης λαϊκής ανταρσίας που έχει τις ρίζες της στην εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή και παλαιότερα ανασημασιοδοτούμενης σε κάθε εποχή με νέα σημαινόμενα. Δεύτερη θέση είναι το ότι η Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε «από τα κάτω»: με την υποκίνηση στελεχών της Φιλικής Εταιρείας και, παρά την αναβλητικότητα, ή και την υπονόμευση, από την πλευρά των προκρίτων, ο λεγόμενος «λαός των αρμάτων» κινητοποιήθηκε πολιτικά και στρατιωτικά σχηματίζοντας τη «λαϊκή παράταξη» μαζί με τους Φιλικούς και άλλα δημοκρατικά στοιχεία. Ανάμεσα στον «λαό των αρμάτων» δέσποζαν οι ιδέες του προφητικού χιλιασμού οι οποίες χαρακτήριζαν εν γένει τα προνεωτερικά αγροτικά κινήματα. Όμως οι τύχες της λαϊκής παράταξης συνδέθηκαν με εκείνες της Φιλικής Εταιρείας. Η τραγική αποτυχία της εκστρατείας στη Μολδοβλαχία οδήγησε σε αμφισβήτηση την ηγεσία της λαϊκής παράταξης και η σκυτάλη πέρασε σε ισχυρές ολιγαρχικές συμμαχίες.
Η τρίτη θέση λοιπόν είναι ότι μετά τον πρώτο χρόνο, η ηγεσία της Ελληνικής Επανάστασης ήταν φιλελεύθερη και ολιγαρχική μαζί. Οι επαναστατικές αρχηγεσίες σε αυτή τη φάση επεδίωκαν να οικοδομήσουν ένα συγκεντρωτικό φιλελεύθερο κράτος το οποίο θα βρισκόταν υπό τον έλεγχό τους. Όταν απέτυχαν, ξέσπασαν αλλεπάλληλοι εμφύλιοι πόλεμοι για τον έλεγχο της διοίκησης. Με τις σφοδρές εσωτερικές συγκρούσεις και τη συντριβή της λαϊκής παράταξης, η λεγόμενη φιλελεύθερη ολιγαρχία κατέστρεψε στην ουσία τον συνεκτικό ιστό ο οποίος μπορούσε να «δέσει» την αναδυόμενη αστική κοινωνία. Αλλά και τα ίδια τα λαϊκά στρώματα στάθηκαν ανίκανα τελικά να αναδείξουν τους δικούς τους ανεξάρτητους θεσμούς πολιτικής εκπροσώπησης.
Η εσωτερική σύγκρουση οδήγησε την Επανάσταση σε ανομική κατάρρευση. Αυτή είναι η τέταρτη θέση της μελέτης – δάνειο από τον Τάκη Σταματόπουλο. Από ένα σημείο και μετά, οι εμφύλιοι πήραν τη μορφή «του πολέμου όλων εναντίον όλων». Αυτή η σκοτεινή πλευρά της Ελληνικής Επανάστασης αγνοείται ή υποβαθμίζεται από τους φιλελεύθερους και από τους μαρξιστές ιστορικούς, καθώς δεν συνάδει με τον εξελικτικισμό των ερμηνευτικών τους σχημάτων, αναφέρουν χαρακτηριστικά οι συγγραφείς.
Η λύση ήρθε τελικά στο πρόσωπο ενός ξένου βασιλιά και της αυλής του και η Ελλάδα κατέληξε ένα δυτικό ημι-προτεκτοράτο. Η λύση έγινε με ευκολία αποδεκτή από τις φιλελεύθερες-ολιγαρχικές ηγεσίες, την οποία άλλωστε είχαν προβάλλει και οι ίδιες παλαιότερα. Τελικά το όπλο της ανομικής κατάρρευσης αποδείχθηκε δίκοπο μαχαίρι, καταλήγουν οι Λιερός, Λυκουργιώτης και Λαπιέρης: η Ελληνική Επανάσταση κατέλυσε μεν την οθωμανική εξουσία, αλλά δεν μπόρεσε να διασώσει τους θεσμούς που δημιούργησε η ίδια.
Η συγκεκριμένη μελέτη είναι ένα αξιοπρόσεκτο βήμα στα μονοπάτια της σύγχρονης εργογραφίας για το ’21 – αξιοπρόσεκτο όσο και ρωμαλέο γιατί η κριτική που ασκεί είναι διμέτωπη. Ο Μαυροκορδάτος, κοινό σημείο αναφοράς των φιλελεύθερων προσεγγίσεων, ήταν τελικά λιγότερο φιλελεύθερος απ’ ότι θέλαμε να πιστεύουμε; Όπως και η Ύδρα, κοινό σημείο αναφοράς της μεταπολιτευτικής ιστοριογραφίας, και παρά την οικονομική της ανάπτυξη, ήταν τελικά λιγότερο ριζοσπαστική; Ο οικονομικός εκσυγχρονισμός δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη σε πολιτικό ριζοσπαστισμό, υποστηρίζει η μελέτη, αποστασιοποιούμενη κριτικά από το γνωστό ερμηνευτικό σχήμα της αριστερής ιστοριογραφίας για το ‘21.
Λείπει ωστόσο από τη μελέτη μια κριτική προσέγγιση της εθνικής ιδεολογίας ως συνόλου κοινών αντιλήψεων για τα ιδανικά της συλλογικής ενότητας, ταυτότητας και πολιτικής αυτονομίας μιας υπό διαμόρφωση εθνικής κοινότητας. Μια συζήτηση, έστω, για ό,τι ενώνει δηλαδή το Μαυροκορδάτο με τους Φιλικούς και όχι μόνο για ό,τι τους χωρίζει. Θα μπορούσε άραγε αυτό να είναι το αντίβαρο στην ανομική κατάρρευση της Επανάστασης; Ο Hobsbawm, νομίζω, ότι θα απαντούσε θετικά. Λείπει επίσης μια βαθύτερη αναστροφή με την έννοια της «πρωτόγονης επανάστασης», που εισήγαγε στην ελληνική ιστοριογραφία ο Σπύρος Ασδραχάς, παρότι η οπτική που υιοθετείται στη μελέτη την προϋποθέτει σαφώς.
Η μελέτη, παρ όλα αυτά, διαθέτει αρετές που θα της δώσουν το κοινό που δικαιούται: είναι γραμμένη με τρόπο σαφή και κατανοητό ενώ διαθέτει πρωτοτυπία στην αναλυτική στόχευση. H θέση για τη φιλελεύθερη-ολιγαρχική ηγεσία της Επανάστασης αλλά και για την ανομική κατάρρευσή της αξίζει να συζητηθούν ευρύτερα (η δεύτερη βέβαια προσγράφεται στον Τάκη Σταματόπουλο αλλά παρέμενε ξεχασμένη, αν όχι απωθημένη). Ψηλαφώντας δε τα εσωτερικά ρήγματα του ελληνικού πατριωτικού κινήματος, η μελέτη αναδεικνύει με επάρκεια την πληθή των ταυτοτήτων των πρωταγωνιστών του. Γιατί ο Μαυροκορδάτος και ο Ιγνάτιος δεν ήταν ίδιος με τους Υψηλάντες, όπως και ο Αναγνωστόπουλος δεν ήταν ίδιος με τον Κοδρικά παρότι όλοι τους ήταν στρατευμένοι στο ίδιο κίνημα. Είναι καιρός στόχος της σύγχρονης έρευνας για το ’21 να αποτελέσει η κατανόηση της διαφοράς μέσα στις ίδιες τις πατριωτικές ελίτ στη θέση μιας παλαιότερης στρογγυλεμένης εικόνας. Όλοι υποψιαζόμαστε ότι η Φιλικοί και οι Κοραϊκοί είναι δίκτυα ασύμπτωτα, γιατί δεν το ομολογούμε;
Η μεγαλύτερη συνεισφορά όμως της μελέτης είναι η μετακίνηση του ερευνητικού φακού «προς τα κάτω», κάτι που δεν συνηθίζει να κάνει η ελληνική τουλάχιστον ιστοριογραφία. Το ευρύ εκλογικό δικαίωμα που παραχωρούν τα επαναστατικά Συντάγματα έχει πίσω του και τη Συμβατική Συνέλευση της Γαλλικής Επανάστασης και τη γιορτή του Άη Γιώργη στο προεπαναστατικό πελοποννησιακό χωριό – δηλαδή τη μέρα των ετήσιων εκλογών για την ανάδειξη των δημογεροντιών. Και το κάλεσμα στα όπλα, τόσο τις ιδέες του Διαφωτισμού όσο και μια βαθιά ριζωμένη, λαϊκή, χρησμολογική και προφητική παράδοση. Το δίχως άλλο, η μελέτη των Λιερού, Λυκουργιώτη και Λαπιέρη θα προκαλέσει και θα συζητηθεί.

 

*Ο Μάριος Χατζόπουλος είναι ιστορικός, διδάσκων στο πανεπιστήμιο Λευκωσίας.