Η προώθηση των εμβολιασμών λαμβάνει χώρα μέσα από βιοπολιτικά μέτρα, τα οποία προκαλούν αποκλεισμούς, όπως λ.χ. ότι η πρόσβαση στο εσωτερικό καταστημάτων επιφυλάσσεται μόνο σε εμβολιασμένους. Από πολλούς ανεμβολίαστους παρόμοια μέτρα γίνονται δεκτά ως ένα είδος «Άπαρτχαϊντ», όπου η κοινωνία διαχωρίζεται σε πολίτες δύο ταχυτήτων. Ταυτοχρόνως, οι μαγαζάτορες και καταστηματάρχες χρησιμοποιούνται ως εφαρμοστές των μέτρων, με αποτέλεσμα και να διασπείρεται η ευθύνη τήρησής τους, αλλά και να εμπεδώνεται ο διχασμός εντός του κοινωνικού σώματος. Κυρίαρχο ζήτημα είναι βεβαίως και το αν ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων θα αναγκάζονται να κάνουν το εμβόλιο, προκειμένου να διατηρήσουν την εργασία τους.

Σε αυτό το πλαίσιο έγιναν οι μεγάλες συγκεντρώσεις των ανεμβολίαστων στις 14 Ιουλίου στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και αλλού. Πρόκειται για διαδηλώσεις ενάντια στον αποκλεισμό και στα βιοπολιτικά μέτρα με ετερόκλητους συμμετέχοντες, αν και ήταν έντονη η παρουσία ακροδεξιών εθνικιστών, καθώς και κληρικών από σχισματικές εκκλησίες. Η παρατήρηση αυτή δεν αναιρεί βεβαίως τη μαζικότητα των διαδηλώσεων και τον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα τους. Την οξεία αυτή αντιπαράθεση δείχνουν πάντως να καλωσορίζουν τόσο οι πολιτικές ομάδες που θέλουν να απευθυνθούν στους κεντρώους «μετριοπαθείς», στοχοποιώντας τα «άκρα», για να συσπειρώσουν το κοινό τους, όσο και οι πολιτικές ομάδες που επιθυμούν να δρέψουν την ηγεσία μιας υπαρκτής και επαν-αναδυόμενης λαϊκής ακροδεξιάς. Ωστόσο, τα δύο αυτά αλληλεξαρτώμενα φαινόμενα, ήτοι αφενός οι βιοπολιτικοί αποκλεισμοί, και, αφετέρου, η ανάδυση μιας νέας πολιτικής εχθρότητας, που υπερβαίνει τη δημοκρατική αντιπαλότητα, είναι εγγενώς ανεξέλεγκτα. Πολλά από τα συστημικά κόμματα της Ελλάδας δεν διαθέτουν τη λαϊκή ενδοχώρα που νομίζουν ότι έχουν και μία άρδην αλλαγή του πολιτικού σκηνικού δεν είναι αδύνατη.

Σε αυτή τη συνάφεια δεν είναι ανεπίκαιρη η υπόμνηση ορισμένων αρχών της νεωτερικότητας, όπως η καντιανή κατηγορική προσταγή ότι τα ανθρώπινα πρόσωπα δεν μπορούν να γίνονται αντικείμενα χρήσης ως μέσα, αλλά αποτελούν πάντα σκοπούς κατά τη συνάρθρωση της πολιτικής συμβίωσης. Η θεώρηση του πολίτη ως αυτοσκοπού σημαίνει ότι αρμόζει ως προσέγγισή του μόνο η πειθώ και όχι ο εξαναγκασμός, επί της αρχής της καθολικότητας της πολιτικής κοινότητας, η οποία δεν μπορεί να γνωρίζει αποκλεισμούς και διασπάσεις σε πολλές υποκοινότητες διαφορετικών δικαιωμάτων. Η διάρρηξη του κοινωνικού σώματος επαναφέρει στο προσκήνιο την απωθημένη πολιτική εχθρότητα, με άγνωστες για όλους συνέπειες. Το δίλημμα ανάμεσα στην υγεία και τη δημοκρατία επανέρχεται διαρκώς με τη μορφή κρίσιμων διλημμάτων.