Στη σκιά της ανεξέλεγκτης δημοσιογραφικής κάλυψης της υπόθεσης παιδοβιασμού/μαστροπείας 12χρονης στον Κολωνό, με ωμή παραβίαση πλήθος κανόνων δημοσιογραφικής δεοντολογίας και ηθικής αλλά και της νομοθεσίας πολλές φορές, στην «Κοινωνία Ώρα Press», φιλοξενήσαμε τον καθηγητή στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο ΕΚΠΑ & μέλος του Δ.Σ. στο ΕΣΡ, Γιώργο Πλειό, να σχολιάσει τη μιντιακή κατρακύλα που διαδραματίζεται επί μήνες, από την υπόθεση της Ρούλας Πισπιρίγκου. Δε μίλησε εξ ονόματος του ΕΣΡ, αλλά εξέφρασε μόνο δικές του θέσεις και προβληματισμούς.
Από το πρωί έως το βράδυ, από το πιο μεγάλο κανάλι μέχρι το Μέσο με τη λιγότερη απήχηση, αναπαράγονται πληροφορίες που προσβάλλουν την ηθική και δημοσιογραφική δεοντολογία -πολλές φορές και με ποινικές νομοθετικά προεκτάσεις. «Όταν μία μάρκα τραχανά πουλάει, δε θα την πουλήσουμε μόνο στη λαϊκή, αλλά και στα ακριβά σούπερ μάρκετ» θα σχολιάσει ο κ. Πλειός. «Σχετικά με τη συγκεκριμένη υπόθεση, υπάρχουν τα προβληματικά στοιχεία της κάλυψης του γεγονότος, αλλά σημαντικό είναι και τι κρύβεται πίσω από όλο αυτό. Γιατί υπάρχει μία τέτοια κάλυψη από τα ΜΜΕ;» διερωτάται και απαντά: «Τα Μέσα …ξεχνάνε τα θεμελιώδη προβλήματα στα οποία μπορεί να βρεθούμε αύριο-μεθαύριο μπροστά (ακρίβεια, οικονομική κρίση, επιπτώσεις Ρωσο-ουκρανικού πολέμου) κι εστιάζουν σε άλλα πράγματα. Έχουν αυτή την ικανότητα να καθορίζουν την οπτική μας, δημιουργώντας την ημερήσια θεματολογία, με ποια ζητήματα δηλαδή θα απασχολήσουν την προσοχή μας. Και σ’ αυτή τη διαμόρφωση της ατζέντας παίζει ρόλο η εξάρτηση των ΜΜΕ από την πολιτική εξουσία, την εκάστοτε κυβέρνηση, τους δήμους, την περιφέρεια κι απ’ όλους όσοι μπορούν να δώσουν χρήμα κι άλλους πόρους στα Μέσα. Διαμορφώνεται όπως διαμορφώνεται η θεματολογία και γιατί κάνει τηλεθέαση και φέρνει έσοδα και επειδή κατά βάση παρεμβαίνουν σχέσεις εξουσίας με πολιτικούς ή και επιχειρηματίες. Μέσω της εμπλοκής της εξουσίας, υπάρχει ανομία.. Κάποιοι προστατεύονται, κάποιοι κρύβονται, κάποιοι πέφτουν “στα μαλακά”, αν σκεφτούμε κι άλλες υποθέσεις…».
Σχετικά με το πώς τα ΜΜΕ έχουν χειριστεί την υπόθεση του βιασμού και μαστροπείας της 12χρονης, ο καθηγητής σημειώνει: «Είναι λάθος η διαρροή της δικογραφίας. Είναι πολλά τα φάουλ, όπως και η δημοσίευση αποσπασμάτων της κατάθεσης της κοπέλας. Εγώ θα απέφευγα τον γεωγραφικό προσδιορισμό, γιατί αυτό ενεργοποιεί ταξικά και ρατσιστικά χαρακτηριστικά… Σχετικά με το τι δημοσιεύουν τα ΜΜΕ, πρέπει να προσέξουμε ότι υπάρχει επιλεκτική δημοσίευση υλικού, όπως της κατάθεσης, όπου εάν δούμε το περιεχόμενο των αποσπασμάτων, θα διαπιστώσουμε ότι όλα κατατείνουν σε ένα σημείο: να την παρουσιάσουν μεγαλύτερη ηλικιακά και ότι ό,τι έγινε, έγινε με τη συναίνεση της -ότι ήταν μία επαγγελματίας-. Δικηγόροι και δημοσιογράφοι φιλοτεχνούν ένα συγκεκριμένο προφίλ του θύματος, που δημιουργεί μία ορισμένη εικόνα του δράστη στην κοινή γνώμη, η οποία εικόνα πιέζει και τους δικαστές και τους παράγοντες της δίκης για το αποτέλεσμα αλλά και ενεργοποιεί σεξιστικά, ρατσιστικά, συντηρητικά, πατριαρχικά στερεότυπα, έτσι ώστε να υπάρχει θετική έκβαση της δικαστικής διαδικασίας για τον πελάτη. Τα ΜΜΕ έχουν άμεσο κέρδος από την κάλυψη τέτοιων περιστατικών ή και έμμεσο… ».
Ο ρόλος του ΕΣΡ
«Το μιντιακό οικοσύστημα έχει μάθει να παραβιάζει συνεχώς τους κανόνες και να μην τιμωρείται κανείς»
Η Ιωάννα Κωσταρέλλα, Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, μίλησε επίσης σε συνέντευξή της στο ΤΡΡ την κατάφορη παραβίαση των αρχών δεοντολογίας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος σε ακόμα μία πολυσυζητημένη υπόθεση, εκείνης του βιασμού και μαστροπείας 12χρονης στον Κολωνό. «Το βασικό που θα πρέπει να είμαστε συνεπείς είναι το άρθρο 2- “Η δημοσιογραφία, ως επάγγελμα, αλλά και κοινωνικό λειτούργημα, συνεπάγεται δικαιώματα, καθήκοντα και υποχρεώσεις. Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:β. Να σέβεται την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια και το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής του ανθρώπου και του πολίτη. Μόνο όταν το επιτάσσει το δικαίωμα της πληροφόρησης μπορεί να χρησιμοποιεί, πάντοτε με τρόπο υπεύθυνο, στοιχεία από την ιδιωτική ζωή προσώπων που ασκούν δημόσιο λειτούργημα ή έχουν στην κοινωνία ιδιαίτερη θέση και ισχύ και υπόκεινται στον κοινωνικό έλεγχο”».
Συνεχίζει, σημειώνοντας, πως όταν χρησιμοποιείται υλικό που περιέχει στοιχεία που παραβιάζουν την προσωπική ζωή, αυτομάτως παραβιάζεται η παράγραφος β του άρθρου 2. «Όλοι αυτοί που παραβιάζουν τη δεοντολογία, γνωρίζουν ότι την παραβιάζουν. Βγάζουν υλικό, φωτογραφίες και στοιχεία δικογραφίας στη δημοσιότητα …Έχουν παραβιαστεί τα πάντα, κάθε αρχή δεοντολογίας. Έχει παραβιαστεί και το τεκμήριο της αθωότητας -όπως στην περίπτωση της μητέρας της 12χρονης- και τα ΜΜΕ το κάνουν διαρκώς αυτό, να παραβιάζουν το τεκμήριο αθωότητας, να προεξοφλούν δικαστικές υποθέσεις, να στήνουν λαϊκά δικαστήρια». Αναφερόμενη στους παρουσιαστές, σχολιαστές και …δημοσιογράφους που χειρίζονται έτσι τέτοιες υποθέσεις, τονίζει πως πρόκειται για ανθρώπους που γνωρίζουν καλά πώς παίζουν το παιχνίδι τα Μέσα κι έχουν εμπειρία στο ρεπορτάζ. «Όλα αυτά τα χρόνια, το μιντιακό οικοσύστημα έχει μάθει να λειτουργεί έτσι, να παραβιάζει συνεχώς τους κανόνες και να μην τιμωρείται κανείς ποτέ ούτε από τις Ενώσεις Συντακτών ούτε από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης.
Σχετικά με τον τρόπο που λειτουργεί το ΕΣΡ, πολλά ερωτήματα υπάρχουν επί χρόνια αναφορικά με εξόφθαλμες παραβιάσεις της ηθικής και δημοσιογραφικής δεοντολογίας που δεν τιμωρήθηκαν ποτέ από το Συμβούλιο. «Το ΕΣΡ έχει έναν προβληματικό τρόπο που λειτουργεί. Λειτουργεί με καταγγελίες, που περνούν στο νομικό τμήμα του και διερευνώνται. Αν δηλαδή 10 εκατομμύρια άνθρωποι δουν ότι παραβιάζεται κάπου η δεοντολογία και δεν προχωρήσουν σε καταγγελία, τότε τι γίνεται; Θεωρητικά θα πρέπει να κινηθεί αυτεπάγγελτα η διαδικασία αλλά λόγω του τεράστιου όγκου υποθέσεων, δε γίνεται πάντα. Και κάτι ακόμα σημαντικό είναι πως οι διαδικασίες του ΕΣΡ είναι αργοκίνητες μια απόφαση μπορεί, για παράδειγμα, να βγει μετά από μήνες» σχολιάζει η καθηγήτρια.
Έξω από την εξίσωση της συζήτησης δε θα μπορούσαν να μείνουν και οι απλοί πολίτες που είτε τροφοδοτούν τα Μέσα με «πληροφορίες» είτε τα παρακολουθούν. «Αντί οι καταγγελίες να απευθύνονται εκεί που πρέπει, οι άνθρωποι το κάνουν από τις τηλεοράσεις -ούτε που ξέρουν ποια είναι η βαρύτητα όσων λένε. Μιλάμε για ένα μιντιακό τσίρκο. Κι από την άλλη, οι πολίτες που παρακολουθούν όσα διαδραματίζονται στις τηλεοράσεις, δεν μπορούν να κρίνουν με βάση τα τεκμηριωμένα στοιχεία και ξεδίνουν γράφοντας οχετούς στα ΜΜΕ και τελικώς αποκτώντας διαστρεβλωμένη άποψη για τα γεγονότα. Θα πρέπει οι πολίτες να είναι αυστηροί στις επιλογές τους. Να στηρίζουν σοβαρά, ανεξάρτητα Μέσα, ακόμα κι αν χρειαστεί να κάνουν συνδρομές. Στη λογική του δωρεάν περιεχομένου, ο καθένας βρήκε διέξοδο να γράφει ό,τι θέλει».
Αναφορικά, τέλος, με τον ρόλο που έχει τελικώς ο δημοσιογράφος μέσα σ’ όλο αυτό το «μιντιακό τσίρκο» αλλά και την ευθύνη του Μέσου του, σχολιάζει: «Τα θύματα είναι τα άμεσα θιγμένα πρόσωπα, με την προσωπική τους ζωή να είναι στα μανταλάκια και τελικώς οι δημοσιογράφοι το μόνο που δεν υπηρετούν είναι το δημόσιο συμφέρον. Δεν κάνουν ούτε καν πρωτογενή έρευνα. Έχουν παραχωρήσει τον ρόλο τους, ως παραδοσιακοί πυλωροί της δημοσιογραφίας που ήταν, σε youtubers, trolls του twitter και influncers και ακολουθούν την πληροφορία του καθενός, αντί να ερευνήσουν. Η τηλεόραση είναι το μέσο που μπαίνει καθημερινά στα σπίτια όλων, άρα δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον καταναλωτή που τρώει τζανκ φουντ όταν μόνο αυτό του δίνεις. Η ευθύνη γι’ αυτήν την κατρακύλα αφορά κυρίως το Μέσο, τα οποία ούτε καν συγγνώμη δε ζητούν όταν γίνεται κάτι λάθος. Έχουν το αίσθημα ότι κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς να τιμωρηθούν, κι αυτό έχει γίνει κομμάτι του ελληνικού μιντιακού συστήματος».