Εκτιμώ ότι εδώ και αρκετά χρόνια, τόσο στο ευρωπαϊκό όσο και στο τοπικό επίπεδο διαμορφώνεται με σχετικά αργό ρυθμό μια κοινωνική συσπείρωση των μεσαίων με τα κατώτερα στρώματα. Η προς τα κάτω συμπίεση της μεσαίας τάξης αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο οργανώνεται η νέα συμπαράταξη. Σε στενή επαφή με τομείς όπου εκδιπλώνεται σήμερα η ζωή, τα στρώματα αυτά συγκροτούνται στη μεγάλη τους πλειονότητα από άτομα με υψηλό επίπεδο μόρφωσης και για το λόγο αυτό μπορούν δυνάμει να αναλάβουν ρόλο οργανικού διανοούμενου και να θέσουν ζήτημα ηγεμονίας. Και πράγματι η νέα κοινωνική δυναμική φέρνει στο προσκήνιο πτυχές του προβλήματος της δημοκρατίας, δηλαδή του βασικού ριζοσπαστικού αιτήματος του καιρού μας. Κυβερνησιμότητα, αντιπροσώπευση, μορφές αυτοοργάνωσης, ατομική και κοινωνική αυτοδιάθεση, κοινωνική οικονομία, ρατσισμός, διακίνηση πληροφορίας, επιστημονισμός και τεχνοκρατία είναι μερικές από τις όψεις του βασικού προβλήματος που αναδείχθηκαν κατά καιρούς.
Τα μνημόνια μέσω της αφόρητης πίεση που άσκησαν πάνω στη μεσαία τάξη λειτούργησαν ως ένα είδος καταλύτη που ωρίμασε βίαια τις διαδικασίες. Με τη σειρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε να εκφράσει εκλογικά τη νέα συμμαχία, σε ένα βαθμό και ιδεολογικά, εκκρεμεί όμως η πολιτική της ολοκλήρωση και η αποκρυστάλλωση του πολιτικού προβλήματος με μορφή συγκεκριμένη. Και ακριβώς το μέλλον της πολιτικής ολοκλήρωσης αυτής της συσπείρωσης και η συγκεκριμενοποίηση του πολιτικού προτάγματος είναι που σε μεγάλο βαθμό διακυβεύονται σήμερα.
Το περίεργο είναι ότι ενώ από το Γενάρη και κυρίως τον Ιούνιο ο ΣΥΡΙΖΑ αναγνώριζε την ψήφο ως ταξική, εντούτοις στάθηκε επιπόλαια πάνω σε αυτό. Δεν είμαι από εκείνους που θα μηδενίσουν τη διαπραγματευτική υπερπροσπάθεια των τελευταίων εβδομάδων. Θα σημειώσω ακόμη την ανάδειξη της αντίθεσης βορρά-νότου, καθώς και τις άγριες αντιφάσεις που προκάλεσε η μαχητικότητα του στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Εντέλει, η δράση του ΣΥΡΙΖΑ ανέδειξε το γεγονός ότι η Ευρώπη ή αλλάζει ή καταρρέει. Και επειδή το τελευταίο εμφανίζεται ως πιθανότερο, όσο πιο γρήγορα συμβεί η απαγκίστρωση τόσο μικρότερες θα είναι τελικά οι ζημιές. Θα σημειώσω ωστόσο ότι αντί, απέναντι στις δυσκολίες που είχε μπροστά του, να επιδιώξει τη μέγιστη συσπείρωση δυνάμεων, η ηγετική ομάδα αυτονομήθηκε και λειτούργησε ερήμην του κόμματος. Μάλιστα διέπραξε το χειρότερο, ενώ δε δέχθηκε το κόμμα ως συμμέτοχο στις διαδικασίες επεδίωξε εκ των υστέρων να το καταστήσει συνένοχο, με αποτέλεσμα το κούμπωμα και την παγωμάρα των μελών.
Αλλά και εκείνοι που διαφώνησαν δεν έδειξαν μεγαλύτερη διορατικότητα αναφορικά με το διακύβευμα. Δε θα ασχοληθώ με την αριστερή πλατφόρμα. Αναγνώριζα μεν πάντοτε το ρόλο της ως εξισορροπητή, πλην θεωρούσα ως αμελητέα, αν όχι παραλυτική, τη συμβολή της στην ανάπτυξη του ριζοσπαστικού λόγου. Μάλιστα, αναγνωρίζω την αποχώρησή τους ως λογική απόσυρση από τις κυβερνητικές ευθύνες, καθόσον ο εξοπλισμός που περιελάμβανε έντονα στοιχεία κεντρικής διεύθυνσης και σχεδιασμού (μεσσιανισμό, αυστηρή κομματική ιεραρχία, κρατισμό, εργατισμό αλλά και ασφυκτικό έλεγχο των συνδικάτων κ.ά.) ήταν μεν κατάλληλος για έναν πόλεμο θέσεων δεν ανταποκρινόταν όμως στις κυβερνητικές απαιτήσεις των σύγχρονων πλουραλιστικών δημοκρατιών που απαιτούν σύνθετο οπλοστάσιο και προβλέπουν διατάξεις μάχης επιθετικές αλλά και αμυντικές, πλαγιοκοπήσεις αλλά και κατά μέτωπο συγκρούσεις, προωθήσεις αλλά και αναδιπλώσεις, κοντολογίς ένα σύνθετο οπλοστάσιο κατάλληλο για πόλεμο κινήσεων. Θεωρώ, μάλιστα ότι θα ήταν ατελέσφορη αν όχι διαλυτική την οργάνωση συνεδρίου με τη συμμετοχή της πλατφόρμας.
Αντίθετα, σημαντικά επιζήμια θεωρώ την αποχώρηση αριθμού στελεχών της ομάδας των 53 καθόσον κρίνω ως αναγκαία τη συμβολή τους στην περεταίρω ριζοσπαστικοποίηση του λόγου της αριστεράς. Κρίνω, ωστόσο, ότι δυστυχώς και η συμπεριφορά αυτής της ομάδας υπήρξε τουλάχιστον αμήχανη.
Η κριτική αυτών των στελεχών εκφράστηκε υπό δύο διαφορετικές εκδοχές. Η μία ελεεινολογούσε το συμβιβασμό της κυβέρνησης από μια σκοπιά λίγο ως πολύ προσωπικής ματαίωσης, αν όχι και ντροπής. Παρόλο που και η στάση αυτή έχει ιδιαίτερο πολιτικό ενδιαφέρον δεν σχετίζεται με τη θεματολογία αυτού του κειμένου και έτσι θα το παρακάμψω.
Η δεύτερη εκδοχή επιχειρηματολογεί συντριπτικά υπέρ της άποψης ότι το τρίτο μνημόνιο είναι αδιέξοδο. Και εδώ θεωρώ ότι εντοπίζεται ένα μέγιστο πρόβλημα. Πράγματι, δε νομίζω ότι υπάρχει κανείς που να υποστηρίζει ότι το πρόγραμμα βγαίνει, ούτε ότι η απαγκίστρωση δεν είναι αναγκαία. Συνεπώς η επιμονή πάνω στα αδιέξοδα ελάχιστα συμβάλει. Αντίθετα, αυτή η εμμονή μπορεί και να εκληφθεί ως εκφορά του αριστερού αιτήματος αποκλειστικά με βάση την αντιμνημονιακή ρητορική (πράγμα που νομίζω ότι ισχύει για τη αριστερή πλατφόρμα) και έτσι να φτωχύνει απελπιστικά η πολύ ευρύτερη ριζοσπαστική διεκδίκηση.
Το χειρότερο όμως είναι ότι αυτή η άποψη δε μοιάζει να παίρνει σοβαρά υπόψη της και τα προτάγματα των μεσαίων και της πλειονότητας των κατώτερων στρωμάτων των οποίων οι ιδεολογικές κατασκευές συγκροτούνται με πυρήνα την ιδέα του ευρωπαϊσμού και με τρόπο αντίστοιχο διαμορφώνουν το πολιτικό τους αίτημα. Κοντολογίς ο αριστερός βολονταρισμός αγνοεί ότι ο μετασχηματισμός του ιδεολογικού πυρήνα, η αναίρεση δηλαδή του ευρωπαϊσμού, είναι μεν ευκταίος, πλην εξαιρετικά δύσκολος και προπάντων χρονοβόρος και έτσι δε συμβάλει στην πολιτική ενότητα της νέας κοινωνικής συμπαράταξης, το αντίθετο.
Ας δούμε την περίπτωση παραίτησης του Κορωνάκη. Ερμηνεύω τη στάση του ως ανωριμότητα ή έστω αδυναμία να αντιληφθεί ότι στις μετά το Γενάρη νέες συνθήκες και στο πλαίσιο της βασικής αρχής που θέλει την αυτονομία των χώρων, το κόμμα όφειλε να ανακαλύψει επειγόντως διαδικασίες αυθύπαρκτης παρέμβασης, τόσο προς την κυβέρνηση όσο και προς την κοινωνία. Αντί λοιπόν να παλεύει προς αυτή την κατεύθυνση και να συσπειρώνει το κόμμα ώστε να διεκδικήσει οργανωμένα το ρόλο του, το υψηλότερο κομματικό στέλεχος έμοιαζε να περιμένει παθητικά παραχωρήσεις από μια περιχαρακωμένη και το ίδιο ανώριμη ηγετική ομάδα. Ενδεικτική της παθητικότητάς του υπήρξε η αδυναμία επίλυσης του μέγιστου προβλήματος συντονισμού της οργάνωσης στη Θεσσαλονίκη.
Ανάλογη κριτική μπορεί να ασκηθεί και σε όσα ακολούθησαν την όντως αχαρακτήριστη συμπεριφορά της ηγετικής ομάδας προς το συντονιστή αλλά και γενικότερα προς την οργάνωση της Θεσσαλονίκης. Το ιδιαίτερο πάντως εδώ δεν είναι η – κατά τη γνώμη μου λάθος – παραίτηση του συντονιστή και του αναπληρωτή του, αλλά η ανωριμότητα των τάσεων της πρώην πλειοψηφίας να συνομιλήσουν μεταξύ τους.
Και κάπως έτσι ολοκληρώνεται ο κύκλος της κυβερνητικής ανωριμότητας του ΣΥΡΙΖΑ. Και κάπως έτσι συνεχίζονται οι ανοησίες, όπως για παράδειγμα η επιβολή στο ψηφοδέλτιο της Θεσσαλονίκης του Μπόλαρη και πάει λέγοντας. Ευτυχώς που, σε αντίθεση με την κομματική νομενκλατούρα, η κομματική βάση και προπάντων η κοινωνία συμπεριφέρονται με πολύ μεγαλύτερη ψυχραιμία.