Ρεπορτάζ / Συνέντευξη: Λαμπρινή Θωμά

Φωτογραφίες από το αρχείο της Οικογένειας Ορτίζ

Τον λέει «ο μπαμπάς μου». Eίναι πια 71 ετών η ίδια. Και είναι ο μπαμπάς της, σε χρόνο ενεστώτα. Την καταλαβαίνω, καταλαβαίνω όλη την τρυφερότητα, μοιράζομαι την άρνηση να τον αφήσει να φύγει. Ακόμη. Ακόμη εδώ. Πριν αποδοθεί δικαιοσύνη δεν θα σε αφήσουμε να φύγεις. 

Γνωριστήκαμε στις 17 Νοεμβρίου 2021, τρίτη μέρα μας στη Χιλή. Την επομένη, Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021, εκδικαζόταν, σε κάποια δικαστική αίθουσα του Σίδνεϋ, η τελευταία έφεση της Αντριάνα Ρίβας, μίας εκ των βασανιστών του πατέρα της, ενάντια στην έκδοσή της στη Χιλή.

Παρακολουθώ το δικαστήριο ψηφιακά, χάρη στην Μαρία Εστέλα Ορτίζ, που μου ζήτησε να κάνουμε μετά από αυτό τη συνέντευξη που της ζήτησα. Γλυκομίλητη και απλή, μου δίνει το λινκ όταν το ζητάω.

Η Ρίβας, στην κάτω αριστερά άκρη της οθόνης, μέσα από το κελί της, μαζεμένη, με σταυρωμένες τις παλάμες, το κεφάλι της να πέφτει δεξιά, παραιτημένη. Μια ακίνδυνη ηλικιωμένη κυρία, που κατέφυγε στην Αυστραλία. Μια διαβόητη και σκληρή βασανίστρια ανθρώπων, μέλος της ελίτ ομάδας της DINA, της Εθνικής Διεύθυνσης Υπηρεσιών (Dirección de Inteligencia Nacional), των μυστικών υπηρεσιών του Πινοτσέτ, σε ένα πολιτισμένο δικαστήριο, με ομιλίες χαμηλών τόνων, όπου οι νόμοι ερμηνεύονται και συζητούνται. Ένα πολιτισμένο δικαστήριο στο οποίο συζητείται και η περίπτωση του πατέρα της Μαρία Εστέλα, του Φερνάρντο Ορτίζ. Της Μαρία Εστέλα που μου μιλάει και γινόμαστε ένα.

«Χθες ήταν το τελευταίο δικαστήριο στην Αυστραλία. Η τελευταία έφεση της Ρίβας. Έκανε ότι μπορούσε για να μην εκδοθεί στη Χιλή. Σε λίγους μήνες θα ξέρουμε. Ήταν μια μακρά, πολύ μακρά διαδικασία. Για τη δικαιοσύνη, γιατί πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη. Είμαστε όλοι πολύ συγκινημένοι. Γιατί δεν είναι μόνο αυτοί για τους οποίους διώκεται. Είναι και άλλοι, και είναι και οι συγγενείς τους. Είναι και μια γυναίκα που ήταν έγκυος, πέντε μηνών, κι ο άντρας της πέθανε από καρκίνο γιατί τα έδωσε όλα για να βρει το γιό του, πριν μάθουμε ποιά ήταν η μοίρα και αυτής και του εμβρύου». Η Ρεϊνάλντα ντελ Κάρμεν, η έγγυος κομμουνίστρια, η βασανισθείσα, η εξαφανισμένη, ντεσαπαρεσίδα. 

Η Αντριάνα Ρίβας ανήκε στην Ταξιαρχία Λαουτάρο (Lautaro Brigada), στην οποία μετείχαν και επίλεκτες γυναίκες. Νέες, μορφωμένες, ικανές για τα πάντα. Η Λαουτάρο ιδρύθηκε ως προσωπική φρουρά του νο2 της δικτατορίας, του  αρχηγού της «υπηρεσίας πληροφοριών», της διαβόητης DINA, Μανουέλ Κοντρέρας. Βρίσκονταν υπό τις άμεσες εντολές του. Έδρα της ήταν ο στρατώνας Σιμόν Μπολίβαρ, στην περιοχή Λα Ρέινα του Σαντιάγο. Τμήμα της Ταξιαρχίας ήταν η «Ομάδα Δελφίνι», το Grupo Delfín, που στόχευε αποκλειστικά στην πλήρη εξόντωση κάθε κορυφαίου στελέχους του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής. 

Η Ταξιαρχία Λαουτάρο και η Ομάδα Δελφίνι ήταν το καλύτερα κρυμμένο μυστικό του Πινοτσέτ και των δολοφόνων του. Η λειτουργία της, η δομή της, το «έργο» της έγινε γνωστό μόλις το 2007, όταν ένας από τους βασανιστές μίλησε. Από το 2007 ως το 2010, ένα ένα, μαθαίναμε τα ονόματα των δολοφονημένων στελεχών του ΚΚ, των εξαφανισμένων, των ντεσαπαρεσίδος, όπως ο επικεφαλής του κόμματος Βίκτορ Ντίαζ Λόπεζ, ο Χόρχε Μουνιόζ, ο καθηγητής Φερνάντο Ορτίζ, η Ρεϊνάλντα…

«Όμως τα δικαστήρια τώρα τελείωσαν, κι αυτό μας δίνει ελπίδα, είμαστε γεμάτοι ελπίδα ότι θα την εκδώσουν, ότι αυτή θα είναι η απόφαση του δικαστηρίου. Περιμένουμε δικαιοσύνη από το 1976, είμαστε στον 2021, θα χρειαστεί μάλλον να μπει και το 2022. Σχεδόν πενήντα χρόνια δεν έχει περάσει μια μέρα που να μην ζητάμε δικαιοσύνη. Αυτή η ξεροκέφαλη ελπίδα μας κράτησε. Ήμουν 26 χρονών όταν άρπαξαν τον πατέρα μου και σήμερα είμαι 71. Ήμουν κορίτσι. Κι ύστερα ο άντρας μου αποκεφαλίστηκε από τη δικτατορία. Από τα παιδιά μου, μόνο δύο γνώρισαν τον παππού τους. Έχω πέντε παιδιά, τρία από τα εγγόνια του δεν τα είδε ποτέ. Και τι δε θα έδινα να τα είχε γνωρίσει..».

«Ήταν ένας μακρύς κι επίπονος αγώνας, ένας αγώνας που συνεχίζεται, δυστυχώς, κι ας έχουμε δημοκρατία. Ακόμη δικαιοσύνη δεν έχει αποδοθεί. Κι εμείς, στην οικογένειά μου, είμαστε προνομιούχοι, γιατί βρήκαμε τρία θρύψαλα από τα κόκκαλα του μπαμπά μου, χάρη στο δικαστή Μοντίγιο που ενδιαφέρθηκε να μάθει τι συνέβαινε σε εκείνο το στρατόπεδο εξόντωσης. Άλλοι δεν μάθαμε ποτέ που κατέληξαν, κι ήταν πολλοί αυτοί που πέθαναν εκεί μέσα. Εκεί που συνέβησαν οι μεγαλύτερες φρικαλεότητες.. Κι όμως είμαστε τυχεροί γιατί ξέρουμε τι συνέβη.»

«Ζητάμε δικαιοσύνη και ακόμη δεν την βρήκαμε. Μας λένε για τους καϋμένους τους 70χρονους και 80χρονους γέρους στη φυλακή, τους κακομοίρηδες [τους βασανιστές του Πινοτσέτ], ενώ κάποιοι άλλοι 70χρονοι και 80χρονοι πεθαίνουν χωρίς ποτέ να δουν δικαιοσύνη. Οι γέροι [βασανιστές] που πεθαίνουν σπίτι τους χωρίς να αποδοθεί δικαιοσύνη, χωρίς να πληρώσουν για τα εγκλήματά τους, είναι δειλοί, που δεν δικάστηκαν και δεν τιμωρήθηκαν, που είναι ελεύθεροι όλα αυτά τα χρόνια… Γιατί δεν ήταν μόνο η Ρίβας στο σπίτι της, είναι και άλλοι που ήταν τότε νέοι…».

Ήταν η κυβέρνηση του χριστιανοδημοκράτη Εδουάρδο Φρέι, στην εξουσία από το 1994 ως το 2000, που έδωσε το ελεύθερο στη δικαιοσύνη να ερευνήσει τα εγκλήματα της χούντας του Πινοτσέτ. Όμως ο δρόμος για να βρεθεί η αλήθεια, όση ήταν δυνατόν να βρεθεί, ήταν μακρύς και επίπονος.  

«Αν δεν ήταν η ξεροκέφαλη ελπίδα, δεν θα μαθαίναμε ποτέ τι έγινε. Γιατί το μάθαμε το 2006. Η Ρίβας ήταν ήδη στην Αυστραλία, με τον [αυστραλό] άντρα της. Κι ήρθε στη Χιλή το 2006 και τη συνέλαβαν με όσα είχαν μαθευτεί. Ως τότε πηγαινοερχόταν ελεύθερα. Έπρεπε εμείς να μαζέψουμε όλες τις αποδείξεις, εμείς να τις δημοσιοποιήσουμε, για να την πιάσουν. Όμως την άφησαν ελεύθερη, υπό τον όρο να παρουσιάζεται στο τμήμα κάθε εβδομάδα μια φορά, αν δεν κάνω λάθος. Και έφυγε και γύρισε στην Αυστραλία. Κι αυτό δείχνει πως οι υπηρεσίες ασφαλείας της Χιλής συνεχίζουν να δουλεύουν με τον ίδιο τρόπο, γιατί κάποιοι από αυτούς την έβγαλαν έξω από τη χώρα, δεν την σταμάτησαν, την άφησαν να μπει στο αεροπλάνο».

Ο Φερνάντο Ορτίζ, καθηγητής Πανεπιστημίου και διακεκριμένο μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής, απήχθη στο δρόμο, στην περιοχή Λα Ρέινα πρωτευούσης, στις 15 Δεκεμβρίου του 1976, από την μυστική αστυνομία του Πινοτσέτ, την DINA. Δεν υπήρχε έγκλημα, δεν υπήρχε ένταλμα σύλληψης, δεν υπήρχαν κατηγορίες. Κι όμως, κρυβόταν για μήνες. Ήξερε πως και μόνον η λέξη «κομμουνιστής», που έφερε ως παράσημο, ήταν αρκετή για να αποφασίσουν να τον εξοντώσουν. 

«Για πολλά χρόνια δεν άφηνα τον εαυτό μου να κλάψει. Μου το ζητήσαν τα παιδιά μου, όταν [οι χουντικοί] κόψαν το κεφάλι του πατέρα τους, μου ζήτησαν να σταματήσω να κλαίω, γιατί είχα εκείνα – αλλά τώρα, που έχω και εγγόνια, και έχω ξανά το δικαίωμα να εκφράσω τα συναισθήματά μου..»

Η Μαρία Εστέλα Ορτίζ έχει γεμάτα τα μάτια

«Δεν είμασταν μια οποιαδήποτε οικογένεια. Κι εγώ και ο αδελφός μου είμαστε κομμουνιστές, κι αποφασίσαμε να μείνουμε στη Χιλή, όπως και ο πατέρας μας. Λέω για τον πατέρα μου, γιατί ήταν πεπεισμένος ότι δεν έπρεπε να εγκαταλείψουμε τη χώρα, μας το έλεγε. Έπρεπε, έλεγε, να μείνουμε στη Χιλή και να κάνουμε ότι είναι δυνατόν να πέσει η χούντα. Ξέραμε ότι είμασταν συνεχώς σε κίνδυνο, γιατί κι εκείνος και η πεθερά μου ήταν ηγετικές φυσιογνωμίες του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο πατέρας μου ήταν στην κεντρική επιτροπή και σεβαστό δημόσιο πρόσωπο, από τους πρώτους που διώχθηκαν. Ξέραμε όλους τους κινδύνους. Πόσες φορές μας συνέλαβαν, μας ανέκριναν, σε άλλο μέρος κάθε φορά, κι όταν δουλεύαμε [μυστικά] για την αναδιοργάνωση του κόμματος [αφού όλη η ηγεσία του είχε «εξαφανιστεί»] μας έψαξαν, έψαξαν τα σπίτια μας κι εμάς τους ίδιους, μας φέρθηκαν με τον πιο βάναυσο τρόπο..»

Ο Φερνάρντο Ορτίζ, καθηγητής Πανεπιστημίου και διακεκριμένο μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής, είναι ένας από τους χιλιάδες ντεσαπαρεσίδος, εξαφανισμένους, της χώρας, τον καιρό του Πινοτσέτ. 

«Εκείνη τη μέρα που τον άρπαξαν, ήταν Σαββατοκύριακο και είχα πάει με την αδελφή μου και τα παιδιά μας στην παραλία, μόνο ο αδελφός μου είχε μείνει σπίτι. Μας πήρε την Κυριακή τηλέφωνο να μας πει πως είχε ενημέρωση πως άρπαξαν τον πατέρα μας, κι ότι οι λεπτομέρειες της απαγωγής ήταν φρικτές. Πιστέψαμε ότι θα τον σκότωναν, το έλεγε πάντα πως αν τον πιάσουν δεν θα τον αφήσουν να ζήσει, θα τον σκοτώσουν. Φύγαμε αμέσως για το Σαντιάγο και οργανώσαμε τα επόμενα βήματά μας. Ο σύντροφός μου, ο Χοσέ Mιγκέλ [που αργότερα αποκεφαλίστηκε], ήταν υπεύθυνος για τους αλληλέγγυους. Μιλούσε με ανθρώπους από άλλα κόμματα και οργανώσεις. Κι έτσι βγήκε μια ανοικτή επιστολή ζητώντας την απελευθέρωσή του. Όλα αυτά γίναν μέχρι το βράδυ της Κυριακής. Ξέραμε πως έπρεπε να δράσουμε άμεσα, να μην προλάβουν να τον σκοτώσουν, κόντρα στο χρόνο κινούμασταν και το ξέραμε».

Ο καθηγητής μεταφέρθηκε στο «μαύρο» σάιτ της χούντας του Πινοτσέτ, που έφερε το όνομα «Σιμόν Μπολίβαρ» και ήταν το Στρατόπεδο Εξόντωσης που πήγαιναν οι πιο σκληροτράχηλοι. Που βασανίζονταν, πέρα από κάθε φαντασία, για να μιλήσουν «γιατί αυτοί οι κομμουνιστές δεν μιλούσαν» και κάποιοι «κάναν τη δουλειά τους», όπως θα πει η Αντριάνα Ρίβας, αμετανόητη και θυμωμένη, σε συνέντευξή της. Η Αντριάνα Ρίβας, μία από τους βασανιστές του καθηγητή Ορτίζ, μετέπειτα κάτοικος Αυστραλίας και σήμερα στην αυστραλιανή φυλακή, που χάρη στο ρόλο της μπορούσε «να μπαίνει σε λιμουζίνες, στα πολυτελέστερα ξενοδοχεία, στις πρεσβείες της Χιλής ανά τον κόσμο», με τα ματωμένα χέρια της να τσουγκρίζουν ποτήρια σαμπάνιας, τα χέρια «μιας κόρης της μεσαίας τάξης με μέτρια μόρφωση» που έγινε βασανίστρια και δολοφόνος για να κερδίσει την κοινωνική της άνοδο…

«Κι εγώ και η αδελφή μου κι ο αδελφός μου είμασταν στελέχη του κόμματος. Είχαμε λόγους να πιστεύουμε, κι αυτό πιστεύαμε, ότι θα σκοτώσουν το μπαμπά. Όμως, δεν ξέραμε πότε. Κι αρχίσαμε να συναντιόμαστε, να βρισκόμαστε με τους ανθρώπους, τις οικογένειες που μοιράζονταν την ίδια μοίρα, φίλοι μας οι περισσότεροι ή συγγενείς των φίλων μας, που οι δικοί τους εξαφανίστηκαν ή εκτελέστηκαν, και αρχίσαμε να ελπίζουμε ότι ίσως είναι ζωντανός. Είναι μια περίεργη συναισθηματική αλλαγή. Το έζησα με τις άλλες γυναίκες. Λέγαμε ότι μπορεί να είναι ζωντανοί, και πιστεύαμε στο τέλος ότι είναι ζωντανοί. Μπορεί και να μην τον σκοτώσουν, δεν θα τον σκοτώσουν, ίσως να ζει, σίγουρα θα ζει…»

Την τύχη των θυμάτων του στρατοπέδου Σιμόν Μπολίβαρ αποφάσιζαν οι ίδιοι, ο Πινοτσέτ κι ο Κοντρέρας. Πάντα εν γνώσει του Πινοτσέτ που «ενδιαφερόταν προσωπικά για την τύχη των κομμουνιστών ηγετών» – τον Ντίαζ Λόπεζ τον είχε «επισκεφθεί» ο ίδιος ο Πινοτσέτ όταν βασανίζονταν και συνεχάρη τους βασανιστές για το έργο τους.

Ήταν κάθε μορφής τα βασανιστήρια, για να «μιλήσουν» αυτοί «που δε μιλούσαν ποτέ», από το ξύλο και τα ηλεκτροσόκ μέχρι μεθόδους που, στην περίπτωση του καθηγητή Ορτίζ «είχε σκιστεί όλο το κρέας και έβλεπες να ξεμυτίζουν τα σπασμένα του κόκκαλα», θα πει ένας από τους αυτόπτες, ο Mocito, το γκαρσονάκι που έφεραν στα 15 του χρόνια να φέρνει καφέδες και σάντουιτς στους βασανιστές, την ώρα του διαλείμματος από τη δουλειά και κάποτε βρήκε το κουράγιο να μιλήσει. 

Κατόπιν τους δολοφονούσαν. Με διάφορες μεθόδους. Τον Βίκτορ Ντίαζ Λόπεζ τον έπνιξαν με μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι, κάποιοι δολοφονήθηκαν με σαρίν χιλιανής κατασκευής – υπό την επίβλεψη του Κοντρέρας -, κάποιοι, όπως ο καθηγητής, με ένεση κυανίου, που συνήθως έκανε η νοσοκόμα Γκλάντις Καλντερόν. Αν έλειπε, την αντικαθιστούσε κάποιο άλλο «Δελφίνι» – στην περίπτωση του καθηγητή ήταν η Αντριάνα Ρίβας που τον θανάτωσε. 

«Τον μπαμπά μου τον άρπαξαν μόνο και μόνο γιατί ήταν κομμουνιστής. Καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο, δίδασκε Ιστορία οικονομική και κοινωνική της Χιλής, και του κόσμου, κι ήταν από τους πιο αναγνωρισμένους ακαδημαϊκούς της χώρας. Ήταν επίσης μέλος του πανεπιστημιακού συμβουλίου που αποφάσιζε την κατεύθυνση των σπουδών, την πολιτική του Πανεπιστημίου, όλα όσα συνέβαιναν στο Πανεπιστήμιο… ήταν αγαπητός σε όλους, ήθελε να πείθει, να κατακτώνται συμφωνίες. Είναι εντυπωσιακό ό,τι ο πρύτανης του Πανεπιστημίου, που ήταν Χριστιανοδημοκράτης, στάθηκε στο πλευρό μας από την πρώτη στιγμή, μας είπε “για το Φερνάντο θα έκανα τα πάντα”. Μάθαμε πράγματα για τον πατέρα μας από ανθρώπους άλλων πολιτικών χώρων. Μέχρι κι ο δικηγόρος μας, πρώην ηγέτης του φοιτητικού κινήματος [μη κομμουνιστής], ήρθε μόνος του, είπε θέλω να κάνω κάτι για τον Φερνάντο, να τον υπερασπιστώ. Τίποτε από αυτά δεν ήταν δεδομένο για τα παιδιά των κομμουνιστών που εξαφανίστηκαν».

Οι σοροί των δολοφονημένων κομμουνιστών τυλίγονταν σε σάκους, χάρτινους, δένονταν με σύρμα και μια ράγα να κρατά ευθύ το σώμα, και μεταφέρονταν με φορτηγά ,είτε σε ελικόπτερα Πούμα – για να πεταχθούν στη θάλασσα, με τις διαβόητες «πτήσεις θανάτου» – είτε στα ασβεστορυχεία Λονκέν. 

Η οικογένεια Ορτίζ ήταν από τις «τυχερές». Η σορός του καθηγητή πετάχτηκε στο ορυχείο. Εκεί που η Μαρία Εστέλα Ορτίζ περίμενε «να βρούμε τη σορό του», μα, βρήκαν, ταυτοποίησαν με DNA και έθαψαν, κοντά 35 χρόνια μετά, κάποια υπόλοιπα οστών, τόσα δα. Μα, εκείνοι είχαν κάτι να θάψουν.

«Είναι σημαντικό να μην αφήσεις το μίσος μέσα σου. Να είμαι απολύτως ειλικρινής, υπήρχε μέσα μου στην αρχή αυτή η τρομερή οργή, η ανθρώπινη, γιατί άνθρωποι είμαστε. Όμως, αν ως κόρη και σύζυγος ένοιωθα οργή, είχα έναν μεγάλο αγώνα σαν μάνα, και ειδικά με το γιό μου. Η πιο μεγάλη πρόκληση ήταν να καταφέρω να ζήσουν μια ευτυχισμένη ζωή, να μη τους σημαδέψει το μίσος.. Και νομίζω τα κατάφερα. Εμείς δε θελήσαμε ποτέ το θάνατο κανενός, ειδικά για πολιτικούς λόγους. Είμαστε συνεπείς. Ενάντια στα βασανιστήρια, ενάντια στην σύλληψη κάποιου μόνο και μόνο επειδή σκέφτεται διαφορετικά. Ο πατέρας τους, Χοσέ Μιγκέλ [Παράδα], ήταν ένας από τους τρεις αποκεφαλισθέντες, το έγκλημα αυτό, του αποκεφαλισμού τους, ήταν από τα τελευταία αλλά και από τα αγριότερα και φρικτότερα που έγιναν στη Χιλή. Και όταν ήρθε η ώρα, μπορούσαμε να απαιτήσουμε και τη θανατική ποινή. Όμως το συζητήσαμε με τα παιδιά μου, πολύ, και αποφασίσαμε, όσο σκληρό κι αν ήταν, να μη ζητήσουμε τη θανατική ποινή, ούτε εμείς, ούτε οι συγγενείς του Μανουέλ Γκερέρο και του Σαντιάγο Νατίνα. Και ξέραμε ότι σε είκοσι χρόνια θα ήταν έξω [οι δολοφόνοι] γιατί τότε τα ισόβια σήμαιναν 20 χρόνια φυλακή». 

Ο Χοσέ Μιγκέλ Παράδα, ο Μανουέλ Γκερέρο και ο Σαντιάγο Νατίνα, κομμουνιστές, στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος της Χιλής, αποκεφαλίστηκαν το 1985. Όμως είναι ειδικά η περίπτωση του Χοσέ Μανουέλ Παράδα που κινητοποίησε κάθε ακτιβιστή της χώρας, όπου κι αν ανήκε πολιτικά. Κι αυτό γιατί, πέρα από στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν και μέλος της Αντιπροσωπείας Αλληλεγγύης, οργάνωσης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ήταν αυτή η δεύτερη ιδιότητα που τον έκανε πιο ενεργό και για την οποία όλοι θεωρούσαν ό,τι είναι πιο προστατευμένος. Εξομολογήθηκε στους δικούς του ό,τι έχει την αίσθηση πως τον παρακολουθούν μέλη των ταξιαρχιών θανάτου του Πινοτσέτ στις 26 Μαρτίου 1985. Τέσσερις μέρες αργότερα η αποκεφαλισμένη σορός του βρέθηκε σε ένα χωράφι κοντά στο αεροδρόμιο του Σαντιάγο, μαζί με εκείνες των δύο, επίσης αποκεφαλισμένων, συντρόφων του. 

Ήταν τέτοιο το κοινωνικό σοκ, που ένας από τους ελάχιστους ανεξάρτητους δικαστές της Χιλής, ο Χοσέ Κανοβας Ρόμπλες, αποφάσισε να διατάξει έρευνα. Ο στρατηγός και στέλεχος της χούντας, Σεζάρ Μεντόζα, παραιτήθηκε και 13 στελέχη της αστυνομίας τέθηκαν εκτός υπηρεσίας. Δέκα μήνες αργότερα, το ανώτατο δικαστήριο της χώρας, όλοι υποτακτικοί του Πινοτσέτ, αποφάσισε ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για καμμία δίωξη. Οι κατηγορούμενοι γύρισαν στις δουλειές τους.

«Η κόρη μου λέει, κι έχει δίκηο, πως αν κάποιος δε Zει με το Ζ κεφαλαίο, ας μη ζήσει και καθόλου. Κι εμείς ζήσαμε έτσι.».

Ότι απόμεινε από τον καθηγητή Ορτίζ και κάποιους συντρόφους του και μας, κηδεύτηκε το 2012. Το στρατόπεδο είχε προ πολλού γκρεμιστεί, το οικόπεδο πουλήθηκε σε ιδιώτη, που έχτισε φυλασσόμενο πολυτελές συγκρότημα κατοικιών. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στη γωνία των οδών Σιμόν Μπολίβαρ και Βενεζουέλας, μπροστά από την ακαδημία πολέμου, στήθηκε το Μνημείο των Στρατώνων Σιμόν Μπολίβαρ.

Επί δικτατορίας Πινοτσέτ (1973-1990), του πολυαγαπημένου φίλου της Μάργκαρετ Θάτσερ, έγιναν αποδεδειγμένα 3197 δολοφονίες αντιφρονούντων και έχουν κατατεθεί μαρτυρίες 28.000 βασανισθέντων από την DINA. Σε 200.000 υπολογίζονται όσοι εξορίστηκαν και στις χιλιάδες μετρούνται αυτοί που «εξαφανίστηκαν» και ακόμη και σήμερα δε γνωρίζουμε την τύχη τους.

«Και βγήκαν [οι βασανιστές] έξω, ελεύθεροι, και όσο ήταν στη φυλακή ήταν στην πιο πολυτελή φυλακή, μια προνομιακή φυλακή, που μακάρι έτσι να ήταν όλες οι φυλακές.. Γιατί όταν μου λένε να κλείσει αυτή η φυλακή, τους λέω όχι, να μείνει, να ξέρουμε, να βλέπουμε [τις εξαιρετικες ειδικες συνθηκες] και να θυμόμαστε πως ο κλεφτοκοτάς θα έπρεπε να έχει περισσότερες ανέσεις από αυτούς, τις δικαιούται περισσότερο. Και αγωνιζόμαστε όλες οι φυλακές να γίνουν έτσι και καλύτερες».

Από τους πάνω από 3.000 βασανιστές και δολοφόνους του Πινοτσέτ, μόνο 250 έχουν αντιμετωπίσει τη δικαιοσύνη και μόνο 51 έχουν φυλακιστεί, στην πολυτελέστερη φυλακή της χώρας. 

H φυλακή χτίστηκε με εντολή του ίδιου Πινοτσέτ, μετά την παραίτησή του από την κυβέρνηση, και παραμονή του ως επικεφαλής του στρατού της χώρας, ώστε να φιλοξενήσει τους συνεργάτες του που δεν θα γλίτωναν από τη δικαιοσύνη. Είναι πολυτελής, άνετη, χωρίς κάγγελα στα παράθυρα, με ξεχωριστό μπάνιο και δορυφορική σε κάθε κελί.  Φτιάχτηκε για 100 κρατούμενους, έχει άνω των 60 προσωπικό, και κόστισε 2,7 εκατομμύρια του 1995. Ο πρώτος της φυλακισμένος, στρατηγός των μυστικών υπηρεσιών Πέδρο Εσπινόζα, κόστιζε μόνος του 21.000 το μήνα, έναντι 800 δολαρίων του κάθε άλλου κρατουμένου στη χώρα. To Ρώυτερς είχε χαρακτηρίσει τη φυλακή ως «γνωστή για τα άνετα κελιά της και τις πολύ πιο χαλαρές συνθήκες που επικρατούν εκεί».

O ρόλος της Αυστραλίας

Το 2016 η ανηψιά της Αντριάνα Ρίβας, κινηματογραφίστρια Λιζέτ Ορόσκο, ξεκίνησε να γυρίζει ένα ντοκυμανταίρ για να αποδείξει την αθωότητα της θείας της, την οποία λάτρευε από παιδί. Στο δρόμο, με την έρευνα, το ντοκυμανταίρ έγινε μια γενναία μαρτυρία για τα εγκλήματα της Ρίβας. Ο τίτλος του, El pacto de Adriana. 

Η Αυστραλία, όπου βρήκε καταφύγιο η Ρίβας, έδωσε καταφύγιο σε πολλούς χιλιάνους την περίοδο της δικτατορίας Πινοτσέτ, υπό τον όρο ότι «δεν θα ανακατεύονταν στα πολιτικά όταν έφταναν στην Αυστραλία». 

Σύμφωνα με το Δρ, Ροδρίγο Ακούνια, μέλος της αυστραλιανής οργάνωσης που εκπροσωπεί τους χιλιάνους πολιτικούς εξόριστους στην Αυστραλία, η Αυστραλία συνεργάστηκε με τις ΗΠΑ τόσο για την πτώση της κυβέρνησης Αλιέντε όσο και για την υποστήριξη της χούντας Πινοτσέτ, σε συνεργασία με τη CIA. Οι μυστικές υπηρεσίες της Αυστραλίας (ASIS) είχαν δικό τους επιχειρησιακό κέντρο στο Σαντιάγο από το 1970 και παρέμειναν εκεί, σε στενή συνεργασία με τη CIA, και μετά την ανατροπή της κυβέρνησης και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας. Οι αποδείξεις για το ρόλο των αυστραλιανών αρχών στην ανατροπή της κυβέρνησης Αλιέντε έχουν συζητηθεί και αναγνωριστεί από το αυστραλιανό κοινοβούλιο ήδη από το 1977 (“Οι αυστραλιανές μυστικές υπηρεσίες εργάζονταν στο πλευρό της CIA, για να πέσει η εκλεγμένη κυβέρνηση της Χιλής”, ήταν το συμπέρασμα). 

Όταν ξεκίνησε το μεγάλο κύμα των εξορίστων, περίπου 6.000 βρήκαν καταφύγιο στην Αυστραλία. Οι περισσότεροι ήταν αριστεροί, αλλά μεταξύ τους υπήρχε και ένας σεβαστός αριθμός πρακτόρων των μυστικών υπηρεσιών, βασανιστών και δολοφόνων. Μία από αυτούς είναι και η Αντριάνα Ρίβας. 

Οι χιλιάνοι ακτιβιστές στην Αυστραλία, μεταξύ των οποίων και η δικηγόρος Αντριάνα Ναβάρο, αγωνίζονται ακόμη να αποχαρακτηριστούν τα έγγραφα υψηλής διαβάθμισης που αποδεικνύουν τη σχέση, συνεργασία και ρόλο των μυστικών υπηρεσιών της Αυστραλίας στην ανατροπή της κυβέρνησης Αλιέντε, την παρακολούθηση αντιφρονούντων και την «φιλοξενία» πρακτόρων σε αυστραλιανό έδαφος.

Αντί επιλόγου:

Το 2007 ο Ντανίλο Πεδρέρος Πάρρα δημοσίευσε τους «Στίχους στη μνήμη του Σιμόν Μπολίβαρ», αποκαθιστώντας το όνομα του Απελευθερωτή. Πήγαινε κάπως έτσι: 

Σταθεροί και σίγουροι

Εκείνοι που κατανοούν την ιστορία τους

Αυτοί μονάχα

Δεν φοβούνται το μέλλον. 

Να θυμάσαι, η μνήμη δεν είναι μνησικακία

Δεν είναι εκδίκηση

Είναι η γαλήνια εγκράτεια

Αυτό που μας δίνει η αγάπη

Όταν ο πόνος περάσει

Από τις τόσο βίαιες απώλειες 

[Εξαιτίας κείνων που] βάζουν μια τιμή στη ζωή

Πάντα σε ξένο νόμισμα

Η μνήμη δεν έχει πλάτη

Ρέει στο σήμερα

Ξέρει τι κουβαλάει

Περπατάει με την αλήθεια

Σαν πανό και σαν προϋπόθεση…