του Δημήτρη Τσίρκα
Αντίθετα, ειδική αρνητική μεταχείριση του επιφύλαξε η κυβέρνηση, πρώτα στερώντας του το δικαίωμα των αδειών, κατόπιν ψηφίζοντας φωτογραφικό νόμο που του απαγορεύει να εκτίσει την ποινή του σε αγροτική φυλακή. Ακόμα όμως και αυτόν τον νόμο που ορίζει τη μεταφορά του στις Φυλακές Κορυδαλλού παραβίασε η κυβέρνηση, εξωθώντας τον σε απεργία πείνας.
Αυτή η παράνομη, εκδικητική και αντιδημοκρατική μεταχείριση ενός κρατουμένου μας αφορά όλες και όλους. Ακόμα και αυτούς που σιχαίνονται τον Δ.Κ. και μισούν τις ιδέες και τη δράση του, αλλά σε περίπτωση που πεθάνει θα έχουν το θλιβερό «προνόμιο» να ζουν στη μοναδική χώρα της Ευρώπης εδώ και τριάντα χρόνια, με νεκρό απεργό πείνας, καθ΄ υπαιτιότητα του κράτους και μάλιστα για ένα αίτημα που οι περισσότεροι ομολογούν ότι είναι σύννομο.
Επιπλέον, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια ιδιωτική βεντέτα, αλλά με την καταστρατήγηση του κράτους δικαίου και την κατάφωρη ακύρωση της ισονομίας. Και αυτές δεν αφορούν μόνο τον Κουφοντίνα, μπορούν να στραφούν εναντίον οποιουδήποτε. Αν η κυβέρνηση αφεθεί να παραβιάζει τους ίδιους της τους νόμους και να μεροληπτεί τόσο απροκάλυπτα σε βάρος ενός ανθρώπου που κινδυνεύει άμεσα η ζωή του, χωρίς συνέπειες, τότε κανείς δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής.
Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που αυτή η κυβέρνηση και ο Μητσοτάκης γράφουν τη νομιμότητα και την ισονομία στα παλιά της παπούτσια. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς: την «ανέμελη» ποδηλατάδα στην Πάρνηθα ή το «στιγμιαίο» γεύμα στην Ικαρία. Εκεί που όλοι οι άλλοι είμαστε αναγκασμένοι να στέλνουμε sms για να ξεμυτίσουμε από το σπίτι και πάντα υπό την επιτήρηση του χωροφύλακα, ο πρωθυπουργός παραβιάζει προκλητικά τα μέτρα που ο ίδιος επέβαλλε, δείχνοντάς μας ότι αυτός είναι υπεράνω του νόμου, ο κυρίαρχος που διατάζει την κατάσταση εξαίρεσης, δίχως να δεσμεύεται από αυτή.
Μια διαρκής εξαίρεση που επιτρέπει στον Χρυσοχοΐδη να αναστέλλει το συνταγματικό δικαίωμα της διαδήλωσης όποτε του κάνει κέφι ή να το καταργεί στην πράξη στέλνοντας την αστυνομία του να δέρνει όποιους τολμήσουν να το εξασκήσουν.
Από την ίδια λογική απορρέουν όλα, αυτή που θέλει την κυβέρνηση να δρα ανεξέλεγκτα με τις πράξεις της να ορίζουν τι είναι δίκαιο, νόμιμο και ηθικό και όχι να ορίζονται από το δίκαιο.
Με τον ίδιο επίσης τρόπο αντιμετωπίζει η κυβέρνηση κάθε αντίδραση στις καταχρήσεις της εξουσίας της. Όσοι αντιδρούν σε απανωτά αυταρχικά περιοριστικά μέτρα που δεν απαντούν σε καμία υγειονομική ανάγκη είναι «ψεκασμένοι» αρνητές της πανδημίας. Όποιοι αντιδρούν στον νόμο έκτρωμα για την πανεπιστημιακή αστυνομία και διαμαρτύρονται για την αναστολή του δικαιώματός τους να διαδηλώνουν, είναι οπαδοί της βίας και της ανομίας.
Και τώρα, όσοι κάνουν εκκλήσεις να μην αφεθεί ο απεργός πείνας να πεθάνει, είναι φίλοι της τρομοκρατίας. Ακόμα και αυτοί που ζητούσαν ευγενικά από την Κατερίνα Σακελλαροπούλου να κάνει μια δήλωση για την υπόθεση, από τον λογαριασμό της στο Facebook, «οργάνωσαν μια επιχείρηση τρομοκράτησης της Προέδρου της Δημοκρατίας», όπως έγραψε το Liberal.
Έχουν δε ένα στρατό από καλοπληρωμένα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης για να πλημμυρίζουν κάθε φορά τον δημόσιο διάλογο με την κυβερνητική προπαγάνδα, να αποκρύπτουν ή να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα για να την χωρέσουν στην κυβερνητική αφήγηση.
Δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό τα έχουν καταφέρει. Οι αντιδράσεις είναι λίγες και κατακερματισμένες, δεν μπορούν να συναντηθούν σε ένα μεγάλο κύμα διαμαρτυρίας που θα ταρακουνήσει σοβαρά την κυβέρνηση.
Αφενός γιατί η κυβέρνηση, με τη μεγάλη προπαγανδιστική δύναμη πυρός που διαθέτει, έχει καταφέρει να επιβάλλει τη δική της άποψη στα περισσότερα επίδικα – ότι τα πανεπιστήμια είναι πράγματι κέντρα βίας και ανομίας που χρειάζονται την αστυνομία για να στρώσουν, ότι αυτοί που δέρνονται στις διαδηλώσεις είναι μπαχαλάκηδες, ενώ εκείνοι που τολμούν να μιλήσουν για τον Κουφοντίνα στηρίζουν την τρομοκρατία.
Αφετέρου, διότι το λοκντάουν και η προληπτική καταστολή δεν επιτρέπουν σε κανένα αγώνα να ξεδιπλωθεί με την απαραίτητη ένταση και διάρκεια ώστε να λειτουργήσει ως σημείο συμπύκνωσης και εκδήλωσης της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Έναν χρόνο τώρα ο κόσμος παραπατάει μουδιασμένος, με την κοινωνική ζωή σε αναστολή να υπεραναπληρώνεται από την εικονική πραγματικότητα των μέσων της Λίστας Πέτσα και τους ανθρώπους να αδυνατούν να χαρτογραφήσουν στο μυαλό τους την κοινωνική ολότητα και τη δική τους θέση εντός της και να συνδέσουν την εμπειρία τους με αυτή των διπλανών τους.
Η κοινωνική αποστασιοποίηση έχει μετατραπεί και σε γνωσιακή κατακερμάτιση. Η κυβέρνηση κυριαρχεί με ένα μείγμα προπαγάνδας και καταστολής. Με τη συντριπτική μηντιακή της υπεροπλία, εξαφανίζει, διαστρεβλώνει ή συκοφαντεί κάθε ανταγωνιστική προς τη δική της αφήγηση, ενώ με την τουρμποενισχυμένη και ασύδοτη αστυνομία της καταστέλλει κάθε δυναμική αντίδραση εν τη γενέσει της. Ο μόνος δημόσιος χώρος που ακόμα δεν έχει καταφέρει να ελέγξει πλήρως είναι το διαδίκτυο, αλλά και εκεί πλέον τα περιθώρια στενεύουν και η λογοκρισία εντείνεται.
Για αυτό και πιστεύει ότι μπορεί να αφήσει τον Δημήτρη Κουφοντίνα να πεθάνει δίχως να επωμιστεί κόστος. Τουναντίον, υπολογίζει ότι μπορεί να έχει και κέρδος, πολλαπλό μάλιστα. Θα μετατοπίσει τη δημόσια συζήτηση μακριά από την υπόθεση Λιγνάδη που τη δυσκολεύει, θα συσπειρώσει την ακροδεξιά βάση της που ζητάει αίμα και θα απομονώσει συλλήβδην τους αντιπάλους της ως συνοδοιπόρους της τρομοκρατίας. Είμαστε ένα βήμα πριν το σημείο χωρίς επιστροφή.