Οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στην εργασία που υλοποίησε η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση Σρέντερ, το 2003, είχαν ως συνέπεια η Γερμανία να αποκτήσει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά σε εργαζόμενους-φτωχούς στην Ευρώπη, οι εργαζόμενοί της δηλαδή να αμείβονται κάτω από τα όρια της φτώχειας. Σε σύνολο ενεργού πληθυσμού 42 εκατομμυρίων, τα 8 εκατομμύρια υποαπασχολούνται με 400 έως 800 ευρώ τον μήνα. Ενώ λοιπόν το κατά κεφαλήν παραγόμενο προϊόν της χώρας αυξήθηκε στη διάρκεια της περιόδου του ευρώ, από το 2001 κι έπειτα, κατά 30%, ο πραγματικός μισθός βρίσκεται σήμερα κάτω από τα επίπεδα του 1990. Η ανταγωνιστική θέση της γερμανικής οικονομίας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη διατήρηση των μισθών σε χαμηλά επίπεδα [1].
Οι μεταρρυθμίσεις Hartz ευνοούσαν τις mini-jobs, δηλαδή τη μερική απασχόληση μερικού χρόνου, και τις midi-jobs, απασχόληση μισού χρόνου. Με μια απλή διαδικασία ένας εργοδότης μπορεί να προσλάβει έναν εργαζόμενο με χαμηλό μισθό, με μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς να εντάσσεται σε συλλογική σύμβαση εργασίας. Από το 2003 έως το 2004 δημιουργήθηκαν 2.000.000 νέες mini-jobs, όπου η πλειοψηφία αφορούσε ήδη απασχολούμενους. Το 2005 δημιουργούνται οι δουλειές με «ένα ευρώ την ώρα» (one euro jobs), επιδοτούμενες θέσεις εργασίας σε κοινωφελείς υπηρεσίες. Το αποτέλεσμα των πολιτικών απορρύθμισης της αγοράς εργασίας στη Γερμανία ήταν να αυξηθούν οι χαμηλοί μισθοί, ενώ η ανεργία εξακολουθούσε να αυξάνεται [2].
***
Η πεποίθηση ότι οι εργαζόμενοι/ες στις οικονομικά ισχυρές χώρες βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση συγκριτικά με τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες στις υπόλοιπες «υπανάπτυκτες» χώρες, έχει την προέλευσή της στις θεωρίες μητρόπολης-περιφέρειας, που διαπερνούν και την Αριστερά. Σύμφωνα με αυτές τις θεωρίες, οι μισθοί στις καπιταλιστικές μητροπόλεις αυξάνονται ως αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης, ενώ οι κοινωνικές αντιθέσεις βρίσκουν τρόπους να διευθετηθούν, χωρίς να αμφισβητείται το κοινωνικό σύστημα. Η ανάπτυξη κάνει δυνατή τη συναλλαγή ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία και αμβλύνει τους ταξικούς ανταγωνισμούς, επιτυγχάνοντας την κοινωνική συναίνεση [3].
Απορρυθμίζοντας την εργασία
Στο πρώτο μέρος της εργασίας του Ντέρε, λοιπόν, περιγράφονται οι μεταρρυθμίσεις της γερμανικής αγοράς εργασίας. Με γνωστά επιχειρήματα, όπως ότι «οι Γερμανοί και οι Γερμανίδες ζούσαν πάνω από τις δυνατότητές τους» ή ότι το γερμανικό κράτος ήταν υπερδιογκωμένο (σ. 6), η γερμανική σοσιαλδημοκρατία υιοθέτησε νεοφιλελεύθερες πολιτικές προκειμένου να αποδομηθεί το κοινωνικό κράτος, να εμπεδωθούν η εξατομίκευση και να επικρατήσει η λογική του ανταγωνισμού.
Οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις στην Γερμανία δημιούργησαν μια ζώνη επισφαλώς εργαζομένων δίπλα στους μόνιμους εργαζόμενους. Η ζώνη επισφάλειας περιλαμβάνει σήμερα αρκετές κατηγορίες, όπως ενοικιαζόμενους εργαζόμενους και συμβάσεις έργου, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό του εργατικού δυναμικού. Αποφασιστικός παράγοντας για την αποδόμηση της εργασίας από τις επιχειρήσεις και το κράτος ήταν η μεγάλη υποχώρηση της οργανωτικής δύναμης των συνδικάτων. Ενώ λοιπόν ο βαθμός συνδικαλιστικής συμμετοχής ήταν γύρω στο 35% το 1980, το 2013 μειώθηκε στο 18% (σ. 13).
Οι μεταρρυθμίσεις Hartz επιβλήθηκαν, μεταξύ άλλων, για να αντιμετωπιστεί ο μεγάλος αριθμός των μακροχρόνια ανέργων. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα, η ανεργία θα έπρεπε να γίνεται στο εξής αντιληπτή ως προσωπική ευθύνη του ανέργου και να αντιμετωπίζεται ως ατομικό πρόβλημα. Παράλληλα, η μερική εργασία θα μείωνε τυπικά την ανεργία, στην πραγματικότητα όμως θα ανάγκαζε τους μόνιμους εργαζόμενους να πειθαρχήσουν, με την απειλή της πτώσης τους στη ζώνη της επισφάλειας.
Προκειμένου να γενικευθεί ο ανταγωνισμός, στις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας εισήχθησαν χρηματοπιστωτικά εργαλεία, όπως οι διαδικασίες αξιολόγησης, διατύπωσης στοχοθεσίας και κατάρτισης προϋπολογισμού με συγκεκριμένα κριτήρια. Στην λογική αυτή, αν ο/η άνεργος/η αρνείται τη θέση εργασίας που του προσφέρεται από τις υπηρεσίες απασχόλησης (δημόσιες ή ιδιωτικές), τότε χάνει τμήμα ή ολόκληρο το επίδομα ανεργίας (σ. 15).
Προσδιορίζοντας την επισφάλεια
Στο δεύτερο μέρος της εργασίας, ο Ντέρε προσεγγίζει την έννοια της επισφάλειας στην εργασία, τις αιτίες που επιλέγεται ως κεντρική στρατηγική του κεφαλαίου και του κράτους, και τις επιπτώσεις στους εργαζόμενους και στις εργαζόμενες. Μια εργασιακή σχέση είναι επισφαλής όταν δεν παρέχει εισόδημα πάνω από το κοινωνικά αναγκαίο όριο διαβίωσης. Η ανασφάλεια στην εργασιακή δραστηριότητα έχει ως αποτέλεσμα την απουσία νοήματος, την έλλειψη συμμετοχής και αναγνώρισης, καθώς και με την ανασφάλεια στο σχεδιασμό της ζωής (σ. 16).
Η συνεχής μετατόπιση από τη ζώνη της επισφάλειας στην ανεργία (ζώνη της απένταξης) και η συχνή αλλαγή εργασιακών χώρων, δημιουργούν ευέλικτους φθηνούς εργαζόμενους, με περιορισμένες δυνατότητες για συλλογικές διεκδικήσεις. Με αυτή τη μεθοδολογία κανονικοποιείται η επισφάλεια ως πρότυπο εργασίας για τους νέους εργαζόμενους.
Σύμφωνα με την νεοφιλελεύθερη αφήγηση, η μοναδική διέξοδος από το καθεστώς της επισφάλειας είναι ο ατομικός δρόμος των συνεχών επιμορφώσεων και της πειθάρχησης στην εργασία. Όμως ο φόβος επιστροφής στη ζώνη επισφάλειας συνεχίζει να επιδρά και μετά την έξοδο, μετατρέποντας την εργασία σε μια συνεχή προσπάθεια διατήρησης της εργασίας.
Η επισφάλεια στην εργασία αποτελεί κύρια “μέθοδο” του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού σε όλη την Ευρώπη προκειμένου να εξασφαλιστεί η διευρυμένη ανάπτυξη και η κερδοφορία του. Η απάντηση των «από κάτω» μέσα από συλλογικούς αγώνες και διεκδικήσεις θα καθορίσει τον κοινωνικό συσχετισμό και τη συνέχεια ή μη της επισφάλειας. Τα κοινά προβλήματα των εργαζομένων στις χώρες τις Ευρώπης διαμορφώνουν ένα ευνοϊκό πεδίο ανάπτυξης ταξικής αλληλεγγύης, ώστε να πολλαπλασιαστεί η αποτελεσματικότητα των αγώνων.