Η Ευρώπη βεβαίως δεν μπορεί παρά να είναι διαιρεμένη ανάμεσα αφενός σε μια «παλαιά» δυτική ηπειρωτική Ευρώπη, με τις συγκριτικά μεγαλύτερες βιομηχανικές δυνάμεις της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας και των άλλων βιομηχανικών κέντρων, και, αφετέρου, στη «νέα» ανατολική Ευρώπη των βαλτικών δημοκρατιών και της Πολωνίας που συμμαχούν περισσότερο με τον αγγλοσαξονικό παράγοντα σε μια λογική διάσπασης της ευρασιατικής ολοκλήρωσης· αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος και της προώθησής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τον αμερικανικό παράγοντα επί της κυβέρνησης Bush του νεωτέρου με τις χαρακτηριστικές δηλώσεις του Donald Rumsfeld περί «παλαιάς» και «νέας» Ευρώπης. Χαρακτηριστικά των αντιθέσεων είναι λ.χ. ότι αφενός είχαμε τη σημαντική επίσκεψη του καγκελάριου της Γερμανίας Olaf Scholz στην Κίνα και την άρνηση της Ολλανδίας να κάνει μποϊκοτάζ στους κινεζικούς ημιαγωγούς, ενώ από την άλλη η Λιθουανία εγκαινίασε διπλωματική αντιπροσωπεία στην Ταϊβάν, ερχόμενη σε μετωπική σύγκρουση με την Κίνα. Ταυτόχρονα έχουμε διπλασιασμό των αμυντικών δαπανών της Πολωνίας στο 5% του προϋπολογισμού με μια πρόθεση να μπορεί να αναπτύσσει 300.000 στρατιώτες προς μεγάλη χαρά των ΗΠΑ που έχουν βρει στη χώρα αυτή την ιδανική σφήνα μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας. Η Πολωνία με κυβέρνηση του ακροδεξιού κόμματος του Νόμου και της Δικαιοσύνης είναι μια χώρα που έχει επανειλημμένως θέσει εν αμφιβόλω τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό, μπορεί, όμως, να το κάνει, εφόσον τα κεφάλαια για τον εξοπλισμό της στρέφονται στις ΗΠΑ και την Ασία. Μια περαιτέρω ανησυχία βεβαίως προκαλείται από το γεγονός ότι εδάφη της δυτικής Ουκρανίας ανήκαν ιστορικώς στην Πολωνία με κίνδυνο έξαψης παλαιών αλυτρωτισμών.
Στο μεταξύ πίσω από τις αμοιβαίες φιλοφρονήσεις ήταν σαφής η διαφορά προσέγγισης στο Ουκρανικό από τους δύο σημαντικούς φιλελεύθερους ηγέτες του δυτικού κόσμου, ήτοι τον Joseph Biden και τον Emmanuel Macron. Ο Γάλλος Πρόεδρος φαίνεται να επιθυμεί σε αυτή τη φάση ειλικρινώς την ειρήνη στην Ουκρανία που είναι σημαντική για τα γαλλικά συμφέροντα, εξ ου και θεωρεί ως αναπόσπαστη την παροχή εγγυήσεων ασφαλείας στη Ρωσία και δυνητικά ακόμη και την ουδετερότητα της Ουκρανίας ως προς το ΝΑΤΟ, ενώ ο Biden έμεινε σε γενικόλογες διακηρύξεις απλά και μόνο για να σώσει τα προσχήματα. Ο Macron υπήρξε ήδη από την αρχή της πρώτης θητείας του θερμός υποστηρικτής της ευρωπαϊκής στρατιωτικής ενοποίησης και γνωρίζει καλά πως αυτή προσκρούει στον εξανδραποδισμό της Ευρώπης από τις ΗΠΑ που αναπόφευκτα θα εμπεδωθεί μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και την εξάρτηση των ευρωπαϊκών βιομηχανιών από το ακριβό και αντιοικολογικό LNG, που θα αντικαταστήσει τη φτηνή ρωσική ενέργεια, ενώ την ίδια στιγμή το αμερικανικό πακέτο 369 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την πράσινη μετάβαση βγάζει εκτός συναγωνισμού τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές εταιρίες.
Στο μεταξύ οι μαζικές διαδηλώσεις που ταράζουν τις ευρασιατικές δυνάμεις δημιουργούν περαιτέρω αστάθεια. Η Κίνα δεν διαθέτει μια επαρκή ανοσοποίηση του πληθυσμού λόγω της προηγούμενης Zero-Covid πολιτικής της με αποτέλεσμα να είναι εκτεθειμένη σε μία κρίσιμη γεωπολιτικώς συγκυρία. Ενώ το Ιράν φαίνεται να υποχωρεί από το να καθιστά τη μαντίλα κυρίαρχο ταυτοτικό ζήτημα, χωρίς να αποκλείονται μελλοντικές παλινωδίες. Η κατάσταση είναι πολύ εκρηκτική λόγω της τουρκικής δραστηριότητας στο Αζερμπαϊτζάν με τη φιλοδοξία μιας σύνδεσης μεταξύ Ανατολικής Μεσογείου και Κασπίας, η οποία θα περνά από τα εδάφη, τον πλήρη έλεγχο των οποίων έχασε η Αρμενία κατά τον τελευταίο πόλεμο με το Αζερμπαϊτζάν. Το τελευταίο είναι, σημειωτέον, ίσως η μοναδική καθαρά φιλονατοϊκή χώρα στην Κασπία με όλα τα σημαντικά γεωπολιτικά διακυβεύματα που αυτό συνεπάγεται. Σε μια εποχή γενικευμένου αναθεωρητισμού, όπου το μεν Ιράν ενδέχεται να επιδιώξει την πυρηνικοποίησή του ως μέσο αποτροπής μιας ξένης επίθεσης, το δε Ισραήλ να θέλει να αποτρέψει ακριβώς την πυρηνικοποίηση αυτή με κάθε κόστος, το Αζερμπαϊτζάν αποτελεί μία χώρα κλειδί, ιδίως σε μια περίοδο όπου η Ευρώπη έχει ανάγκη από τον ορυκτό του πλούτο.
Οι εξελίξεις αυτές της τελευταίας περιόδου δείχνει ότι είναι μάλλον αφελές το αφήγημα περί μιας σύγκρουσης μεταξύ αφενός των φιλελεύθερων δημοκρατιών και αφετέρου των «αυταρχισμών», ενώ παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον να μελετά κανείς τις εντάσεις που υφέρπουν τόσο μεταξύ της λεγόμενης «συλλογικής» Δύσης, όσο και των αναδυόμενων χωρών της Ασίας.