του Αλέξανδρου Γαστεράτου

Φαίνεται ότι εκτός από τους πρόσφυγες – ασύμμετρη απειλή, η ΝΔ εμφανίζει και το «επιχείρημα» πρόσφυγες ίσον βιολογικό όπλο στα χέρια της Τουρκίας. Την ώρα που η κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να ελέγξει τις υγειονομικές συνθήκες στις δομές κράτησης προσφύγων και μεταναστών, τις οποίες ο ίδιος ο αρμόδιος υπουργός της, δηλώνει ότι δεν είναι καθόλου καλές, προσθέτει σε όλους τους υπόλοιπους χαρακτηρισμούς – που κατά καιρούς έχουν προσδώσει στελέχη της σε πρόσφυγες και μετανάστες – και τον χαρακτηρισμό επί της ουσίας του «βιολογικού όπλου».

Φυσικά δεν περίμενε κανείς από τη ΝΔ να υψώσει την παντιέρα του αντιρατσισμού. Κανείς δεν περίμενε ακόμα και το να αναφερθεί καλοπροαίρετα ένα στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος σε «ξένους», εκτός αν μιλάμε για επενδυτές. Ωστόσο το να επιμείνει ο Συρίγος στην «απειλή», θεωρώ πως έχει να κάνει κατά βάσει, με επικοινωνιακή πολιτική.

Την ώρα που ο Συρίγος μιλάει για θερμό επεισόδιο και δημιουργεί στον λόγο του ένα πολεμικό σχήμα για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, θέμα εύφλεκτο για την ελληνική κοινωνία, παράλληλα κάνει σαφή αναφορά σε κατατρεγμένους ανθρώπους λέγοντας ότι θα χρησιμοποιηθούν σαν όπλο. Ένα όπλο για έναν πόλεμο που δεν υπάρχει, για μια κυβέρνηση που το προηγούμενο διάστημα αποκαλούσε μάλιστα και «ασύμμετρη απειλή».

Δεν είναι λίγες οι φορές που εκπρόσωποι των κυβερνώντων κομμάτων επιχειρούν να δημιουργήσουν πολεμικό κλίμα, σε άμεση σύνδεση με ένα ευρύτερο κλίμα φόβου που ίσως ήδη επικρατεί. Η έννοια του πολέμου κρύβει μέσα της την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Μια ικανή συνθηκη στην οποία όλα επιτρέπονται…«για το καλό μας».

Από τη στιγμή που βρισκόμαστε σε πόλεμο, δεν πειράζει η κυβέρνηση να νομοθετήσει και το κάτι τις παραπάνω, εξού και ο «πόλεμος» με τον κορονοϊό. Από τη στιγμή που είμαστε σε πόλεμο δεν πειράζει η κυβέρνηση να περιστέλλει τις ατομικές ελευθερίες. Από τη στιγμή που είμαστε σε πόλεμο πρέπει όλοι να συναινούν στο κυβερνητικό έργο. Όποιος δεν το κάνει είναι αντικοινωνικός και χειρότερα, προδότης του κοινού «εθνικού σκοπού».

Ωστόσο οι πολεμικές ιαχές εκτός από το να προλάβουν καταστάσεις και να «προειδοποιήσουν» για τη συμπεριφορά της κυβέρνησης εναντίον όποιου δεν συντάσσεται με το έργο της, έχουν και τη χρησιμότητα του να στρέψουν τη κοινωνία εναντίον όσων αντιδρούν ή πρόκειται να αντιδράσουν. Εναντίον αυτών που στην παρούσα φάση δεν αφήνουν το κυβερνητικό έργο να διαλύει εργασιακά δικαιώματα και να περνάει αντιλαϊκά μέτρα εκμεταλλευόμενο την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χωρίς τουλάχιστον να της ασκείται έντονη κριτική.

Η έννοια του πολέμου το τελευταίο διάστημα χρησιμοποιήθηκε εις διπλούν από την κυβέρνηση και τις δύο φορές εντός καταστάσεων που η ίδια δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Η κυβέρνηση ουσιαστικά χρησιμοποιώντας το πολεμικό κλίμα, απαιτούσε τη συναίνεση των πολιτών στο κυβερνητικό έργο. Κάθε κριτική σε αυτό, δεν θα ήταν της παρούσης, καθώς θα αντίβαινε τον «κοινό» υποτίθεται σκοπό στον οποίο όλοι θα έπρεπε να συμβάλλουν σαν καλοί στρατιώτες. Είτε αυτός είναι ο πόλεμος με τον αόρατο εχθρό κορονοϊό, είτε με την «ασύμμετρη απειλή», στα βόρεια σύνορα της χώρας.

Ουσιαστικά η κατάχρηση σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα μιας τόσο φορτισμένης έννοιας, καταδεικνύει επί της ουσίας την ανεπάρκεια της πολιτικής της κυβέρνησης. Μια ανεπάρκεια που τρέχει να καλυφθεί με τον μανδύα του στρατηλάτη απέναντι σε έναν πόλεμο που δεν υπάρχει αλλά στον δρόμο της η κυβερνητική «εκστρατεία», παρασέρνει τα πάντα. Στον δρόμο για την αντιμετώπιση της πραγματικής απειλής του κορονοϊού, που έχει δυστυχώς επηρεασει σχεδόν όλο τον πλανήτη, η κυβέρνηση καταπάτησε εργασιακά δικαιώματα. Την ίδια ώρα έκανε δώρα εκατομμυρίων σε φίλια ΜΜΕ, εφοπλιστικές εταιρείες και ιδιωτικές κλινικές. Κατά τη διάρκεια του προηγούμενου «πολέμου» στον Έβρο πριν από έναν μήνα, η κυβέρνηση αν μη τι άλλο καταπάτησε κανόνες του διεθνούς δικαίου.

Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, θα μπορούσα να δεχτώ ότι δύο ζητήματα τα οποία η κυβέρνηση δεν περίμενε ότι θα αντιμετωπίσει, από τη μία δηλαδή την ένταση της προσφυγικής κρίσης και από την άλλη τη κρίση του ΕΣΥ από τον κορονοϊό, έσκασαν στα χέρια της. Παρόλα αυτά η ανεπάρκεια και η διάψευση της πολιτικής που ήθελε να εφαρμώσει, σωριάστηκαν φαρδιά πλατιά στο «πεδίο της μάχης» του πολέμου της.

Από τη στιγμή λοιπόν που η κυβέρνηση δεν τα κατάφερε, είχε δύο δρόμους. Ο πρώτος είχε να κάνει, έστω και την ύστατη στιγμή, με την προσπάθεια «να σώσει ο,τι σώζεται» και σε αυτή δε θα μπορούσε να αποφύγει το πολιτικό κόστος. Ο δεύτερος τον οποίο και διάλεξε, έχει να κάνει με την επικοινωνιακή διαχείριση. Τα επιτελεία του Κυριάκου Μητσοτάκη έπεσαν πάνω από τη κυβέρνησή του για να βγει από την κρίση μόνο με μερικές γρατζουνιές και να είναι και διπλά κερδισμένη, σε περίπτωση που κατορθώσει να εφαρμόσει και μέρος του προγράμματός της.

Έρχεται λοιπόν συνειρμικά το ερώτημα:

Τελικά οι εχθροί της κυβέρνησης είναι στη πραγματικότητα ορατοί ή αόρατοι;

Ο Άγγελος Συρίγος πέρα από τον ξεκάθαρο ρατσισμό του να συνδέσει τους πρόσφυγες με κάποιου είδους βιολογικό όπλο, έκανε ακριβώς αυτό που θα έπρεπε να κάνει ένας γνωστός διεθνολόγος, στα χέρια της κυβέρνησης, να χρησιμοποιήσει δηλαδή τη δημόσια εικόνα του, για να συμβάλλει και αυτός με τη σειρά του στο πολεμικό κλίμα.

Ωστόσο η δομή της Ριτσώνας στην οποία βρέθηκαν άνθρωποι προσβεβλημένοι από τον κορονοϊό, δεν είναι φυλακή αιχμαλώτων κάποιου πολέμου. Είναι ένας χώρος σαν τους πολλούς που υπάρχουν, όπου άνθρωποι που ξέφυγαν από τον πόλεμο και τη φτώχεια συνωστίζονται και διαβιούν συνήθως κάτω από άθλιες συνθήκες υγιεινής, ευελπιστώντας ότι κάποτε θα καταφέρουν να φύγουν ή να μείνουν και να φτιάξουν μια ζωή. Παρόλα αυτά αντί να υπάρξει σχέδιο εκκένωσης των άθλιων ΚΥΤ, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες μαντρώνονται εντός τους για να μην ενοχλήσουν τους έξω. Αυτή είναι η λογική της κυβέρνησης που κρύβει όλα τα ζητήματα στα οποία δεν μπορεί να ανταποκριθεί κάτω από το χαλί. Αυτή είναι και η λογική της «ασύμμετρης απειλής» και του «βιολογικού όπλου».

Ελπίζω μόνο όταν θα βγούμε από αυτή τη κρίση του κορονοϊού, να μην εχουμε συνηθίσει τις δυστοπίες. Ακόμα όμως και μένοντας στα σπίτια μας κάποιοι δίνουμε τη μάχη της ενημέρωσης για να μην μπορεί κανείς να πει ότι δεν γνώριζε. Για να μη μένουν οι κυβερνητικές πολιτικές στο απυρόβλητο, μπροστά στον «πόλεμο» που εξαπολύεται κάθε φορά. Μόνο που στους επικοινωνιακούς πολέμους ένας είναι ο χαμένος και αυτός είναι ο φτωχός λαός.