Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για την έγκριση ή μη του σχεδίου συντάγματος που εκπόνησε η σχετική, δημοκρατικά εκλεγμένη, συντακτική συνέλευση της Χιλής ήταν, δυστυχώς, αναμενόμενο. Το κλίμα που είχε διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες έδειχνε ξεκάθαρα πως το σχέδιο θα απορριφθεί. Και όσο και αν ήταν εμφανείς οι στρεβλώσεις και τα ψεύδη της αντίδρασης στο απελευθερωτικό ρεύμα, ομοίως ήταν εμφανές και ένα δεδομένο που φαίνεται να ξεχνάμε: η επιλογή Μπόριτς, για τη διεκδίκηση του χρίσματος, ήταν ήδη μια επιλογή συμβιβασμού και οπισθοδρόμησης από πλευράς των αριστερών ηγεσιών και των κομματικών μηχανισμών, σε αντίθεση με την επιλογή Χάδουε, η οποία και ήταν προφανέστατα πιο κοντά στο λαϊκό κίνημα και αίσθημα. 

Το αποτέλεσμα του πρόσφατου δημοψηφίσματος είναι αποτέλεσμα και όλων όσων ήδη έχουν καταγραφεί, ας μην παρεξηγηθώ. Η περσινή εκλογική αναμέτρηση μεταξύ του ακροδεξιού Καστ και του αριστερόστροφου Μπόριτς είχε δείξει πως το κλίμα ήταν πολωμένο και ήδη σε ένα μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων δεν «ίδρωνε αυτί» στο άκουσμα θετικών γνωμών για τον Πινοτσέτ και την περίοδο της χούντας. Όμως, η κατακόρυφη πτώση της δημοφιλίας του Μπόριτς μέσα στον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης, είναι επίσης ενδεικτική των προβλημάτων της ασυμφωνίας της (ας την πούμε) αριστερής κυβέρνησης και του λαϊκού κινήματος.

Η ηγεσία της αριστεράς, κι όχι ο χιλιάνικος λαός, φάνηκε λίγη εξ αρχής και επιβεβαίωσε τη μικρότητά της αυτό τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης. Επέλεξε τη μη πλήρη ρήξη με τη χιλιανή ελίτ, επέλεξε πολιτικούς συμβιβασμούς ως κυβερνώσα αριστερά, επέλεξε να μην προχωρήσει – με ρήξεις- στα καυτά ζητήματα της παιδείας και της υγείας, και το πλήρωσε, όπως ακριβώς το πλήρωσε και η χώρα μας σε αντίστοιχες επιλογές. Ο ανασχηματισμός στον οποίο προχώρησε αμέσως μετά το δημοψήφισμα ο Μπόριτς, ανασχηματισμός – βήμα προς τα δεξιά, επιβεβαιώνει την απαξία που επιφυλάσσει προς τον Μπόριτς και ένα σεβαστό κομμάτι του κόσμου της αριστεράς. 

Το νέο Σύνταγμα έπεσε θύμα δύο συνιστωσών που δεν καταγράφονται, όμως, και οφείλουν να ανήκουν στην περίφημη αυτοκριτική. Η μία είναι αυτή η ατολμία, η ανικανότητα της κυβέρνησης να δράσει πολιτικά σε αντιστοιχία με το κοινό αίσθημα που την ανέδειξε. Η δεύτερη ήταν το ίδιο το προϊόν – σχέδιο συντάγματος. Με περιορισμένο χρόνο – έπρεπε μέσα σε ένα έτος μετά τις εκλογές να παραδοθεί – και με δαμόκλειο σπάθη πάνω από κάθε άρθρο το πως έπρεπε να εγκριθεί από τα δύο τρίτα των συνέδρων και όχι από το 50%+1 – ιδέα του Μπόριτς κι αυτό – και με πολλαπλές και δύσκολες να συναντηθούν γραμμές, το σχέδιο συντάγματος που προέκυψε ήταν άλλοτε άτολμο  και άλλοτε μαξιμαλιστικό, μια ανισορροπία που εύκολα εκμεταλλεύτηκε ο αντίπαλος. Ο οποίος και χρησιμοποίησε την ίδια τη δημοκρατία εναντίον μας: όλες οι διαδικασίες ήταν ανοικτές στο κοινό, όλο αυτό το έτος. Οι μαξιμαλιστικές θέσεις – ειδικά αυτές που απορρίφθηκαν –  χρησιμοποιήθηκαν από τη δεξιά που, έχοντας τους μηχανισμούς επικοινωνίας και το χρήμα στα χέρια της, τόνισε, υπερτόνισε ή διαστρέβλωσε όπως την συνέφερε. Προτάσεις που δεν έγιναν δεκτές ήταν αυτές που κυριαρχούσαν στα κανάλια, μεγαλοποιούνταν, αλλοιώνονταν ώστε να σπείρουν τρόμο, σε μια (εν τέλει επιτυχή) προσπάθεια να παρουσιαστεί η συντακτική συνέλευση ως μια δράκα ακραίων στοιχείων εκτός κοινωνίας, και όχι ως «κομμάτι του λαού» – η δεύτερη αυτή, η λαϊκή, εικόνα, ήταν η εικόνα που όλες οι δημοκρατικές δυνάμεις της Χιλής είχαν μετά την εκλογή της. Σε αυτό, προσετέθη και η λευκή «αριστερή» ελίτ, που δεν στήριξε το σχέδιο, τρομοκρατημένη από την αναφορά σε μια «πολυεθνική Χιλή», μια Χιλή που αναγνωρίζει τα δικαιώματα των ιθαγενικών λαών και άρα τους επιτρέπει συμμετοχή στην κυβέρνηση, δικό τους σύστημα απονομής δικαίου και δικές τους αρχές ασφαλείας. Τι σημαίνει αυτό για την οικονομία της Χιλής που συνεχίζει να καταληστεύει τα ιθαγενικά εδάφη, και πως μεταφράζεται σε επίπεδο καθημερινότητας είναι σαφές: το «θα μας πάρουν τα σπίτια οι κομμουνιστές» είναι εκεί σήμερα «θα μας πάρουν τα ορυχεία, τα δάση, το νερό οι ιθαγενείς». Είναι χαρακτηριστικό πόσο χρησιμοποίησε η δεξιά αυτούς τους φόβους στην εκστρατεία της για την απόρριψη του σχεδίου συντάγματος. Ουκ έστι αριθμός σε δημοσιεύματα και εκπομπές για «κατάργηση της ιδιοκτησίας» ή «μετατροπής των λευκών σε πολίτες β’ κατηγορίας» που σκορπούσαν τον τρόμο σε όσους δεν έμπαιναν ή δεν μπορούσαν να μπουν στον κόπο να διαβάσουν οι ίδιοι το σχέδιο των 178 σελίδων.