του Αντώνη Ανδρουλιδάκη

Έριξε απάνω της ένα κρεμασμένο πανωφόρι κι η ρόμπα της, από μέσα, παρδαλή παρδαλή και πολύχρωμη, έφτιαχνε ένα χοντρό λουλουδάτο σειρήτι λίγο πιο πάνω απ’ τους αστραγάλους. Λες και τσαλαβουτούσε ξυπόλυτη σε ανθιστά περβόλια και κρεμαστήκανε πάνω της τα λουλουδικά που δεν αντέχανε, λέει, άλλο το χώμα.
 
Ανασκουμπώθηκε κι έσφιξε με τα δυο χέρια της το παλτό λες κι αγκάλιαζε το λαιμό της. Μα τα σοσόνια της, δεν λέγαν τα άτιμα να αγκαλιάσουνε τα πόδια της, δεν λέγανε να σταθούνε, που ΄χαν ξεχειλωμένα τα λάστιχα. Σοσόνια! Τι σοσόνια! Κάλτσες του αντρού της, ήτανε. Λίγο ακόμη και θα της φτάναν ως τα γόνατα. Μα τα είδαν τσακισμένα, φαίνεται και λιγώθηκε το λαστιχένιο σφίξιμο τους, σάμπως να τα λυπηθήκανε. Τέτοια γονατιστά γόνατα δεν ματαγίνηκαν στη λάτρα των σπιτιών και στη λατρεία των ανθρώπων που αγάπησε.
 
Στις βιτρίνες των μαγαζιών κοίταζε τα μαλλιά της. Δεν είχε μάτια αυτή για τα πολυτελή των άλλων. Κάθε βιτρίνα κι όλο πιο λευκά, της φαίνονταν. «Τι τα θένε όλα ετούτα φώτα και τα γυαλιστερά τζάμια», αναρωτήθηκε. «Ίσα για να γυαλίζουνε τα λευκά μαλλιά των γερασμένων γυναικών» σκέφτηκε και σαν να βλαστήμησε.
 
Αγόρασε μια βαφή. Νούμερο τάδε της Κόλεστον. Σαντρέ! Σαντρέ θα τα έβαφε. Θυμάται τη συγχωρεμένη τη μάνα της. Να πας να μου πάρεις μπογιά για τα μαλλιά. Σαντρέ νούμερο τάδε της Κόλεστον. Ποτέ της δεν κατάλαβε ετούτο το σαντρέ. Και σαντέσσερα να το λέγανε, το ίδιο της έκανε. «Σαντρέ, σαντρέ!» έκανε μέσα της με επιμονή λες και κάποιος της αμφισβητούσε την επιλογή.
 
Σαν γύρισε στο σπίτι, απ’ τον ίδιο δρόμο, με τα ίδια παραιτημένα σοσόνια να κρέμονται γύρω απ’  τους αστραγάλους της, έβαλε τα πλαστικά γάντια και τ’ άλλα χρειαζούμενα της βαφής και κλείστηκε στο μπάνιο με τα χέρια μουτζουρωμένα σαν ένα κορίτσι του Δημοτικού σε κάποιο μάθημα καλλιτεχνίας.
 
Ήταν άγρια τα μαλλιά της. Από χρόνια ήταν άγρια. Ήταν άγρια και τα χρόνια, ιδιαίτερα για ανθρώπους που δεν είχαν στίλβωντα μαλλιά και σφιχτά σοσόνια.
 
Άπλωνε τη βαφή στα μαλλιά της με την επιδεξιότητα ενός μικρού παιδιού.
 
«Οι άνθρωποι», συλλογίστηκε, «δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα μαλλιά τους. Τ’ αφήνουν να κρέμονται, παραδομένα, σαν κάλτσες του αντρός τους. Τα πιάνουν κότσους μπας και ψηλώσουν μια σταλιά. Τα γδέρνουν και τα κρεπάρουν, για να μην ταλαιπωρήσουν τη ψυχή τους. Ποιός να ξέρει. Μα, τα μαλλιά δεν πονούν. Τα μαλλιά αντέχουν να μένουν αχάϊδευτα. Άλλοι πάλι τα ρίχνουνε στους ώμους και τα παρατάνε εκεί σαν ορφανά. Κι ύστερα άλλοι, τι παράξενοι που είναι οι άνθρωποι στ’ αλήθεια, τα ψευτίζουνε όλο καμπύλες και νάζια σαν κοριτσόπουλα. Άλλοι τα βρέχουν με νερό και πανάκριβα καλλυντικά, αφού τα δάκρυα στις μέρες μας κοστίζουν. Κι άλλοι τα κουρεύουν γουλί μην τύχει και κοιμηθούνε με καμιά Δαλιδά και τους κλέψει, λόγου χάρη, τη δύναμη».
 
Αγαπούσε τα μαλλιά της κυρίως γιατί όποτε κι αν χρειάστηκε ήταν εκεί για να κρύψουν τα μάτια της. Ακόμη και το πρόσωπο της έκρυβαν, αν χρειαζόταν καμιά φορά. Όσο όμως για την ίδια της τη ζωή, ήταν αχρείαστο ένα τέτοιο κρυφτό.
 
Τα πατίκωσε σαν τίποτα σχολικά τετράδια που έχουν τις άκρες τους τσακισμένες για να ισιώσουνε. Έτσι λέγανε οι οδηγίες της βαφής σαντρέ, νούμερο τάδε της Κόλεστον.
 
Η κυρά Χρυσούλα έκλεινε τον Νοέμβρη τα εξήντα εφτά. Στους γέρους ανθρώπους, καθώς λένε, ο καρκίνος καταπίνει αργά τη ζωή. Σαν να θέλει να την απολαύσει πιο πολύ.
 
Στο γιατρό που της ξεκίνησε τις χημειοθεραπείες δεν είπε κουβέντα για τη βαφή σαντρέ νούμερο τάδε της Κόλεστον. Μα δεν θα έχανε τα μαλλιά της έτσι αχρωμάτιστα. Όσο και να το πεις, είχε η βαφή της μιαν αποκοτιά. Ένα χρώμα κόντρα στην ματαίωση των χρωμάτων. Μια μπογιά για να φανεί πως περνάει η μπογιά της ακόμη. Να του δείξει «εκείνου»!
 
«Γιατρέ, πρέπει να ζήσω έναν χρόνο ακόμη. Έναν χρόνο. Έναν ολόκληρο χρόνο» είπε πριν μπει στο μηχάνημα. «Έπαιρνα μια σύνταξη 1200 ευρώ. Τώρα παίρνω 700. Τέλος πάντων. Ο γιος μου, είναι άνεργος με οικογένεια και έχει καρκίνο. Είναι κι αυτός στις χημειοθεραπείες. Γιατρέ, μην κοιτάς τα βαμμένα μου μαλλιά. Πρέπει να ζήσω ακόμη έναν χρόνο. Να περάσει η μπογιά μου στο χάρο, για έναν χρόνο ακόμη, όσο να παίρνω αυτή την έρμη σύνταξη και να βοηθώ το παιδί μου. Ένα χρόνο ακόμη, γιατρέ. Έναν χρόνο να περνά η μπογιά μου στο χάρο, αφού καθώς λένε στους γέρους ανθρώπους ο καρκίνος καταπίνει πιο αργά τη ζωή».     
 
Άγγιξε κι ο γιατρός τα καλοχτενισμένα μαλλιά του και του φανήκαν σκληρά, μαύρα και άγρια. Μνημόνεψε από μέσα του την πεθαμένη μάνα του κι αυτός. Την μάνα στα χρόνια του Μνημονίου.