του Glenn Greenwald για το The Intercept

Η δημοφιλία του Τεμέρ έχει καταρρεύσει σε μονοψήφια νούμερα. Οι πιο κοντινοί πολιτικοί του σύμμαχοι – οι ίδιοι αξιωματούχοι που υποκίνησαν την καθαίρεση της Ρούσεφ και τον τοποθέτησαν στην προεδρία – πρόσφατα έγιναν οι επίσημοι στόχοι μίας εν εξελίξει ποινικής έρευνας. Ο ίδιος ο πρόεδρος εμπλέκεται σε νέες αποκαλύψεις, σωζόμενος μόνο από τη νομική ασυλία που απολαμβάνει. Είναι σχεδόν αδύνατο να φανταστεί κανείς μία προεδρία να καταρρέει τόσο ολοκληρωτικά και γρήγορα όσο αυτή του μη εκλεγμένου πολιτικού που επιβλήθηκε από τις ελίτ στον βραζιλιάνικο πληθυσμό στη συνέχεια της καθαίρεσης της Ντίλμα.

Η αηδία που δικαίως δημιουργήθηκε από όλες αυτές τις αποτυχίες τελικά εξερράγη την περασμένη εβδομάδα. Μία πανεθνική απεργία και επεισοδιακές διαδηλώσεις σε διάφορες πόλεις, παρέλυσε μεγάλο μέρος της χώρας την Παρασκευή, κλείνοντας δρόμους, αεροδρόμια και σχολεία. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη απεργία στη Βραζιλία τουλάχιστον τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Οι διαδηλώσεις ήταν κατά το μεγαλύτερο ποσοστό ειρηνικές, αλλά συνέβησαν και μεμονωμένα περιστατικά βίας.

Η πιο άμεση αιτία θυμού είναι ένα πακέτο «μεταρρυθμίσεων» που η κυβέρνηση Τεμέρ προωθεί, το οποίο περιορίζει τα δικαιώματα των εργαζόμενων, ανεβάζοντας το όριο συνταξιοδότησης για αρκετά χρόνια και περικόπτοντας διάφορα επιδόματα σύνταξης και κοινωνικής ασφάλισης. Αυτά τα μέτρα λιτότητας επιβάλλονται σε περίοδο μεγάλων βασάνων, με τους ρυθμούς ανεργίας να ανεβαίνουν δραματικά και την κοινωνική πρόοδο της περασμένης δεκαετίας, που έβγαλε εκατομμύρια ανθρώπους από την φτώχεια, να καταρρέει. Όπως ανέφεραν οι New York Times την Παρασκευή: «Η απεργία αποκάλυψε τη βαθιά δυσφορία στη βραζιλιάνικη κοινωνία για την κυβέρνηση Τεμέρ και τις πολιτικές της.»

Αλλά η πραγματική αιτία είναι ευρύτερη και συνηθισμένη μακριά από τη Βραζιλία. Τα τελευταία τρία χρόνια, οι Βραζιλιάνοι παρακολουθούν την μία αποκάλυψη μετά την άλλη για εκτεταμένη διαφθορά που διεισδύει στην πολιτική και οικονομική τάξη της χώρας.

Ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων και για χρόνια πολιτικοί ηγέτες βρίσκονται ση φυλακή. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνεται ο επικεφαλής του βραζιλιάνικου κατασκευαστικού κολοσσού Odebrecht, ο πρόεδρος της Βουλής που προήδρευε κατά την καθαίρεση της Ντίλμα και ο πρώην κυβερνήτης της πολιτείας του Ρίο ντε Τζανέιρο. Ο σημερινός πρόεδρος της Βουλής, ο πρόεδρος της Γερουσίας και εννέα από τους υπουργούς του Τεμέρ βρίσκονται τώρα στόχοι ποινικής έρευνας για δωροδοκία και ξέπλυμα χρήματος, όπως και πολλοί κυβερνήτες.

Εν ολίγοις ένα τεράστιο μέρος της ανώτατης πολιτικής και οικονομικής ελίτ έχει αποδειχθεί βαθιά διεφθαρμένο. Δισεκατομμύρια επί δισεκατομμυρίων έχουν κλαπεί από το βραζιλιάνικο δημόσιο. Ηχογραφήσεις που διέρρευσαν πρόσφατα από τις δικαστικές καταθέσεις του Marcelo Odebrecht, γόνου μίας από τις πλουσιότερες οικογένειες της Βραζιλίας, περιγράφουν μία χώρα που κυβερνάται σχεδόν ολοκληρωτικά μέσω δωροδοκιών και εγκληματικότητας, ανεξάρτητα από την ιδεολογία ή το κόμμα των πολιτικών ηγετών.

Ωστόσο, ακόμα και με την αποκάλυψη αυτής της εκτενούς και ασύγκριτης διαφθοράς των ελίτ, το τίμημα που πληρώνεται πέφτει ολοκληρωτικά στα θύματα – απλούς πολίτες – ενώ οι θύτες ευημερούν. Οι ίδιοι βραζιλιάνοι πολιτικοί που εμπλέκονται στην ποινική έρευνα εξακολουθούν να κυβερνούν στην Μπραζίλια, καθώς απολαμβάνουν ουσιαστική ασυλία από το νόμο. Επιπλέον, συνεχίζουν να εξαιρούν τους εαυτούς τους από τη λιτότητα που επιβάλλουν σε όλους τους άλλους.

Φανταστείτε να είστε ένας βραζιλιάνος εργάτης, να δουλεύετε σε συνθήκες φτώχειας, να περνάτε χρόνια ακούγοντας ιστορία για το πώς στελέχη επιχειρήσεων δωροδοκούσαν πολιτικούς αξιωματούχους με εκατομμύρια δολάρια για να κερδίζουν με διαφθορά δημόσιες συμβάσεις – δωροδοκίες που αυτοί οι εκλεγμένοι πολιτικοί χρησιμοποίησαν για γιοτ, πολυτελή αμάξια και συνεχή ψώνια στην Ευρώπη – για να σου πουν τώρα ότι δεν υπάρχουν χρήματα για τη σύνταξή σου και πρέπει να δουλέψεις περισσότερα χρόνια, με λιγότερα επιδόματα, ώστε να σώσεις τη χώρα. Αυτό είναι το παραμύθι που ακούν οι βραζιλιάνοι πολίτες. Το μόνο που προκαλεί απορία είναι ότι αυτές οι διαδηλώσεις χρειάστηκαν τόσο χρόνο για να ξεκινήσουν.

Αλλά αυτή η ηθική διαστροφή – στην οποία τα συνήθη θύματα σηκώνουν το βάρος των εγκλημάτων των ελίτ – είναι γνώριμη σε πολίτες πολύ μακριά από τη Βραζιλία. Στην πραγματικότητα, ένας από τους βασικούς υπαίτιους της βραζιλιάνικης συμφοράς – η οικονομική κρίση – ήταν πρωτοπόρος σε αυτήν την οικονομική φόρμουλα.

Οι παράτολμοι τυχοδιώκτες και οι οικονομικοί μάγοι που είναι υπεύθυνοι για την οικονομική κατάρρευση δεν πλήρωσαν τίποτα για τη ζημιά που προκάλεσαν. Μέχρι σήμερα, κανείς από αυτούς δεν έχει διωχθεί για την οικονομική στρεψοδικία που δημιουργήθηκε. Ακόμη χειρότερα, η αμερικανική κυβέρνηση κινήθηκε γρήγορα για να προστατεύσει τα συμφέροντα των θυτών – να τους σώσει με δημόσια χρήματα, να τους προστατεύσει από την εθνικοποίηση ή τη διάσπαση, διατηρώντας την ικανότητα τους να λεηλατούν με ελάχιστο κίνδυνο για τον εαυτό τους.

Την ίδια στιγμή, τα θύματα του τυχοδιωκτισμού – συνηθισμένοι Αμερικανοί – αναγκάστηκαν να σηκώσουν όλο το βάρος της κατάρρευσης. Εκατομμύρια αντιμετώπισαν πλειστηριασμούς, ανεργία και γενική οικονομική δυστυχία με ελάχιστη ή καθόλου βοήθεια από την αμερικανική κυβέρνηση, που ήταν απασχολημένη με την προστασία των υπευθύνων. Πάνω απ όλα, ήταν αυτή η ανισότητα που προκάλεσε κινήματα διαμαρτυρίας όπως το Occupy Wall Street και το Tea Party και σύμφωνα με μία άποψη έβαλε τα θεμέλια για τη δυσαρέσκεια και την έλλειψη εμπιστοσύνης που οδήγησε στην προεδρία Τραμπ.

Η συζήτηση για την αμοιβή 400.000 δολαρίων του Μπαράκ Ομπάμα από μία εταιρεία της Wall Street για μία ομιλία ξέσπασε όχι γιατί αποδείκνυε ότι είχε δράσει παράνομα ή ακόμα και ανήθικα κατά την προεδρία του. Περισσότερο συμβόλιζε, με ξεκάθαρο τρόπο, τον ολιγαρχικό χαρακτήρα της αμερικανικής πολιτικής κουλτούρας. Ο ίδιος πρόεδρος που επανειλημμένα έδρασε για να προστατεύσει την οικονομική βιομηχανία αφού αυτή κατέστρεψε την παγκόσμια οικονομία και που προστάτευσε τους ηγέτες της από ποινικές διώξεις, απολάμβανε τα αντίτιμα.

Στην Ευρώπη, η ίδια δυναμική κυριαρχεί. Θυμωμένοι ψηφοφόροι στο Ηνωμένο Βασίλειο επικύρωσαν το Brexit, ενώ οι κάποτε φιλελεύθεροι πληθυσμοί στη Δυτική Ευρώπη είναι επικίνδυνα ανοικτοί σε εθνικιστικά και ξενοφοβικά κόμματα. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτήν την τάση καθοδηγείται από την συχνά σωστή άποψη ότι οι κορυφαίοι οργανισμοί είναι εντελώς αδιάφοροι για την δυστυχία και την απομόνωσή τους και επανειλημμένα δρουν για να προωθήσουν τα συμφέροντα μιας μικρής ομάδας οικονομικά και πολιτικά ισχυρών εις βάρος όλων των άλλων. Φυσικά αυτή η άποψη θα προκαλέσει αστάθεια, δυσαρέσκεια και συλλογικό θυμό.
Η λιτότητα και η στέρηση που επιβάλλεται στους Βραζιλιάνους δεν είναι ούτε βοηθητική ούτε ξαφνική. Αντίθετα, ήταν ο βασικός στόχος της καθαίρεσης πέρσι της προέδρου της χώρας.

Το αριστερό κόμμα που κυβερνούσε στην Βραζιλία από το 2002 (το κόμμα των Εργατών: PT) έγινε όλο και πιο νεοφιλελεύθερο και προσοδοφόρο για την ολιγαρχική τάξη της χώρας, συχνά εις βάρος της δικής του βάσης των μελών σωματείων και των φτωχών εργατών. Ακόμα και οι δύο ηγέτες του κόμματος – οι Λούλα και Ντίλμα – άρχισαν να υποστηρίζουν την ανάγκη των μέτρων λιτότητας. Αυτό, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, εξηγεί γιατί η βάση του κόμματος άρχισε να το εγκαταλείπει, οδηγώντας σε πτώση της υποστήριξης προς την Ντίλμα που ήταν αρκετή για να επιτρέψει την καθαίρεση.

Αλλά η Ντίλμα ήταν πρόθυμη να φτάσει μέχρι ενός σημείου με τη λιτότητα – όχι όσο οι ελίτ της Βραζιλίας ήθελαν. Σε μία στιγμή σπάνιας και παράξενης ειλικρίνειας, ο αντικαταστάτης της, Μικέλ Τεμέρ, παραδέχτηκε σε μία ομάδα μάνατζερ από hedge funds και αξιωματούχων εξωτερικής πολιτικής στη Νέα Υόρκη τον περασμένο Σεπτέμβρη ότι η άρνηση της Ντίλμα να δεχτεί πιο σκληρή λιτότητα ήταν μία από τις πραγματικές αιτίες της καθαίρεσής της (άλλη αιτία αποκαλύφθηκε σε μία κασέτα που κατέγραψε τον πιο κοντινό σύμμαχο του Τεμέρ, γερουσιαστή Ρομέρο Ζουκά: να σταματήσει την εν εξελίξει έρευνα διαφθοράς πριν φτάσει στους υποστηρικτές της καθαίρεσης).

Με άλλα λόγια, η βραζιλιάνικη ελίτ – έχοντας βυθίσει τη χώρα στο σημείο που ήταν κοντά στην κατάρρευση – αποφάσισε ότι η μόνη βιώσιμη λύση ήταν να επιβάλουν στον πληθυσμό της χώρας που ήδη υπέφερε, τους εργάτες και τους ανέργους, να υποφέρουν περισσότερο, αφαιρώντας τους τα όποια δίχτυα προστασίας ήδη απολάμβαναν. Σχεδίασαν την κατακλυσμικής σημασίας καθαίρεση της προέδρου της χώρας για να το καταφέρουν.

Ο αντικαταστάτης της Ντίλμα – ως κλασική, εύπλαστη μετριότητα που είναι – δέχτηκε μία μεγάλη αποστολή: να επιβάλει σκληρή λιτότητα ακόμα κι αν σημαίνει ότι θα γινόταν στόχος εκτενούς δημόσιου μίσους. Ο 75χρονος πολιτικός καριέρας – κυριολεκτικά υπό απαγόρευση από την εκλογική διεκδίκηση αξιώματος λόγω παραβιάσεων του εκλογικού νόμου – δεν είχε καμία φιλοδοξία ή δυνατότητα να εκλεγεί ξανά, οπότε με χαρά δέχτηκε να εκτελέσει τα καθήκοντά του σε αντάλλαγμα με εξουσία που δεν θα μπορούσε να κερδίσει ποτέ μόνος του.

Αυτό λοιπόν είναι το σκοτεινό μείγμα κορυφαίας διαφθοράς, ασυλίας και συντριπτικής δυστυχίας που οδήγησε στην πανεθνική διαμαρτυρία της Παρασκευής. Όπως συνέβη στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, αυτή η κραυγαλέα ανισότητα απειλεί να δημιουργήσει ένα ακροδεξιό, ρεβανσιστικό, εθνικιστικό κίνημα στη Βραζιλία: ένα κύμα που θα κάνει τα αμερικανικά και ευρωπαϊκά αντίστοιχά του μικρά σε σύγκριση με τον εξτρεμισμό του. Η κατάρρευση της εμπιστοσύνης στη συνολική πολιτική τάξη έχει δημιουργήσει ένα τρομακτικό άνοιγμα για τις προεδρικές εκλογές του 2018 για το ακροδεξιό μέλος του Κογκρέσου Χερ Μπολσονάρο, που υποστηρίζει την αναβίωση της στρατιωτικής δικτατορίας, επαινεί βασανιστές ως ήρωες πατριώτες και συστηματικά χρησιμοποιεί φασιστική ρητορική σε μία ευρεία γκάμα θεμάτων

Το πιο αμήχανο σημείο σε όλα αυτά είναι ότι όσες φορές κι αν οι παγκόσμιες ελίτ δουν το σάπιο φρούτο της βρώμικης συμπεριφοράς τους – αστάθεια, εξτρεμισμός και συλλογική άρνηση της κυριαρχίας τους – συνεχίζουν να κάνουν το ίδιο, φαινομενικά αδιάφοροι για τις συνέπειες. Η Βραζιλία είναι απλά το τελευταίο παράδειγμα, αλλά είναι μάλλον σύνηθες για άτομα σε όλον τον πλανήτη