Η θριαμβολογία τού Κυριάκου Μητσοτάκη και στελεχών τού κόμματός του —η προσπάθειά τους να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά υπέρ τους την καταδίκη τής Χρυσής Αυγής— δεν είναι μόνο θρασύτατη, ανιστορική και προσβλητική για τη νοημοσύνη μας. Στην αμετροέπειά της, διαδηλώνει αθέλητα εκείνο που κυρίως πασχίζει να κρύψει:
μέρος του αφιερώματος του TPP στη δίκη της Χρυσής Αυγής
Στην αμετροέπειά της, διαδηλώνει αθέλητα εκείνο που κυρίως πασχίζει να κρύψει: ότι είναι η βούληση της εκτελεστικής εξουσίας εκείνη που καθορίζει εντέλει τις αποφάσεις τής «ανεξάρτητης» δικαιοσύνης. Όταν οι ιθύνοντες της Νέας Δημοκρατίας καυχώνται ότι επί της δικής τους κυβέρνησης καταδικάστηκε η νεοφασιστική οργάνωση, το υπόρρητο μήνυμα είναι, ολοφάνερα: «Εμείς επιτρέψαμε να γίνει»· πράγμα που διαβάζεται, πιο ανησυχητικά, και αντιστρόφως: «Δεν θα γινόταν, εάν εμείς δεν το θέλαμε…».
Προτείνω να πάρουμε τοις μετρητοίς αυτό το πολιτικό μήνυμα. Η δικαστική καταδίκη τής Χρυσής Αυγής δεν ήταν μία νίκη τής δημοκρατίας, γιατί δημοκρατία ασφαλώς δεν υπάρχει στην Ελλάδα (ούτε σε καμία άλλη χώρα τής Δύσης, άλλωστε)· και αν οι ένστολοι ομοϊδεάτες τής Χρυσής Αυγής έξω από το δικαστήριο έσπευσαν να το κάνουν αμέσως σαφές σε όλους —το λένε απερίφραστα μάλιστα σε πολίτες τούς οποίους κακοποιούν με πρωτοφανή ασυλία τον τελευταίο χρόνο—, μια ολόκληρη κοινωνία το νιώθει στο θανατηφόρο σπιράλ τής βιοτικής εξαθλίωσης, της στυγνής παραπληροφόρησης, της ιατρικοποιημένης καταστολής και της πλήρους καταστροφής τού μέλλοντός της. Η καταδίκη τής Χρυσής Αυγής είναι μόνο μια ένδειξη των μεταβαλλόμενων σχέσεων ανάμεσα στα κομμάτια τής πολιτικής δεξιάς, που ταλαντώνεται παλινδρομικά μεταξύ του φιλελευθερισμού τής αγοράς και της εθνοσωβινιστικής μισαλλοδοξίας, ανάλογα με τις προέχουσες ανάγκες τής συγκυρίας – και ένδειξη, οπωσδήποτε, του ποια ακριβώς είναι τούτη τη στιγμή η συγκυρία.
Οι φασιστικές συμμορίες, όπως μας διδάσκει η πείρα ολόκληρου του εικοστού αιώνα, είναι η έσχατη εφεδρεία των κυρίαρχων τάξεων όταν οι κοινοβουλευτικές διασφαλίσεις τής κυριαρχίας τους κλονίζονται· και αυτό συμβαίνει κατά κανόνα σε περιόδους κρίσης. Εξαπολύονται κυρίως όταν ένας ισχυρός ανταγωνιστής των αστικών ελίτ εμφανίζεται στον ορίζοντα – δηλαδή, όποτε μια σοσιαλιστική δύναμη ανέρχεται και η επαγγελία της ηχεί πειστική σε κρίσιμους αριθμούς ανθρώπων. Τέτοια ήταν συνθήκη τής Βαϊμάρης που συνιστά τον ιστορικό ιδεότυπο, και τέτοια —τηρουμένων των αναγκαίων αναλογιών— ήταν η συγκυρία που ζήσαμε στην Ελλάδα στις ημέρες τής προηγούμενης κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, της κυβέρνησης Σαμαρά. Η επίθεση που είχε δεχθεί η χώρα από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τα ευρωπαϊκά μνημόνια πυροδότησε μια εκρηκτική οικονομική κρίση, και η κρίση ένα μαζικό κίνημα που έκανε δυναμικά την εμφάνισή του στους δρόμους και στις πλατείες την περίοδο 2010-12. Μετά τη συντριπτική του καταστολή στην Πλατεία Συντάγματος, ένα μικρό κόμμα τής αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, σε σύμπραξη με κάποιες ακόμα μικρότερες αλλά πιο ριζοσπαστικές αριστερές δυνάμεις, εκτινάχθηκε θεαματικά σε δημοτικότητα ως δυνάμει ενσαρκωτής τής συλλογικής αγανάκτησης με την υπόσχεση να τη μεταφράσει σε πολιτικό πρόγραμμα – πράγμα που τον οδήγησε στην εκλογική νίκη των αρχών τού 2015 και στην ανάληψη της εξουσίας. Η προοπτική μιας «αριστερής διακυβέρνησης», σαν συνέχεια και δικαίωση του κινήματος διαμαρτυρίας της αμέσως προηγούμενης περιόδου, τρόμαξε πραγματικά τις ιθύνουσες τάξεις τής χώρας, το ευρωπαϊκό διευθυντήριο και τους υπερατλαντικούς της προστάτες εκείνη τη στιγμή τής αβεβαιότητας που τα πάντα φαίνονταν δυνατά, οι οποίοι δεν έχασαν χρόνο απεργαζόμενοι την εξουδετέρωσή της. Η εκ των υστέρων επιτυχία των μεθοδεύσεών τους —με τη διστακτική συγκατάνευση του ίδιου αυτού «αριστερού» κόμματος στα σχέδιά τους, δεν χρειάζεται να το πούμε— μας κάνει να ξεχνάμε πόσο αληθινά ρίγη φόβου εξέπεμψε τότε η πορεία του προς την εξουσία και πόσο ηλεκτρισμένο ήταν το κλίμα εκείνων των ημερών. Αυτή ακριβώς την περίοδο, που συμπίπτει με την τριετία τής αυταρχικής και αδύναμης κυβέρνησης Σαμαρά (2012-15), ήταν που η Χρυσή Αυγή κορύφωσε την τρομοκρατική δράση της.
Η Χρυσή Αυγή ως οργάνωση υπάρχει από το 1980, ωστόσο απέκτησε μαζική δημόσια παρουσία κι εκλογική δύναμη ακριβώς τα χρόνια τής κρίσης. Ώς το 2012 η βία της ήταν κυρίως ρητορική και σ’ ελάχιστες περιπτώσεις τόλμησε αληθινά εγκληματικές πράξεις (ξεχωρίζει η απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά του φοιτητή Δημήτρη Κουσουρή έξω από τα δικαστήρια τής πρώην Σχολής Ευελπίδων στις 16.6.1998 από ομάδα κρούσης τής οργάνωσης, και η επίθεση στο στέκι «Αντίπνοια» των Πετραλώνων στις 30.6.2008 με θύματα τους Γεώργιο Μηλιαράκη και Ruben Sanz Rodriguez). Και ύστερα, η δράση της αποχαλινώνεται κυριολεκτικά επί κυβερνήσεως Σαμαρά. Οι χρονολογίες αποτελούν συντριπτική μαρτυρία: 12.6.2012, δολοφονική επίθεση κατά των αιγύπτιων αλιεργατών στο Πέραμα από ομάδα οπλισμένη με μεταλλικά αντικείμενα, ξύλινα στειλιάρια, πυροσβεστήρες κλπ. με θύμα τον Αμπουζίντ Εμπάρακ ο οποίος κοιμόταν στην ταράτσα τού σπιτιού· 17.1.2013, στυγερή δολοφονία στα Κάτω Πετράλωνα του πακιστανού εργάτη Σαχζάτ Λουκμάν που πήγαινε με το ποδήλατο στη δουλειά του· 28.1.2013, απρόκλητη επίθεση με μαχαίρι κατά του μαθητή Φοίβου-Γεωργίου Δεμερτζίδη από μέλος τού Μετώπου Νεολαίας τής Χρυσής Αυγής· 13.2.2013, δολοφονική επίθεση εις βάρος αλλοδαπών εργατών γης κοντά στην Ιεράπετρα Κρήτης από ομάδα οπλισμένων με στειλιάρια και ρόπαλα χρυσαυγιτών· 10.7.2013, επίθεση 100 περίπου εποχούμενων χρυσαυγιτών κατά του κοινωνικού χώρου «Συνεργείο» στην Ηλιούπολη, με επικεφαλής τα τότε στελέχη τής οργάνωσης Ν. Μίχο και Ι. Λαγό (ο οποίος επέβαινε μάλιστα στο βουλευτικό του αυτοκίνητο)· 12.9.2013, απόπειρα δολοφονίας κατά των κομμουνιστών συνδικαλιστών τού ΠΑΜΕ από 50 και πλέον οπλισμένους χρυσαυγίτες – απόπειρα η οποία είχε προαναγγελθεί, όπως και στην περίπτωση των αιγύπτιων αλιεργατών, από την ηγεσία της οργάνωσης· 18.9.2013 τέλος, η δολοφονία με μαχαίρι τού Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι από τον Γ. Ρουπακιά και ομάδα χρυσαυγιτών, γεγονός που αποτέλεσε τη μοιραία αναστροφή τής μοίρας για την εγκληματική οργάνωση.
Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι προπαντός η ανοιχτή και δημόσια εκτέλεση δολοφονικών πράξεων από πρόσωπα τα οποία δεν νοιάζονταν καν να κρύψουν την ταυτότητά τους – σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τις αριστερές οργανώσεις ένοπλης πάλης που είναι αναγκασμένες να δρουν με άπειρες προφυλάξεις και απόλυτη μυστικότητα… Οι δράστες, που μόνο ηρωισμός δεν τους χαρακτηρίζει, ολοφάνερα ενεργούσαν με την πεποίθηση ότι δεν θα διωχθούν ή, και αν διωχθούν, θα «πέσουν στα μαλακά»: ότι δεν διακινδυνεύουν κάτι περισσότερο από μια συμβολική ποινή για τα μάτια τής κοινής γνώμης. Μόνο ένα ιδιότυπο καθεστώς ανοχής μπορεί να κάνει εφικτή μια τέτοια δράση, ένα αόρατο δίχτυ προστασίας γύρω τους υφασμένο από την ίδια την αστυνομία, το δικαστικό σύστημα και τους «υψηλούς» πολιτικούς τους προστάτες. Αδιάψευστο τεκμήριο του τελευταίου, το μπλοκάρισμα ενός σοβαρού αντιρατσιστικού νομοσχεδίου που ετοίμασε την άνοιξη του 2013 ο τότε υπουργός δικαιοσύνης Αντώνης Ρουπακιώτης (προερχόμενος από τη ΔΗΜΑΡ, στη διάρκεια της βραχύβιας τρικομματικής κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη) το οποίο προσέκρουσε στο τείχος τού βαθέως κομματικού μηχανισμού τής Νέας Δημοκρατίας (με πρωτεργάτη τον Τάκη Μπαλτάκο, τότε γενικό γραμματέα τής κυβέρνησης Σαμαρά και συνομιλητή τής Χρυσής Αυγής, όπως η διαρροή αδιάψευστων συνομιλιών και ντοκουμέντων έδειξαν). Εν τω μεταξύ οι δικογραφίες για τα εγκλήματά της οργάνωσης λίμναζαν απείραχτες στα δικαστικά συρτάρια και, αφότου η υπόθεση Φύσσα με την απροσδόκητη δημοσιότητα που έλαβε έκανε αδύνατη πλέον τη συγκάλυψη, ένα πλήθος από ολιγωρίες, καθυστερήσεις, παραλείψεις και κωλύματα έκανε απίστευτα κοπιώδη και μακροσκελή τη περαίωση της διαδικασίας. Τέλος, όταν υπερπηδώντας δυσκολίες τεσσάρων και πλέον χρόνων η δίκη έφτανε στην αποφασιστική της καμπή, η πρόταση της εισαγγελέως Αδαμαντίας Οικονόμου στις 18.12.2019, που ζήτησε την απαλλαγή όλων των κατηγορουμένων για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης αποσιωπώντας και διαστρεβλώνοντας το αποδεικτικό υλικό της ακροαματικής διαδικασίας, δίνει εύγλωττο δείγμα των διαθέσεων μεγάλου μέρους τού ίδιου τού δικαστικού κλάδου.
Η ιστορική δίκη ξεκίνησε στις 20 Απριλίου 2015 με 68 κατηγορούμενους στο εδώλιο, 18 εκ των οποίων ήταν εκλεγμένοι βουλευτές της Χρυσής Αυγής. Όταν, μετά από 453 συνεδριάσεις και πεντέμισι χρόνια από την πρώτη δικάσιμο, στις 7 Οκτωβρίου 2020 το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων ανακοίνωσε την καταδικαστική του απόφαση για την πλειονότητα των μελών τής νεοναζιστικής οργάνωσης, η Νέα Δημοκρατία (δια στόματος του Πρωθυπουργού, του κυβερνητικού εκπρόσωπου και του Πρόεδρου τής ΟΝΝΕΔ) έσπευσε να θριαμβολογήσει και να δρέψει ενάντια σε κάθε προφανή ένδειξη αντιφασιστικές δάφνες – επαναφέροντας την κατάπτυστη ρητορική των «δύο άκρων» κι ενοχοποιώντας το κίνημα διαμαρτυρίας τού 2010-12 (σαν αντίπραξη στο οποίο είχε εξαπολυθεί στην πραγματικότητα η Χρυσή Αυγή). Ο ίδιος ο Σαμαράς με δηλώσεις του λίγες ημέρες πριν την ετυμηγορία είχε προαναγγείλει το αποτέλεσμα. Και όλη αυτή η οπερέττα κάνει αυθόρμητα να σχηματιστεί στο μυαλό κάθε λογικού ανθρώπου η σκέψη: τα αφεντικά τής Χρυσής Αυγής την «δίνουν».
Αυτό ήταν πραγματικό μήνυμα της Νέας Δημοκρατίας, κι αυτό είναι που προτείνω να πάρουμε στα σοβαρά. Τώρα που ο κίνδυνος της πολιτικής ανατροπής πέρασε, η ελληνική δεξιά δεν χρειάζεται πια τη Χρυσή Αυγή: σαν εργαλείο που χρησιμοποιείται σε ειδικές περιστάσεις για έναν συγκεκριμένο σκοπό, είναι εύκολα αντικαταστάσιμο με άλλα που υπό διαφορετικές περιστάσεις μπορούν να τον υπηρετήσουν καλύτερα. Οι αδίστακτες τάξεις που κυβερνούν την Ελλάδα προφανώς δεν έχουν κανένα ενδοιασμό να παραδώσουν κάποιους πρώην «δικούς τους», εφόσον τους έκαναν ήδη τη βρώμικη δουλειά, σε τελετουργική θυσία εφόσον αυτό παροχετεύει τη μαζική δυσαρέσκεια αφήνοντας άθικτες τις ίδιες. Μετά την καταθλιπτική «εξομάλυνση» της πολιτικής ζωής —δηλαδή, το τσάκισμα και των τελευταίων σκιρτημάτων αντίστασης, την ανώδυνη εκπνοή τής «αριστερής παρένθεσης» και την πλήρη παράδοση ενός ηττημένου και αποκαρδιωμένου λαού στη δικτατορία των αγορών και στον αδυσώπητο μηχανισμό τού ευρωπαϊκού Λεβιάθαν— η Χρυσή Αυγή δεν έχει σκοπό ύπαρξης: είναι καταδικασμένη να εξαφανιστεί από το τρέχον πολιτικό σκηνικό σχεδόν όσο γρήγορα και απότομα εμφανίστηκε. Ακόμη όμως κι αν εξαλειφθεί εντελώς σαν οργάνωση και σαν όνομα, θα ήταν ανόητο να πιστέψει κανείς ότι αυτό που εκπροσωπούσε είναι παρελθόν· επιστρέφει εκεί που ανήκε οργανικά, σ’ εκείνο που ήταν ανέκαθεν η θεσμική της μήτρα και όπου ετοιμάζεται να κρυφτεί πάλι σήμερα: στον μεγάλο πολιτικό σχηματισμό τής ελληνικής δεξιάς, στη Νέα Δημοκρατία. Το έχω ξαναπεί: στην Ελλάδα υπήρχε μια μακρά παράδοση εγκληματικής ακροδεξιάς, κληρονομιά των νικητών τού Εμφυλίου από τους οποίους συστήθηκε η μεταπολεμική κυρίαρχη τάξη, θεσμοποιημένη στο μετεμφυλιακό παρακράτος κι ενισχυμένη από τους δυτικούς «συμμάχους» που εν τοις πράγμασιν διοικούσαν τη χώρα, η οποία όρισε την πολιτική ζωή άλλωστε στα χρόνια τής Απριλιανής δικτατορίας. Προπύργιό της ήταν ανέκαθεν τα σώματα ασφαλείας, οι υπηρεσίες πληροφοριών και ο στρατός, στρώματα στεγανά με δικές τους επιδιώξεις και σχεδιασμούς, αποκομμένα εν πολλοίς από την ευρύτερη κοινωνία και θρεμμένα με φονικό αντικομμουνισμό. Μετά τη μεταπολίτευση, όταν στον αέρα κυκλοφορούσε το αίτημα της «αποχουντοποίησης», το στρώμα αυτό κρύφτηκε στον φυσικό του μυχό, στο μεγάλο, σοβαρό, «δημοκρατικό» κόμμα τής ελληνικής δεξιάς, τη Νέα Δημοκρατία – παράλληλα με περιστασιακές απόπειρες για δημιουργία μικρών ακροδεξιών σχημάτων που όμως αποδείχθηκαν βραχύβια, ή ακόμη και σε θυλάκους τού ίδιου τού ΠΑΣΟΚ που η θολή του «σοσιαλιστική» ρητορική άφηνε σκόπιμα περιθώρια εθνικιστικής ερμηνείας. Από εκεί ακριβώς βγήκε για ν’ αναδυθεί σε αυτόνομο σχήμα η νεοφασιστική οργάνωση, και η στιγμή τής πιο θεαματικής της ανόδου συμπίπτει με τη στιγμή τής μέγιστης καταρράκωσης της ελληνικής θεσμικής δεξιάς – την περίοδο της κυβέρνησης Σαμαρά.
Η αυτοπεποίθηση της σημερινής κυβέρνησης Μητσοτάκη οφείλεται στον ότι παίζει για την ώρα χωρίς αντίπαλο. Το μίγμα πολιτικής που τη χαρακτηρίζει, συνδυασμός νεοφιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού, τεχνοκρατικού αυταρχισμού και μετεμφυλιακού αστυνομικού κράτους, της δίνει ένα από τα πιο ειδεχθή πρόσωπα της παγκόσμιας δεξιάς σήμερα – που δυστυχώς επιβάλλει την ατζέντα της σε όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων στον κόσμο. Αν η Νέα Δημοκρατία αποφάσισε την καταδίκη τής Χρυσής Αυγής, όπως η ρητορεία των στελεχών της αφήνει να εννοήσουμε, ήταν φρόνιμο και αναμενόμενο εκ μέρους της: δεν θα ήθελε βέβαια να καεί η Αθήνα σ’ ένα νέο, συνειδητό ή ασυνείδητο, ξέσπασμα διαμαρτυρίας για όλα εκείνα που σφίγγουν τη θηλιά στο λαιμό τής ελληνικής κοινωνίας – τη λεηλασία της απ’ το διεθνές κεφάλαιο και τις εθνικές μαφίες, την εξόντωση από την ανέχεια ενός γεωμετρικά αυξανόμενου τμήματος του πληθυσμού, την προγραμματική διάλυση των ανθρώπινων δεσμών, τη φρικώδη καταστολή με υγειονομικό πρόσχημα, τον αργό πολιτισμικό και δημογραφικό θάνατο… Ο αποπροσανατολισμός και η ψυχική εξουθένωση των μαζών με όργανο την καλλιεργούμενη ανασφάλεια, η νάρκωση των αντανακλαστικών αντίστασης χάρη στην υπνωτική υποβολή πλαστών συναινέσεων από τη δικτατορία των Μέσων, η ψηφιοποίηση του δημόσιου βίου που εξαλείφει την ίδια την έννοια της πολιτικής όπως τη γνωρίζαμε, είναι ασφαλέστερη οδός προς τον ολοκληρωτισμό απ’ ό,τι οι σπασμωδικές εκρήξεις νεοφασιστικής βίας.