της Χρυσάνθης Τσιμπίδα

μέρος του αφιερώματος του TPP στη δίκη της Χρυσής Αυγής

‘Ήταν 16 Νοεμβρίου, Σάββατο βράδυ, παραμονές Πολυτεχνείου. Στη Χρυσή Αυγή, «επετειακά», τη μέρα αυτή κάνουν επιθέσεις. Η Αθήνα γεμάτη κόσμο. Με μια παρέα φίλες φύγαμε από το Πολυτεχνείο, όπου είχε μόλις ολοκληρωθεί η εκδήλωση για το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ, με κατεύθυνση την Ομόνοια, το μετρό. Τα γραφεία τους τότε ήταν στη Σολωμού, αλλά εγώ δεν το γνώριζα ακόμη. Στη διασταύρωση Σολωμού και 3ης Σεπτεμβρίου εντόπισαν τον Πάρη Χρυσό που φορούσε παλαιστινιακό φουλάρι και προχωρούσε μπροστά μας. Ούτε τον Πάρη γνώριζα ακόμη…

Όταν μας προσπέρασαν σε στρατιωτική διάταξη, ντυμένοι με μαύρα ρούχα και αρβύλες καταλάβαμε αμέσως τι συμβαίνει. Τους οδηγούσε ο Χαράλαμπος Κουσουμβρής «υπαρχηγός» και ταμίας της οργάνωσης. Έφτασαν τον Πάρη και τον χτύπησαν. Τότε γυρίσαμε πίσω, σε μια ομάδα αστυνομικών που βρισκόταν στο σημείο -η Αθήνα είχε πάνω από 5.000 αστυνομικούς εκείνο το βράδυ- κι αρχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε και να ζητάμε σύλληψη. Δεν καταλάβαμε ότι η αστυνομία δεν είχε σκοπό να παρέμβει. Στο μεταξύ οι φασίστες βρήκαν χρόνο να ανασυνταχθούν και να επιστρέψουν. Τη δεύτερη φορά μαζεύτηκαν πάνω από 20 άτομα και η επίθεση τώρα ήταν άγρια.

Οι μάρτυρες λένε ότι ήταν τουλάχιστον 7 αυτοί που με κλωτσούσαν με άρβυλα σε όλο το σώμα ενώ ήμουν πεσμένη στο πεζοδρόμιο, κι ένας, μάλιστα, πηδούσε πάνω μου, αλλά εγώ θυμάμαι μόνο αυτόν που με κλωτσούσε στο κεφάλι, γιατί είχαμε διαπληκτιστεί πριν με ρίξει κάτω. «Θα σε λιώσω», «πουτάνα» κλπ. και κλωτσιές στο κεφάλι μου σαν μπάλα ποδοσφαίρου. Θυμάμαι να σκέφτομαι ότι θα πεθάνω στη μέση της Αθήνας, Σαββάτο βράδυ, με όλο αυτόν τον κόσμο γύρω. Αστυνομικοί μπροστά- έλεγαν στις φίλες μου να φύγουν «γιατί τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα». Πράγματι, πριν φύγουν, μαχαίρωσαν τον Πάρη στο μηρό και τον άφησαν στο πεζοδρόμιο μέσα στο αίμα του.

Το 2002 δεν συνηθιζόταν και ήταν πολύ δύσκολο να πας στο δικαστήριο για επίθεση της Χρυσής Αυγής. Μόνο η ΟΣΕ είχε εμπειρία από τέτοιες δίκες. Οι χρυσαυγίτες κατέβαιναν οργανωμένα, γέμιζαν το χώρο μέσα κι έξω από τις αίθουσες, απειλούσαν τα θύματα και τους μάρτυρες και συχνά τους ξαναχτυπούσαν μπροστά στην αστυνομία. Απειλούσαν τους μάρτυρες με τηλεφωνήματα, συνθήματα έξω από τα σπίτια τους κλπ. Χρειαζόσουν πολιτική και πρακτική στήριξη για να πας στο δικαστήριο.

Οι πολιτικές αντιλήψεις της εποχής δεν ευνοούσαν τη δικαστική οδό. Από τη μια μεριά είχες το ΚΚΕ που ενώ είχε θύματα -κυρίως από την ΚΝΕ, αρνούνταν ακόμη και να καταγγείλει τις επιθέσεις. Θεωρούσε ότι έπρεπε να τους αντιμετωπίζουμε αποκλειστικά ως μια έκφανση της σοσιαλδημοκρατίας, πράκτορες του ΠΑΣΟΚ κλπ και όχι ως αυτόνομη πολιτική οργάνωση. Δεν έκανε ποτέ αναφορές στη Χρυσή Αυγή ούτε προχωρούσε σε στοχευμένες δράσεις εναντίον της.

Το ΝΑΡ, επίσης, ήταν πολύ κοντά σε αυτές τις απόψεις, παρά την επίθεση εναντίον του Κουσουρή, που είχε προηγηθεί, αλλά και ένα άλλο σοβαρό περιστατικό εκείνης της εποχής: Μια φοιτήτρια από τα ΕΑΑΚ είχε δεχθεί επίθεση από ακροδεξιούς μέσα στο χώρο της Πανεπιστημιούπολης Ζωγράφου, παραμονές των φοιτητικών εκλογών και είχε βρεθεί το πρωί, ημιθανής και βαμμένη με μπλε μπογιά.

Τότε η «αριστερά» δίσταζε να υιοθετήσει το αίτημα να βγει εκτός νόμου η χρυσή αυγή. Οι εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις φοβούνταν ότι θα ανοίξει ο δρόμος για να κηρυχθούν οι ίδιες παράνομες.

Επέμενε, ωστόσο, τότε, ο Τάκης Ζώτος, δικηγόρος τώρα της πολιτικής αγωγής, να κινηθούμε με τη δικαστική οδό παράλληλα με την κινηματική και να επιδιώξουμε καταδίκες. Κάποτε, έλεγε, θα προσπαθήσουν να πολιτευτούν και πρέπει να μπορούμε να αποδείξουμε το εγκληματικό παρελθόν τους για να τους ανακόψουμε! και έτσι, με την επιμονή του Ζώτου και τη στήριξη οργανώσεων όπως η ΟΣΕ και η ΔΕΑ, αλλά και φίλων και συντρόφων από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους ξεκινήσαμε μια προσπάθεια που τράβηξε 6 ολόκληρα χρόνια για να καταλήξει σε 5 μήνες ποινή με αναστολή στο Χαράλαμπο Κουσουμβρή και τέσσερις στον Θ. Μαγκώτσο…!

Ήδη από τη δική μας επίθεση και την επίθεση στον Δημήτρη Κουσουρή το 1998 φαινόταν ξεκάθαρα τι θα ακολουθούσε. Ήταν όλα εκεί για όποιον ήθελε να τα δει. Καταρχήν ήταν ξεκάθαρο ότι θα είχαμε νεκρό, γιατί οι επιθέσεις τους ήταν άγριες, χωρίς κανένα φραγμό. Δέκα άνθρωποι που χτυπούν έναν με σιδηρολοστούς, δεν κάνουν απόπειρα εκφοβισμού αλλά δολοφονική επίθεση. Αυτό που ήταν αυτονόητο, το δικαστήριο αρνούνταν να το αναγνωρίσει και μας αντιμετώπιζε ως αντίπαλες συμμορίες, όταν φτάναμε κάποτε μπροστά στη δικαστική έδρα.

Ύστερα, ήταν η συστηματική τακτική που ακολουθούσε η οργάνωση να αρνείται τα πάντα. Με θυμάμαι τη Δευτέρα μετά την επίθεση, τραυματισμένη, να διαβάζω το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας τους, όπου μιλούσαν για σκευωρία εναντίον τους και ισχυρίζονταν σε όλους του τόνους ότι δεν έχουν καμία σχέση με την επίθεση και ότι εμείς είμαστε πράκτορες της ασφάλειας που διώκει τους εθνικιστές!

Τέλος, ήταν φανερό ότι έχουν σχέσεις με τα σώματα ασφαλείας και ότι υπήρχε συγκάλυψη και ανοχή στη δράση τους, καθώς πολλές επιθέσεις γίνονταν υπό το βλέμμα της ΕΛ.ΑΣ.

Ωστόσο, η αριστερά δεν έβλεπε το μέγεθος του κινδύνου. Είναι χαρακτηριστικό ότι διάφορες οργανώσεις που μας στήριξαν προσπάθησαν αρχικά να εμφανίσουν την επίθεση ως ρατσιστική, με αφορμή το γεγονός ότι υπήρχε μια παρέα μετανάστες και σύντροφοι από το Μπαγκλαντέζ που περπατούσε μαζί μας στην 3η Σεπτεμβρίου.

Στον Συνασπισμό, όταν εξέθεσα τα γεγονότα στον Αλαβάνο για να κάνει επερώτηση στη Βουλή, ο Αλαβάνος με ρώτησε: «Τι άλλο να πούμε; Να πούμε ότι σας απειλούν στο σπίτι σας;;;». Δηλαδή, το γεγονός ότι παραλίγο να σκοτώσουν δύο ανθρώπους στο κέντρο της Αθήνας μπροστά σε δεκάδες περαστικούς και μπροστά στην αστυνομία, χρειαζόταν εμπλουτισμό. Πιθανότατα ελάχιστοι ήταν αυτοί που ανησυχούσαν πραγματικά για την άνοδο και τη μαζικότητα της χρυσής αυγής, για την επιρροή της στα σχολεία, για τις επιθέσεις, μέχρι που μπήκε στη Βουλή το 2012.

Αν μπορώ να πω οτιδήποτε με βεβαιότητα, αυτό θα ήταν ότι το 2012 η κατάσταση βγήκε εκτός ελέγχου. Αν δεν έβρισκαν μπροστά τους τον Παύλο Φύσσα στις 18 Σεπτεμβρίου του 2013, αν δεν προκαλούσαν στο κατόπι τους τη Μαγδα Φύσσα και ένα ολοκαίνουριο κύμα αντιφασισμού, θα ήταν αδύνατο να τους σταματήσουμε. Όπως έγραψε ο Δημήτρης Κουσουρής, «η μόνη πραγματική, η μόνη κρίσιμη απόφαση για την υπόθεσή μας πάρθηκε από τον Παύλο Φύσσα, εκείνη τη νύχτα που στάθηκε να αντικρίσει κατάματα το τέρας στη λεωφόρο Τσαλδάρη, καθορίζοντας ανεπιστρεπτί το μέλλον, το δικό του, των φονιάδων του, όλων μας». Πολλοί ανάμεσα μας, χωρίς να το γνωρίζουν, χρωστάνε «τη ζωή τους» στον Παύλο Φύσσα.

Η δική μου ζωή κόπηκε στη μέση το 2002, μπήκε στη σφαίρα του απόλυτου φόβου και των απόλυτων ηθικών αποφάσεων. Έζησα για χρόνια σαν κυνηγημένο ζώο, λαχανιάζοντας κάθε φορά που άκουγα πίσω μου βήματα σε έναν έρημο δρόμο, ακόμα και μέρα μεσημέρι. Χωρίς να κατανοώ και η ίδια το μέγεθος της παραβίασης και της προσωπικής καταστροφής και βέβαια ζώντας το μόνη και μιλώντας ελάχιστα γι’ αυτό, αφού ήταν δύσκολο για κάποιον άλλο να καταλάβει.

Όμως, τώρα πια φέρω με περηφάνια τον τίτλο του «Θύματος», μαζί με εκατοντάδες άλλους, πολλοί από τους οποίους δεν έφτασαν ποτέ στα δικαστήρια. Μετά από χρόνια ενοχών και ντροπής για εκείνη τη νύχτα, έχοντας ακούσει άπειρες φορές ότι προκάλεσα την τύχη μου, πήγαινα γυρεύοντας κλπ, τώρα πια ξέρω ότι το μόνο που έκανα ήταν να αντισταθώ και ήμουν αρκετά τυχερή ώστε να επιζήσω και να το καταμαρτυρώ. Δεν είμαστε «τα θύματα», είμαστε αγωνιστές και αγωνίστριες. Είμαστε αυτοί που όταν βρέθηκαν μπροστά τους στη μέση του δρόμου δεν έκαναν πίσω. Ούτε τότε ούτε αργότερα. Αυτή η αγέλη των λύκων πέρασε από πάνω μας και χάθηκε στο σκοτάδι.

Στις 7 Οκτωβρίου έξω από το Εφετείο και στη μέση μιας Αθήνας που γιόρταζε τον αντιφασισμό και ξέπλενε τη ντροπή χρόνων, ένιωσα τη ζωή μου να ξαναξεκινά. Έγινε αυτό που έπρεπε να γίνει. Κερδίσαμε μια απόφαση ιστορικής σημασίας, καθοριστική για τα χρόνια που έρχονται.

Και τώρα τι; Αυτή τη στιγμή που γράφω, λίγες μέρες μετά την απόφαση, ένας θίασος από θείες, αδέλφια, συζύγους και γονείς περιοδεύει στο Εφετείο ζητώντας ελαφρυντικά για τους δολοφόνους. Φασίστες και φασίστριες όλοι τους! Όλοι γνώριζαν και όλοι γνωρίζουν και έχουν κουβαληθεί εκεί για να υπερασπιστούν δολοφόνους γιους και δολοφόνους άντρες με κουτοπονηριές. Χωρίς μια συγνώμη για το αίμα. Και σε λίγο καιρό όλο αυτό το σκυλολόι θα ωρύεται πάλι, για τους ξένους, για τη σημαία και για τον Κολοκοτρώνη. Αμετανόητοι φασίστες όλοι τους!

Θα πω λοιπόν ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει. Είναι όλα μπροστά μας και πάνω μας, χωρίς κεντρική πολιτική εκπροσώπηση απέναντι στο φασισμό. Το κίνημα που πλαισίωσε τον άθλο της πολιτικής αγωγής αυτά τα πεντέμισι χρόνια είναι κυρίως ένα κίνημα από τα κάτω, σωματεία, ομάδες, πολιτικές οργανώσεις, απλοί πολίτες, μαθητές, η οικογένεια και οι φίλοι του Φύσσα, απέναντι σε έναν πολύ οργανωμένο εχθρό που θα προστρέχει στην εφεδρεία των φασιστών ξανά και για πάντα. Έτσι και εμείς, ξανά και για πάντα, έχουμε χρέος να κρατάμε ζωντανή τη μνήμη και να ορθωνόμαστε μπροστά τους σε κάθε χώρο δουλειάς, σε κάθε δρόμο, πλατεία, σχολείο, καφενείο και λεωφορείο, μέχρι το τέλος!

Προς το παρόν… ελπίζω όταν κυκλοφορήσει αυτό το κείμενο, οι ναζί να είναι στη φυλακή!