Καθώς η χώρα εισέρχεται σε μια μακρά προεκλογική περίοδο, με ορίζοντα το τέλος της άνοιξης του 2019, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε με ποιο τρόπο επιβιώνει και επιδρά σημαντικά στις πολιτικές εξελίξεις μια ιδεολογική και συνάμα πολιτικο-εκλογική στρατηγική που σημάδεψε τις εκλογικές αναμετρήσεις περασμένων δεκαετιών. Πρόκειται για την αντιδεξιά ιδεολογία και πολιτική στάση, για την τοποθέτηση δηλαδή ευρύτατων στρωμάτων του εκλογικού σώματος απέναντι και ενάντια στην προοπτική παραμονής ή επανόδου της δεξιάς παράταξης στην εξουσία.
Στο παρόν άρθρο δεν επιδιώκουμε να εξηγήσουμε με ποιο τρόπο και μέσα από ποιες – οδυνηρές- κοινωνικές και πολιτικές εμπειρίες διαμορφώθηκαν τα αντιδεξιά πολιτικά αντανακλαστικά σημαντικής μερίδας της ελληνικής κοινωνίας. Θα ήταν πιο ενδιαφέρον να δούμε πώς διαχειρίζονται τα αντανακλαστικά αυτά το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο παλαιός και ο νέος φορέας της ελληνικής κεντροαριστεράς, ωστόσο θα σταθούμε σε κάτι ακόμα πιο αξιοσημείωτο -και ίσως μέχρι σήμερα υποφωτισμένο στην τρέχουσα πολιτική και δημοσιογραφική ανάλυση: στα πιθανά συναισθήματα που δημιουργεί αφ’ ενός στους εναπομείναντες ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και αφ’ ετέρου στους παραδοσιακούς ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ η επιβίωση της αντιδεξιάς ιδεολογίας και η αλλαγή του πολιτικού διαχειριστή της τα τελευταία χρόνια.
Η διαιρετική τομή Δεξιάς/Αντιδεξιάς αξιοποιήθηκε αλλά και διαμορφώθηκε από το ΠΑΣΟΚ ήδη από τα πρώτα χρόνια της γέννησής του για να αποτελέσει βασικό-αν και όχι μοναδικό- όχημα εκλογικής στρατηγικής μετά το 1977. Από το «Τέρμα πια στη Δεξιά» του 1981 και τη μάχη του «φωτός» ενάντια στο «σκότος» του 1984-1985 μέχρι ακόμα και τις εκλογές του 1996 και του 2000, το ΠΑΣΟΚ αξιοποίησε και συνάμα τροφοδότησε στο έπακρο τα αντιδεξιά αντανακλαστικά κεντρώων και αριστερών ψηφοφόρων. Η αντιδεξιά ρητορεία επέτρεψε στο ΠΑΣΟΚ να διατηρήσει ποσοστά γύρω στο 40% ακόμα και στη δύσκολη συγκυρία του 1989-1990 με τον Ανδρέα Παπανδρέου ασθενή, υπόδικο και βαλλόμενο πανταχόθεν. Επομένως, ο πασοκικός λαός- είτε προερχόταν από το Κέντρο είτε από την Αριστερά- γαλουχήθηκε από μια έντονη αντιδεξιά ρητορεία παρότι σταδιακά το ΠΑΣΟΚ συνέκλινε όλο και περισσότερο με βασικές επιλογές της δεξιάς παράταξης (κυριαρχία της αγοράς, ευρωπαϊσμός, φιλοαμερικανισμός κλπ). Θα παρατηρούσε μάλιστα κανείς ότι όσο το ΠΑΣΟΚ απομακρυνόταν από τις ιδρυτικές του αρχές και αξίες, τόσο πιο έντονα επικαλούνταν τον κίνδυνο της «επαράτου» Δεξιάς. Εδώ να σημειώσουμε ότι η τάση αυτή ενισχυόταν -και δικαιωνόταν εκλογικά- όταν στην ηγεσία της συντηρητικής παράταξης βρίσκονταν στελέχη με υπερσυντηρητικό πολιτικό λόγο και βεβαρυμένο πολιτικό παρελθόν (Αβέρωφ 1984, Έβερτ 1996) ή στελέχη με έντονο νεοφιλελεύθερο-θατσερικό στίγμα και επίσης πολιτικά φορτισμένο παρελθόν (Κ.Μητσοτάκης 1984-1993). Αντίθετα, η στρατηγική αυτή αποτύγχανε(2004,2007), όταν η ηγεσία της ΝΔ καλλιεργούσε ένα πιο κοινωνικό-συναινετικό προφίλ (στρατηγική «μεσαίου χώρου» επί Κ.Καραμανλή).
Με την είσοδο στη μνημονιακή εποχή, η άσκηση πολιτικής ακραίας λιτότητας από το ΠΑΣΟΚ οδήγησε το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων του στην αναζήτηση διαφορετικών επιλογών. Συγχρόνως, η συγκυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με τη ΝΔ του Α.Σαμαρά και την Ακροδεξιά του Γ.Καρατζαφέρη ήδη από το φθινόπωρο του 2011 εξαφάνισε τα όποια αντιδεξιά διαπιστευτήρια διατηρούσε μέχρι τότε το κόμμα. Η συνέχεια είναι γνωστή: μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ μετακινήθηκαν προς το ΣΥΡΙΖΑ αναζητώντας αντιμνημονιακή στέγη με αντιδεξιό-δημοκρατικό πρόσημο, ενώ μονοψήφιο ποσοστό ψηφοφόρων παρέμεινε και παραμένει γύρω από το κόμμα.
Η αμηχανία των «πράσινων» πριν από τις εκλογές
Η χρήση της αντιδεξιάς ρητορείας από το ΣΥΡΙΖΑ πλέον είναι προφανές ότι δημιουργεί αισθήματα αμηχανίας στους εναπομείναντες ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ. Πίσω από την οργή και τις κορώνες για το «χειρότερο πρωθυπουργό της Μεταπολίτευσης», για τον «ανεπάγγελτο», για το «κωλόπαιδο που έκανε καταλήψεις» (οι οποίες καταλήψεις να σημειώσουμε ότι στηρίχτηκαν δυναμικά από το ΠΑΣΟΚ το 1990-1991), επί της ουσίας κρύβεται μια απογοήτευση των οπαδών του κόμματος για το γεγονός ότι άλλοι πλέον (ο ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή) και όχι το κόμμα τους διαχειρίζεται τα αντιδεξιά αντανακλαστικά των κεντροαριστερών ψηφοφόρων. Καθώς μάλιστα το υφιστάμενο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο οικονομικής λιτότητας θεωρείται δεδομένο, οι εναπομείναντες ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ ανακαλύπτουν αμήχανα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα που έκανε επί χρόνια το κόμμα τους: αποδέχεται τις βασικές επιλογές του κεφαλαίου υιοθετώντας ταυτόχρονα αντιδεξιά ρητορεία. Υιοθετεί την πολιτική της Δεξιάς αλλά αποστρέφεται τη ρητορική της. Για να το πούμε κάπως σχηματικά, μιλάει αριστερά και πράττει δεξιά. Οι εναπομείναντες ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, λοιπόν, έχουν να απαντήσουν -στις συζητήσεις, στα καφενεία, στους δρόμους- στο δίλημμα που τούς θέτουν οι υποστηρικτές και της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ: με την απαλλαγή από το ΣΥΡΙΖΑ ή με την επάνοδο της Δεξιάς στην εξουσία. Με τον κατά ΣΚΑΙ «αμόρφωτο καταληψία» ή με το Μητσοτάκη, το Βορίδη, τον Άδωνι. Οι άνθρωποι που φώναζαν το 1985 στην Πάτρα «απόψε πεθαίνει ο αποστάτης» και το 1996 στο Ηράκλειο «ψήφο στο Σημίτη κι όχι στον Εκοφίτη» βρίσκονται αντιμέτωποι με τους εκλογικούς εκβιασμούς που επί χρόνια οι ίδιοι έθεταν στους ψηφοφόρους της Αριστεράς. Και συνειδητοποιούν συγχρόνως ότι η πολιτική ιστορία της χώρας έχει αφήσει πίσω της το ΠΑΣΟΚ χωρίς όμως να αφήσει πίσω της ούτε τα διλήμματα που έθετε το ΠΑΣΟΚ, ούτε τις πρακτικές του, ούτε φυσικά τη σκληρή οικονομική πολιτική που άσκησε τα τελευταία χρόνια. Απλώς έχει αλλάξει ο διαχειριστής τους…
Ο Ανδρέας τώρα δικαιώνεται…
Από την άλλη πλευρά, αν ο Ανδρέας Παπανδρέου μπορούσε να συνομιλήσει σήμερα με ιστορικά στελέχη της Αριστεράς, θα τούς έκλεινε πονηρά το μάτι και θα τούς έλεγε: «Είδατε που σας τα έλεγα; Χωρίς την επίκληση του κινδύνου παλινόρθωσης της Δεξιάς, εκλογές δεν κερδίζονται». Ασφαλώς, οι καινούριοι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ είναι πιο εξοικειωμένοι με την αντιδεξιά ρητορική. Στον ιστορικό πυρήνα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, είναι πιθανό η υιοθέτηση της αντιδεξιάς ρητορείας ως σημαντικού όπλου εκλογικής στρατηγικής να προκαλεί, επίσης, αμηχανία. Οι άνθρωποι που επί χρόνια με θυμό διάβαζαν στην «Αυριανή» ότι «κάθε ψήφος που δεν πάει στο ΠΑΣΟΚ, πηγαίνει στη Δεξιά», τα μέλη του ΚΚΕ εσωτερικού που δεν επέλεξαν να φράξουν μέσω ΠΑΣΟΚ το δρόμο στο Μητσοτάκη το 1985, οι ψηφοφόροι του ΣΥΝ που είδαν το κόμμα τους να μένει για λίγο εκτός Βουλής το 1993 λόγω του φόβου που προκάλεσε η τελευταία συγκέντρωση της ΝΔ στην Αθήνα, οι απλοί αριστεροί ψηφοφόροι που άντεξαν στις πιέσεις και στήριξαν τον ΣΥΝ/ ΣΥΡΙΖΑ στις πολύ πολωμένες εκλογές του 2000 και του 2004, είναι πλέον αναγκασμένοι να βλέπουν την ηγεσία του κόμματός τους να μεταχειρίζεται λεκτικά σχήματα που παλαιότερα τα θεωρούσαν εκβιαστικά και αποπροσανατολιστικά. Έτσι, υποχρεώνονται να συμβιβαστούν- άλλοι μεν απρόθυμα, άλλοι πολύ πρόθυμα- με τη νέα πραγματικότητα. Είναι εντυπωσιακό, αν το καλοσκεφτεί κανείς, ότι ψηφοφόροι του ΚΚΕ εσωτερικού αλλά και του ΚΚΕ που δεν στήριξαν με την ψήφο τους το 1985 τα πεπραγμένα της πρώτης τετραετίας της Αλλαγής, σήμερα είναι έτοιμοι να στηρίξουν τα πεπραγμένα της μνημονιακής διακυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα με τη λογική του «μικρότερου κακού». Συνάμα, η σημερινή πραγματικότητα υποδεικνύει ότι το καλύτερο προπαγανδιστικό όπλο του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι τα δελτία ειδήσεων του ΣΚΑΙ, τα υστερικά πρωτοσέλιδα του ΒΗΜΑΤΟΣ και των ΝΕΩΝ, οι ακροδεξιές κραυγές του Βορίδη και του Άδωνι, όλα αυτά που τροφοδοτούν και ενισχύουν τα αντιδεξιά αντανακλαστικά της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ συνάμα διαμορφώνουν αντιδεξιά αντανακλαστικά ακόμα και σε νέους ηλικιακά ψηφοφόρους.
Retour a la normalite?
Έτσι, δημιουργούνται οι όροι για τη συνολική μετατόπιση των ψηφοφόρων όλου του πολιτικού φάσματος προς τα δεξιά, αφού και τα διλήμματα θα τίθενται σε όλο και πιο συντηρητική βάση. Στις 10 ιδιωτικοποιήσεις της ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορεί να αντιπαρατάσσει 7 ιδιωτικοποιήσεις (και το ανάποδο), στο μισθό των 511 ευρώ θα αντιπαρατάσσεται ο μισθός των 586 ευρώ, απέναντι στην παρουσία μιας ρατσίστριας στην κυβέρνηση θα επισείεται το σκιάχτρο των τριάντα ρατσιστών στην κυβέρνηση. Το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα μοιάζει να επιστρέφει στα προμνημονιακά χρόνια. Η διαιρετική γραμμή Δεξιάς/Αντιδεξιάς αποδείχτηκε ανθεκτικότερη από το δίπολο μνημόνιο/αντιμνημόνιο. Ήδη στελέχη του Κέντρου κινούνται με ταχύτητα προς τις δύο πλευρές του νέου δικομματισμού, άλλοι προς τη ΝΔ και άλλοι προς το ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα, κόμματα που δημιουργήθηκαν στη βάση αποκλειστικά της αντίθεσης στο μνημόνιο (π.χ. ΑΝΕΛΛ) αποδυναμώνονται. Η διαιρετική τομή Δεξιά/ Αντιδεξιά φαίνεται ότι θα κυριαρχήσει και τα επόμενα χρόνια. Απλώς, μετά τις τεκτονικές αλλαγές της τελευταίας δεκαετίας, ο διαχειριστής στον ένα πόλο του πολιτικού φάσματος άλλαξε. Φαίνεται ότι για άλλη μια φορά έπρεπε να αλλάξουν τα πάντα για να μην αλλάξει επί της ουσίας τίποτα. Για πόσο διάστημα, αυτό παραμένει ερώτημα ανοιχτό…