του Μηνά Κωνσταντίνου

«Δεν ξέρω τι συνέβη το 1977, γιατί όπως αντιλαμβάνεστε είναι πολλά χρόνια πίσω. Ήμουν πολύ μικρός για να ξέρω τι συνέβη».
 
Σε αυτή τη δήλωση προέβη ο Γιώργος Κουμουτσάκος την Τρίτη, όταν ερωτήθηκε από τον Άρη Πορτοσάλτε «τι συνέβη το 1977», αναφορικά με την «Τρίτη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Τυποποίηση Γεωγραφικών Ονομάτων» που επικαλείται το υπουργείο Εξωτερικών ως επίσημη αποδοχή της «μακεδονικής γλώσσας» από την κυβέρνηση Καραμανλή.
 
Η δήλωση του Γιώργου Κουμουτσάκου μπορεί να προκάλεσε αίσθηση, όχι όμως περισσότερη από όση προκαλεί το γεγονός πως όπως αναφέρει ο ίδιος στο πλούσιο βιογραφικό του, ως ευρωβουλευτής έχει διατελέσει μέλος της Αντιπροσωπείας στη Μικτή Κοινοβουλευτική Επιτροπή ΕΕ-Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, την περίοδο 2009-2014.
 
Τα έγγραφα που αποτέλεσαν την αιτία για να ανοίξει η συζήτηση για τη γλώσσα της ΠΓΔΜ από τα τέλη Ιανουαρίου, βρίσκονται ανεβασμένα στην επίσημη ιστοσελίδα του ΟΗΕ και τα δημοσίευσε στον ελληνικό Τύπο η Εφημερίδα των Συντακτών 

«Αναγνωρίζοντας περαιτέρω ότι στη Γιουγκοσλαβία η λατινοποίηση του σερβο-κροατικού και μακεδονικού κυριλλικού αλφάβητου έχει από καιρό χρησιμοποιηθεί σε επίσημα γεωγραφικά λεξικά και χάρτες», η διάσκεψη συνιστά πως «τα συστήματα που αναφέρονται στο παράρτημα του παρόντος ψηφίσματος πρέπει να υιοθετηθούν ως διεθνή συστήματα για τη λατινοποίηση των σερβο-κροατικών και μακεδονικών γεωγραφικών ονομασιών στη Γιουγκοσλαβία», αναφέρεται χαρακτηριστικά στα συμπεράσματα της διάσκεψης.

Όπως διαπιστώνει εκεί με μια σύντομη αναζήτηση στην ιστοσελίδα του ΟΗΕ, η τρίτη διάσκεψη που επικαλείται η κυβέρνηση και αγνοούν στη Νέα Δημοκρατία, ακολούθησε τη δεύτερη και προηγήθηκε της τέταρτης. Μάλιστα, κατά τα έγγραφα της δεύτερης διάσκεψης, υπήρξε ουσιαστική προεργασία από την πλευρά της ΠΓΔΜ για όσα ακολούθησαν στην Τρίτη.

Την συγκεκριμένη διάσκεψη διοργανώνει από το 1967 και κάθε πέντε χρόνια ο ΟΗΕ, κατόπιν απόφασης του Οργανισμού το 1957. Η πλήρης ονομασία του εν λόγω οργάνου είναι «Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Τυποποίηση Γεωγραφικών Ονομάτων» (UNCSGN), και σύμφωνα με την ιστοσελίδα του ΟΗΕ, είναι από τα λίγα με κυβερνητικά στελέχη, που με τη σειρά του αποτελεί κύριο όργανο των Ηνωμένων Εθνών.
 
Στην ιστοσελίδα της UNCSGN αναφέρεται πως ενδιάμεσα στα πέντε χρόνια που κάνει να συνέλθει, συνέρχεται η Ομάδας Εμπειρογνωμόνων των Ηνωμένων Εθνών για τα Γεωγραφικά Ονόματα (UNGEGN), η οποία «συνέρχεται μεταξύ των Διασκέψεων για την παρακολούθηση της εφαρμογής των ψηφισμάτων που εγκρίθηκαν από τις διασκέψεις» και αποτελεί έναν από τα επτά μόνιμα όργανα εμπειρογνωμόνων του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβούλιου του ΟΗΕ.
 
Μάλιστα, στον ιστότοπο του ΟΗΕ περιγράφεται πως η UNGEGN διαθέτει μία σειρά από υπηρεσίες και ομάδες εργασίας που ασχολούνται με «ζητήματα κατάρτισης, αρχεία ψηφιακών δεδομένων και βιβλιοθήκες, συστήματα λατινοποίησης, ονόματα χωρών, ορολογία, δημοσιότητα και χρηματοδότηση», για την εφαρμογή των ψηφισμάτων της UNCSGN. 
 
Ακόμα πιο σαφείς προκύπτουν οι στόχοι του οργάνου, όπως περιγράφονται, που είναι «η κάθε χώρα να αποφασίσει για τα δικά της εθνικά τυποποιημένα ονόματα μέσω της δημιουργίας εθνικών αρχών ονομάτων ή αναγνωρισμένων διοικητικών διαδικασιών», ενώ φροντίζει «να προωθήσει τη χρήση αυτών των ονομάτων σε διεθνές επίπεδο» με τη χρήση «γεωγραφικών εντύπων, άτλαντων, βάσεων δεδομένων μέσω διαδικτύου, τοπωνυμίων κατευθυντήριων γραμμών κλπ». Συμπληρώνει επίσης πως «για κάθε μη ρωμαϊκό αλφάβητο ή χειρόγραφο, αυτό θα γίνει με την υιοθέτηση και τη χρήση ενός ενιαίου επιστημονικά βασισμένου συστήματος λατινοποίησης».
 
Με μια πρώτη ανάγνωση, η Διάσκεψη και οι αποφάσεις της που επικαλείται ο υπουργός Εξωτερικών όταν κατηγορεί την αξιωματική αντιπολίτευση πως έχει ήδη αποδεχθεί την «μακεδονική γλώσσα» μοιάζει εξαιρετικά σημαντικός βραχίονας του ΟΗΕ για να μην γνωρίζει ο κ. Κουμουτσάκος τη λειτουργία του. Με περισσότερα από 25 χρόνια στη διπλωματία της  χώρας και με το χαρτοφυλάκιο του τομεάρχη Εξωτερικών σε μια περίοδο διαπραγμάτευσης του Μακεδονικού, μοιάζει αδύνατον να προχώρησε σε μία τέτοια δήλωση επειδή πράγματι αγνοεί τα πραγματικά γεγονότα.

Την ίδια στιγμή, η γραμμή της Νέας Δημοκρατίας απέναντι σε ένα καίριο σημείο των διαπραγματεύσεων που θέτει η ελληνική πλευρά, συνοψίζεται στη θέση του αντιπροέδρου Γεωργιάδη πως ο ΥΠΕΞ Κοτζιάς «υιοθετεί το επιχείρημα των Σκοπιανών» και πως «αυτός ο άνθρωπος μας εκπροσωπεί υποτίθεται», ενώ ο πρόεδρος Μητσοτάκης υποστηρίζει πως ο υπουργός «μοιάζει περισσότερο να υπερασπίζεται τα επιχειρήματα των γειτόνων μας παρά τα εθνικά συμφέροντα».

Στο μεταξύ, ο μόνος αντίλογος που μοιάζει ουσιαστικός διαμορφώνεται από τον καθηγητή Γλωσσολογίας και πρώην υπουργό της κυβέρνησης Παπαδήμου, Γεώργιο Μπαμπινιώτη, που περιγράφει τις εργασίες των παραπάνω οργάνων του ΟΗΕ -λίγο-πολύ- ως μία άτυπη «σύναξη» γλωσσολόγων που συζητούν για «μεταγραμματισμούς», χωρίς κανέναν ουσιαστικό διεθνή αντίκτυπο από τις αποφάσεις τους. Πάντως, σύμφωνα με τα επισημα έγγραφα της Διάσκεψης, ο καθηγητής εμφανίζεται να ήταν παρών, στο πλευρό του υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών, Κωνσταντίνου Τρυπάνη και της πολυπληθούς ελληνικής αποστολής.

Η «άγνοια», η αδιαφορία και η υποβάθμιση πραγματικών γεγονότων μαζί με την παραποίηση και τον αναθεωρητισμό της Ιστορίας, σύμφυτα με την ηγεσία της και με πρωτοφανή ασυλία από όλο σχεδόν το κόμμα, αποτελούν πλέον παγιωμένη τακτική της Νέας Δημοκρατίας.

«Δεν είχα γεννηθεί το 1977», «τι νοιάζει τον 17χρονο για το 1963», «ο καθένας την Ιστορία τη διαβάζει στο σπίτι του» μαζί με… εξωγήινους και μία σειρά από fake news από τη μήτρα της ακροδεξιάς, απέναντι στην ίδια την πραγματικότητα, με κάθε ευκαιρία. 

Η τακτική υποβάθμιση πραγματικών περιστατικών και γεγονότων είναι αυτή που στρώνει το έδαφος, για να φυτρώσει η σκοταδιστική άρνησή τους από ακόμα πιο αντιδραστικές δυνάμεις. Αυτό το κάνει με τρόπο απροκάλυπτο πλέον το μεγαλύτερο μέρος της δεξιάς παράταξης.