Ανηψιός του Έντουαρντ Σαϊντ, έρχεται από μια οικογένεια περήφανων μεσανατολιτών διανοουμένων και συνεχίζει επάξια την παράδοση. Όπως και θείος του, μεγάλωσε ως χριστιανός, προτεστάντης – η οικογένεια μεταπήδησε στον Προτεσταντισμό από την Ορθοδοξία. Στο βιογραφικό του, ανάμεσα στους τόμους που έχει γράψει, στα άρθρα και τις έρευνες που έχει δημοσιεύσει, στις τριετείς συνεργασίες του με την ΕΕ και με διεθνείς οργανισμούς, σημειώνει και ότι τον απασχολεί «τι σημαίνει να ερευνάς και να διδάσκεις διεθνείς σχέσεις, ασφάλεια, ΟΗΕ και διεθνή διακυβέρνηση από τη Βηρυττό». Είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα φράση που έχει προσθέσει στις εντυπωσιακές του περγαμηνές ο Καρίμ Μαγκντισί, καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο της Βηρυττού, και η φράση που κρατάω όταν έχω την χαρά να μιλήσω μαζί του και να μοιραστώ τις απορίες μου και τις απορίες των αναγνωστών μας για τη Χεσμπολλάχ.
Πίνουμε μπύρες στο Duke of Ellington, μες στο ζεστό βράδυ. Στη Χάμρα, τα «Εξάρχεια» της Βηρυττού, οι ζημιές είναι μικρές, έχουν αποκατασταθεί σχεδόν, μπορούμε να συζητήσουμε θεωρητικά, να αναζητήσουμε ταυτότητες και αιτίες, χωρίς να μας κυνηγά η πρόσφατη καταστροφή. Μας κυνηγούν μόνον οι προγενέστερες, αμβλυμένες από το χρόνο και ξάστερες κάτω από το καθαρό βλέμμα του Καρίμ.
Ξεκινώ με τα νούμερα. Έχει ακόμη η Χεσμπολλάχ την υποστήριξη κοντά 70% του Λιβανέζικου λαού; Είναι ακόμη τόσο δημοφιλής; «Δεν ξέρω αν σήμερα η Χεσμπολλάχ έχει 70% δημοφιλία. Την είχε σίγουρα μετά τον πόλεμο του 2006. Όμως, εδώ είναι αναγκαίο να κάνουμε ένα διαχωρισμό. Να ξεχωρίσουμε την Αντίσταση από το κόμμα ‘Πίστη στην Αντίσταση’ [πολιτικό φορέα της Χεσμπολλάχ, σιιτικό]. Είμαι χριστιανός και εκτός κομμάτων, όπως και πολλοί ακόμη, και αυτός ο διαχωρισμός είναι απαραίτητος. Η Αντίσταση είναι αρχή, δεν βλέπει πολωτικά το θρησκευτικό, δεν τη νοιάζει. Στην Αντίσταση και στην αντιμετώπιση των Ισραηλινών είναι πολλοί περισσότεροι μαζί τους.».
Ρωτάω για τις υποδομές, για τα νοσοκομεία, τα σχολεία, την πρόνοια της Χεσμπολλάχ. Αυτή απλώνεται και στο χριστιανικό πληθυσμό; «Είναι βέβαιο ότι δε διώχνουν κανέναν. Βοηθούν τους πάντες, όταν πάνε στην πόρτα τους, ή οι ίδιοι προσφέρονται, όπως έγινε και τώρα, με την πανδημία. Αλλά πρέπει να καταλάβετε ότι οι δομές αυτές έχουν δημιουργηθεί εκεί που ο σιιτικός πληθυσμός είναι συντριπτική πλειοψηφία, οπότε και προσφέρουν κυρίως στους σιίτες».
Ο πόλεμος της Συρίας άλλαξε την εικόνα της Χεσμπολλάχ για πολλούς, συμφωνούμε. Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. «Μπορείς να ορίσεις την ιστορία της Χεσμπολλάχ σε τρεις φάσεις. Η πρώτη ήταν η τοπική, όταν οργανώθηκε και ξεκινά να δρα στο Νότιο Λίβανο, απολύτως νομιμοποιημένη την εποχή της κατοχής [από το Ισραήλ]. Σε εκείνο το περιβάλλον ανδρώθηκε, έγινε πιο ‘επαγγελματική’ ας πούμε, ήταν αποτελεσματική στα πλήγματα κατά του εχθρού, κέρδισε την αγάπη και την πλήρη νομιμοποίηση από τον κόσμο, και, βεβαίως, το νικηφόρο αποτέλεσμα της έδωσε άλλη αίγλη, όπως και η φροντίδα της για τους μάρτυρές της.
Η δεύτερη φάση ήταν μετά το 2000. Μεγάλωσαν πολύ και από ένα μικρό, τοπικό και νικηφόρο αντιστασιακό κύμα έγιναν τόσο δυνατοί που αποτέλεσαν αιτία σοκ τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για το Ισραήλ. Άντεξαν την απίστευτη επίθεση των 33 ημερών και υπήρξαν ιδιαίτερα αποτελεσματικοί. Έτσι, φτάνουμε στο 2006, που η δημοφιλία τους είναι στο αποκορύφωμα, όχι μόνο στο Λίβανο αλλά και σε όλη την περιοχή. Υπήρχαν συγκρίσεις του Νασράλλα με το Νάσερ, ήταν ταυτισμένος με την Αντίσταση, φούντωνε η περηφάνεια γιατί κατόρθωσαν, με τα όπλα τους, δια της βίας, να νικήσουν, να διώξουν τους Ισραηλινούς, πρώτη φορά. Την ώρα που οι άλλοι έδιναν τα πάντα στο Ισραήλ, εδώ είχαμε Αντίσταση που τους νίκησε χωρίς ξένες πλάτες. Τότε αγκάλιασε τη Χεσμπολλάχ όλη η αντι-αποικιοκρατική αριστερά παγκοσμίως. Γιατί, υπήρχε η αίσθηση μιας μεγάλης στιγμής του Αντιαποικιοκρατικού Αγώνα. Τότε δυνάμωσαν ακόμη περισσότερο». Και η δύναμη αυτή, ορατή σε όλους, γέννησε το φόβο.
«Το Ισραήλ, οι Σαουδάραβες, κάπως οι Ευρωπαίοι, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, φοβήθηκαν. Ήταν ήδη φοβισμένοι από την άνοδο του Ιράν, που δυνάμωνε στην περιοχή, ειδικά μετά την καταστροφή που υπέστησαν οι ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003. Χεσμπολλάχ και Ιράν μαζί θα αποτελούσαν έναν πολύ μεγάλο κίνδυνο – γι’ αυτό και ο φόβος τους ήταν πραγματικός. Ή έπρεπε να τους νικήσουν ή να τους περιορίσουν. Τότε άρχισαν οι Σαουδάραβες να έρχονται κοντά στους Ισραηλινούς, και να χρησιμοποιούν ως όπλο το σεχταρισμό. Όχι όμως το σεχταρισμό που θέλει κάποιους Άραβες, κάποιους Λιβανέζους. Το σεχταρισμό που έβαζε όλους τους σιίτες στο ίδιο καζάνι – όλοι οι σιίτες λογίζονταν Ιρανοί ή δάκτυλοι του Ιράν. Και αυτό το καζάνι έμπαινε στην άκρη ως ανεπιθύμητο. Ο σεχταρισμός που έσπρωχναν οι Σαουδάραβες είχε ως στόχο να χωρίσει, να διασπάσει την Αντίσταση, και το μύθευμα ήταν πως, όλοι οι σιίτες είναι υποχείρια (proxies) του Ιράν».
Ο πόλεμος του Ιράκ, το 2003, ήταν ένα πολύ σκληρό μάθημα για τους Αμερικάνους. γιατί στόχος τους από τότε, και από κει, ήταν το Ιράν. Το σχέδιο ήταν «από το Ιράκ πάς στο Λίβανο, διώχνεις τη Χεσμπολλάχ και τη Χαμάς, παίρνεις τη Συρία και μετά κτυπάς ευθέως το Ιράν. Το σχέδιο αυτό σταμάτησε στο Λίβανο. O Μπους εγκατέλειψε».
Το επόμενο βήμα, στην προσπάθεια για τον αφοπλισμό της Χεσμπολλάχ, ήταν να αναλάβει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ το έργο. Και μαζί, να φέρει τη διαμάχη, για τον αφοπλισμό της Χεσμπολλάχ σε Λιβανέζικο έδαφος, στο κράτος του Λιβάνου – γιατί μόνο έτσι θα ήταν δυνατή η απονομιμοποίηση της Χεσμπολλάχ στις λαϊκές μάζες. Το έργο εκφράστηκε με το Ψήφισμα 1701 του ΟΗΕ, που προβλέπει ότι για να αφοπλιστεί η Χεσμπολλάχ, πρέπει να το έχουν αποδεχθεί και η κυβέρνηση και ο στρατός του Λιβάνου. Και οι δύο.
Κι εκεί εμφανίζεται ένα ζήτημα σημαντικό, όσο και εσωτερικό. Η Αντίσταση είναι σεβαστή από τις κυβερνήσεις – καμμία λιβανέζικη κυβέρνηση δε θα τα βάλει με την Αντίσταση, ακόμη και αν δεν βλέπει με καλό μάτι ή και μισεί τη Χεσμπολλάχ. «Η Αντίσταση σημαίνει προστασία από τον ξένο παράγοντα. Σημαίνει Ανεξαρτησία, Αυτονομία. Ο Λίβανος θα είναι ανεξάρτητος μόνον όσο αντιστέκεται στους Ισραηλινούς». Η θέση του Λιβάνου είναι ακριβώς που υποχρεώνει σε αυτό. Βόρεια της «μεγαλύτερης στρατιωτικής βάσης των ΗΠΑ στον κόσμο», όπως χαρακτήρισε η Μάρουα Οσμάν το Ισραήλ, δυτικά και νότια της Συρίας.
Για τον αφοπλισμό της Χεσμπολλάχ, λοιπόν, χρειάζεται κάποιος να ελέγχει, να αποσπάσει αυτή την απόφαση, από την κυβέρνηση και από τον στρατό του Λιβάνου. Για να γίνει αυτό εφικτό «θες την απονομιμοποίηση της Χεσμπολλάχ». Κι αυτό το δοκίμασαν ήδη το 2008, με διαδηλώσεις, βαθαίνοντας τις σεχταριστικές διαφορές, φυτεύοντας ηγεσία με στενούς δεσμούς με τη Σαουδική Αραβία, που έλαβε την απόφαση, μια ωραία μέρα και στα ξαφνικά, να κατασχέσει όλο το σύστημα τηλεπικοινωνιών της Χεσμπολλάχ. Εκείνη την 7η Μαϊου 2008, που η Χεσμπολλάχ αποφάσισε να μπει στη Βηρυττό και νίκησε τους ανθρώπους του Χαρίρι. «Τότε τους βρήκε ανέτοιμους. Οι άνθρωποί τους, αυτοί που είχαν κουβαλήσει, ήταν φτωχοί άνθρωποι από τα βουνά, τους δίναν εκατό δολλάρια το μήνα, και κατέβασαν φτωχόκοσμο στην πιο κοσμοπολίτικη πόλη της Μ. Ανατολής να τους φυλάξει… Ε, η Χεσμπολλάχ πήρε την πόλη σε μια μέρα. Κάτι τραυματικό, τολμώ να πω ευνουχιστικό, για τους νεώτερους οπαδούς του Χαρίρι. Η ήττα αυτή ακόμη τους στοιχειώνει».
Από κει, από την σύγκρουση του Μάη του 2008, ο Λίβανος οδηγήθηκε στη συμφωνία της Ντόχα. «Κι εκεί ξεκινάει μια νέα εποχή. Αργά και σταθερά η Χεσμπολλάχ μεγάλωνε. Σε οπλισμό, σε ανθρώπους, σε υποδομές, σε δίκτυα, μεγάλωνε και ένοιωθε πιο σίγουρη. Έτσι κάπως, το 2011, με τον Πόλεμο της Συρίας, μπήκαν στη μάχη». Γελάει με ένα απαλό γέλιο. «Τότε δεν ήμουν πολύ δημοφιλής», λέει. «Δεν πολεμούν κατά του Ισραήλ, επέμενα, για ποιό λόγο να εμπλακεί η Χεσμπολλάχ στον πόλεμο της Συρίας;». Όμως η Χεσμπολλάχ τότε είχε στραμμένα τα μάτια της στους φανατικούς Ισλαμιστές, της Νταές, ISIS, που είχαν φτάσει στα σύνορα του Λιβάνου και που δεν μισούσαν κανέναν περισσότερο από τους σιίτες, καλοπληρωμένοι και αφιονισμένοι από τα Σαουδαραβικά κεφάλαια. Η λογική της Χεσμπολλάχ, ήταν στρατιωτική: Αν δεν τους σταματήσουν στη Συρία, θα μπουν στο Λίβανο. Θα φτάσουν στη Βηρυττό. «Πως όμως δικαιολογείς ότι είσαι η Αντίσταση κατά του Ισραήλ, όταν μπαίνεις στη Συρία και σκοτώνεις Σύριους;». Η απάντηση ήταν και πάλι στρατιωτική: «Η ISIS είναι το άλλο Ισραήλ». Αν η Νταες έφτανε στο Λίβανο, το Ισραήλ δε θα έχανε την ευκαιρία μιας επίθεσης. Τα δύο ανοικτά μέτωπα θα ήταν πολύ δύσκολα για τη Χεσμπολλάχ.
«Το πρώτο που έκαναν ήταν να προστατεύσουν τα σύνορα, ειδικά όσα κατοικούν οι φτωχότεροι πληθυσμοί». Κι εκεί, στον κόσμο που, όπως μου είπε και χτες η Μάρουα Οσμάν, είναι η Χεσμπολλάχ, ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους, οι συζητήσεις ήταν άλλου χαρακτήρα. «Πως θα δέχονταν οι μανάδες να μαρτυρήσουν [σκοτωθούν] τα παιδιά τους στη Συρία;». Όμως, «ο λαός το αποδέχθηκε. Αποδέχθηκε ότι ο πόλεμος κατά των Ισλαμιστών φανατικών είναι πόλεμος κατά των ΗΠΑ και του Ισραήλ, αποδέχθηκε ότι ήταν ο ίδιος αγώνας και ο ίδιος εχθρός. Ότι η Νταες ήταν υπαρξιακή απειλή, ειδικά καθώς το μίσος τους κατά των σιιτών ήταν μεγαλύτερο ακόμη και από αυτό κατά των χριστιανών». Η επόμενη στρατηγική απόφαση, σε καιρό πολέμου, όταν το εσωτερικό μέτωπο ενώθηκε, ήταν η απόφαση να μην επιτρέψουν να πέσει η κυβέρνηση. Η Χεσμπολλάχ αποφάσισε να τη στηρίξει, «γιατί αν επέτρεπαν να πέσει η κυβέρνηση θα ήταν περικυκλωμένοι από παντού. Απομονωμένοι.».
Πόσο αδυνατισμένη είναι σήμερα η Χεσμπολλάχ; «Το βέβαιο είναι ότι είναι πιο αδύνατη. Δυνάμωνε, πέρασε από τοπική δύναμη σε εθνική και μετά σε περιφερειακή και ο περιφερειακός της ρόλος είναι πολύ πιο ευρύς από το Λίβανο, έχει πια στενές σχέσεις με το Ιράκ και την Υεμένη. Για τους λόγους που είπα, μπήκε στην κυβέρνηση, σε χαμηλές θέσεις πάντα, ώστε αυτό που να είναι ψηλά στην ατζέντα της [εμφανώς] να είναι πάντα η Αντίσταση. Τα τελευταία χρόνια είναι με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο έξω από την κυβέρνηση, στην τελευταία κυβέρνηση είχαν δύο χαμηλόβαθμους υπουργούς. Και κάνανε μεγάλο λάθος, κατά τη γνώμη μου, να στηρίξουν την τελευταία κυβέρνηση, που ήταν αποτυχημένη πολλαπλώς».
Βγαίνοντας έξω από το τοπικό, εθνικό επίπεδο, ήταν λογικό να αδυνατίσει στο εσωτερικό μέτωπο. Μπορεί πάντα να είναι ο εγγυητής της ασφάλειας της χώρας απέναντι στο επιθετικό και γενοκτόνο Ισραήλ, όμως τα πιεστικά, βιωτικά προβλήματα του λαού, η κατάσταση της οικονομίας, η φτώχεια και η ανεργία, και από πάνω ο Νόμος του Καίσαρα, κατέστρεφαν το Λίβανο πριν την έκρηξη της 4ης Αυγούστου. Η περιφερειακή κατάσταση δεν έχει αλλάξει καθόλου. Και άλλες αραβικές χώρες, φίλα προσκείμενες στο Ισραήλ ή, σην καλύτερη περίπτωση, ουδέτερες, έχουν μπει για τα καλά στο παιγνίδι εναντίον της. Η Χεσμπολλάχ δεν έχει κληθεί σε καμμία από τις πρόσφατες παναραβικές συναντήσεις και συνελεύσεις. Και η Δύση, οι φιλάνθρωποι των 250 εκατομμυρίων υπό όρους, όχι μόνον τη στοχοποιούν αλλά και κάνουν ότι είναι δυνατόν για να χρεωθεί η Χεσμπολλάχ τα λάθη και τις αποτυχίες της κυβέρνησης Ντιάμπ. «Η καμπάνια εναντίον της Χεσμπολλάχ είναι συστηματική. Ξέρουν πολύ καλά ότι η Χεσμπολλάχ δεν είναι υποχείριο (proxy) κανενός. Είναι ισότιμη συνομιλήτρια με όλους. Ξέρουν επίσης ότι η υποστήριξη που έχει στο λαό δεν είναι θέμα θρησκείας, είναι θέμα Αντίστασης. Γι΄αυτό, παρά όλες τις προσπάθειες για απονομιμοποίησή της, η Χεσμπολλάχ έχει την κατανόηση του λαού».
Παραμένοντας, σήμερα, πιο αδύνατη από ποτέ – κάτω από το 70% των αρχών της δεκαετίας, αλλά πάντα νομιμοποιημένη στην συνείδηση του λαού της, ως η βασικότερη δύναμη αντίστασης. Γινόμενη, σήμερα, συνομιλητής των Γάλλων, μέσω του Μωχάμεντ Ρααντ, του νο2 της, και πιθανότατα και σύντομα συνομιλητής όλων όσων την απεχθάνονται, στην προσπάθεια μιας λύσης που δε θα αιματοκυλήσει πάλι το Λίβανο.
Πως να κατασκευάσετε μια «τρομοκρατική οργάνωση»
Η άποψη ότι η Χεσμπολλάχ «είναι τρομοκρατική οργάνωση», διαδίδεται από τα μέσα της προπαγάνδας ή «στρατηγικής χειραγώγησης των αντιλήψεων», όπως το λένε τα αμερικάνικα στρατιωτικά εγχειρίδια, της Αυτοκρατορίας, αλλά έχει υιοθετηθεί μόνον από τους πολύ κοντινούς συμμάχους των ΗΠΑ. Ελάχιστες χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο θεωρούν είτε το στρατιωτικό σκέλος της είτε όλη την οργάνωση ως τρομοκρατική. Ακόμη και η ουικιπέντια το αναγνωρίζει… ΗΠΑ, Ισραήλ, Καναδάς, Ολλανδία, Σαουδική Αραβία και οι συν αυτήν στον Περσικό, και μετά, για το στρατιωτικό σκέλος, όλη η Ευρωζώνη συν τη Βρετανία. Από την άλλη, Τα Ηνωμένα Έθνη, όπως και η πάντα ουδέτερη Ελβετία, δεν θεωρούν την οργάνωση τρομοκρατική, αλλά νόμιμη στρατιωτική.
Οι ΗΠΑ, που στραγγαλίζουν με κυρώσεις τον πλανήτη, έχουν ιδιαίτερη ευκολία να αποδίδουν τον χαρακτηρισμό ως «τρομοκρατών» ακόμη και σε κανονικά κρατικά στρατιωτικά σώματα, όπως οι Φρουροί της Επανάστασης στο Ιράν. Ο κατ’ εξοχήν τρομοκράτης στην περιοχή, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, βολικά ξεχνούν ότι η Χεσμπολλάχ έχει καταδικάσει, και μάλιστα με αυστηρότητα, ενέργειες όπως η επίθεση κατά των διδύμων πύργων από την αλ-Κάιντα. Οι κυβερνήσεις της περιοχής που έχουν δεχθεί τις όχι και τόσο φιλικές ..επισκέψεις της ISIS θεωρούν τεράστια την προσφορά της Χεσμπολλάχ στην αντιμετώπιση των τρομοκρατών.
Τα περιφερειακά φίλτρα είναι αυτά που διαθλούν την εικόνα για τη Χεσμπολλάχ, όπως έχει πει και ο έτερος φίλτατος καθηγητής στο Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο της Βηρυττού, Νικόλας Κοσματόπουλος. Γιατί, την εικόνα της, ειδικά στη Δύση, δεν την ελέγχει η ίδια. Κι έτσι χάνονται τόσο το ταξικό φίλτρο, κι η οργάνωση εμφανίζεται ως η φωνή των σιιτών, χωρίς να καταγράφεται ότι οι σιίτες ήταν και είναι η εργατική τάξη, τα κατώτερά της στρώματα, ότι η Χεσμπολλάχ έδωσε σε αυτήν την εργατική τάξη υπερηφάνεια, ότι τη μισούν οι αστοί γιατί έδωσε ρόλο στα πράγματα σε ‘αυτούς τους ξεβράκωτους’. Για τη Χεσμπολλάχ υπάρχει και μίσος ταξικό. Όπως υπάρχει και πολιτική κόντρα, από όλα τα αραβικά κράτη που νικήθηκαν από ή υποτάχθηκαν στο Ισραήλ. Η νίκη της Χεσμπολλάχ ήταν χαστούκι για πολλούς «κανονικούς» στρατούς και κυβερνήσεις.
Ο Λαϊθ Μαρούφ, συνάδελφος με διπλή υπηκοότητα, με αγώνες στον Καναδά και τώρα εδώ, αριστερός και αφιερωμένος στον αντι-ιμπεριαλιστικό αγώνα. «Όταν η παλαιστινιακή αντίσταση στο Λίβανο ηττήθηκε και εκδιώχθηκε, ο πληθυσμός στο Νότο δεν είχε καμμία προστασία, ευρισκόμενος υπό κατοχή. Έτσι γεννήθηκε η Χεσμπολλάχ, από την ανάγκη του [σιιτικού] νότου να προστατευθεί. Την ίδια ώρα, η ήττα των Παλαιστινίων στο Λίβανο ήταν ήττα όλης της Αριστεράς. Η [μαρξιστικής προέλευσης] αντίσταση κατά του Ιμπεριαλισμού μπήκε στο φέρετρο. Και εκεί, σε αυτή την στιγμή, έρχεται η άνοδος της Χεσμπολλάχ, ενός τέκνου της ανάγκης, μαζί με την επαναστατική κυβέρνηση στο Ιράν, να γίνουν εργαλεία κατά του Ιμπεριαλισμού και του Ισραήλ. Δημιουργήθηκε ένας Άξονας της Αντίστασης στηριγμένος στη σιιτική παράδοση και τις λαϊκές ανάγκες. Με την υποστήριξη και του χριστιανικού στοιχείου. Είναι πολλοί οι χριστιανοί που στηρίζουν εξ αρχής την αντίσταση».
«Όταν, το 2000, η Χεσμπολλάχ νίκησε τους Ισραηλινούς, δε φέρθηκε άσχημα σε κανέναν. Συμμάχους όμως βρήκε κυρίως στο χριστιανικό πληθυσμό. Οι σουνίτες ήταν υπό σαουδαραβική επιρροή – και τώρα και υπό τουρκική – οπότε δεν μπορούσε να υπάρξει εύκολα συνεργασία. Ο εταίρος της Χεσμπολλάχ ήταν, λοιπόν, ο Μισέλ Αούν και το Πατριωτικό του Κόμμα. Σήμερα η πλειονότητα του λαού του Λιβάνου στηρίζει τη Χεσμπολλάχ. Το 70% που αναφέρεις είναι οι υποστηρικτές της Αντίστασης, αλλά δεν είναι μακρυά και το ποσοστό του πληθυσμού που υποστηρίζει τη Χεσμπολλάχ, των χριστιανών περιλαμβανομένων. Παραμένουν ξεκάθαρη και απόλυτη πλειοψηφία. Και θυμήσου κι αυτό: σε σύγκριση με οποιοδήποτε απελευθερωτικό κίνημα, είναι η μόνη που αφού απελευθέρωσε τη χώρα της – όχι όλη, ακόμη υπάρχουν κατεχόμενα εδάφη του Λιβάνου και τείνουμε να το ξεχνάμε- αφού, λοιπόν, απελευθέρωσε τη χώρα της, Δεν κατέλαβε την κυβέρνηση. Μερικοί το θεωρούν σφάλμα της. Όμως η Χεσμπολλάχ προτίμησε μια σταδιακή αλλαγή της πολιτικής κατάστασης στη χώρα. Και πρέπει να πούμε ότι, για πρώτη φορά στην κυβέρνηση [του απερχόμενου πρωθυπουργού] Ντιάμπ, δεν υπήρχε σαουδαραβική επιρροή στην κυβέρνηση».
«Το 2000 οι φτωχοί του Λιβάνου ήταν κατά συντριπτική πλειοψηφία σιίτες». Το ταξικό στοιχείο που πολλοί θέλουν να ξεχνούν, μπαίνει στο τραπέζι. Και ένα από τα κύρια ζητήματα είναι ο ταξικός της χαρακτήρας. Μέχρι την εμφάνιση της Χεσμπολλάχ οι σιίτες του Λιβάνου ήταν φτωχοί, περιφρονημένοι, κυνηγημένοι από την αστική τάξη, τους μαρωνίτες, που ήταν η φωνή της αποικιοκρατίας, της Γαλλίας. Οι μαρωνίτες τότε – και αρκετοί ακόμη- δήλωναν Φοίνικες, αρνούνταν την αραβική τους ταυτότητα, και αντιμετώπιζαν με βαθύ ρατσισμό τους μουσουλμάνους άραβες της χώρας. Οι αντι-αποικιοκρατικές και αντι-ιμπεριαλιστικές αντιλήψεις της Χεσμπολλάχ ουσιαστικά εισάγουν ένα άλλο γεωπολιτικό μοντέλο, στο πλαίσιο των σεχτών, που είναι βασική αντίληψη του Λιβάνου.
«Ήταν ξεχασμένοι στα βουνά, κανείς δε νοιαζόταν αν ζουν ή αν πεθαίνουν. Και ήταν άνω του 40% του πληθυσμού του Λιβάνου. Από το 2000, λόγω της Χεσμπολλάχ, βλέπουμε μια τεράστια αλλαγή στα επίπεδα της φτώχειας. Γεννιέται μια σιιτική μεσαία τάξη. Αν πας στο νότο, στα χωριά που οι άνθρωποι δεν είχαν σπίτια, ήταν πάμφτωχοι, τώρα θα δεις και σπίτια και δρόμους. Η Χεσμπολλάχ έβγαλε τους σιίτες από τη φτώχεια. Δημιούργησε νοσοκομεία, σχολεία, ορφανοτροφεία, φρόντισε να έχουν όλοι φαγητό, έκανε ότι χρειάστηκε για να κρατήσει την πλειοψηφία του πληθυσμού έξω από τις συνθήκες της ακραίας φτώχειας. Παράλληλα ανέλαβε τις οικογένειες των μαρτύρων, την προστασία και βοήθεια των αναπήρων.. Οι κυβερνήσεις δε βοηθάνε κάνέναν, δεν παρέχουν υπηρεσίες εδώ.». Το κενό κάλυψε η Χεσμπολλάχ, δημιουργώντας από το μηδέν, συνεργατικά, μηχανισμούς πρόνοιας. Γι αυτό «ο σιιτικός πληθυσμός δε θα εγκαταλείψει ποτέ τη Χεσμπολλάχ. Η πίστη πρώτα του σιιτικού και μετά του χριστιανικού πληθυσμού στη Χεσμπολλάχ είναι το μεγάλο της όπλο».
Είναι δεδομένα αυτά. Η Χεσμπολλάχ είναι και οργανισμός πρόνοιας, έχει αναλάβει την ανοικοδόμηση, φροντίζει τις οικογένειες των μαρτύρων, των πεσόντων, εξασφαλίζοντας ισόβια σύνταξη στις οικογένειές τους, φροντίζοντας τα παιδιά τους, που μένουν πίσω ορφανά, παραμένοντας σημαντικός γεωπολιτικός παράγοντας.
Ο συνομιλητής μου παραδέχεται ότι «ως αριστεροί, όταν αναλύουμε τη Χεσμπολλάχ, έχουμε το πρόβλημα της κοσμικότητας. Αλλά, πρέπει να θυμόμαστε ότι η ιδεολογία των σιιτών [βασικών και μαζικών της μελών] είναι προσόν και όχι αδυναμία για την Αντίσταση. Είναι μέρος της κουλτούρας τους η αυτοθυσία, και αυτό είναι δύναμη για την Αντίσταση. Η επιμονή στην κοσμικότητα υπονομεύει αυτή την κουλτούρα. Ειδικά αν σταθούμε στην Αριστερά και την ιστορία της, θα δούμε ότι κινήματα διαλύθηκαν γιατί δεν υπήρχε εκείνος ο πυρήνας της πίστης που σε κρατά ενωμένο. Σε ετούτα τα μέρη του κόσμου, αν ο Θεός είναι μέρος του Αγώνα σου, ο αγώνας σου έχει πολύ βαθύτερες και πιο γερές ρίζες. Αυτό είναι κάτι που η αυτοκρατορία δεν μπορεί να πλήξει.».
Εξηγεί το νέο ρεύμα χριστιανών υποστηρικτών – που ξεφεύγει από την 15ετή συμμαχία με τον Πρόεδρο Αούν. Οι χριστιανοί «είδαν τι έγινε με τους Χριστιανούς της Συρίας, τους Χριστιανούς του Ιράκ, και είδαν πως αυτός που πάλεψε για την ακεραιότητά τους και πολέμησε για την επιβίωσή τους ήταν η Χεσμπολλάχ. Είδαν βίντεο με αγωνιστές της Χεσμπολλάχ να επανατοποθετούν τα εικονίσματα με σεβασμό στις διασωσμένες χριστιανικές εκκλησίες, τους είδαν να προασπίζονται με το αίμα τους τα χριστιανικά χωριά όταν η ISIS έφτασε πενήντα χιλιόμετρα από τη Βηρυττό.».
O λαός, όμως, που είναι στους δρόμους; Η νεολαία; Τα αιτήματα; «Οι αριθμοί εδώ έχουν νόημα». Όταν βάλλεται η Χεσμπολλάχ, οι αριθμοί μικραίνουν, η εκπροσώπηση είναι πολύ μικρότερη, αυτό το είδαμε και πέρυσι το φθινόπωρο. «Τα ιμπεριαλιστικά μήντια στο Λίβανο βάζουν τους ανθρώπους σε μια λούπα, φουσκώνουν όσα τους συμφέρουν και ψεύδονται ώσπου το ψέμμα τους να περνιέται για αλήθεια. Γι’ αυτό και δεν αγγίζουν αυτά τη Χεσμπολλάχ, δεν ανησυχεί. Έχει το χρόνο της και δε θέλει να χάσει το δικό της βήμα».
Το ζήτημα παραμένει. Μπορεί κανείς να θεωρήσει ως αριστερή δύναμη τη Χεσμπολλάχ; «Αν ακούσεις όσα λέει η Χεσμπολλάχ, ούτε οι κομμουνιστές δεν τα λένε. Οι κομμουνιστές στο Λίβανο έχουν γίνει κάτι σαν ΜΚΟ, δεν είναι κομμουνιστές. Η Χεσμπολλάχ απευθύνεται κατ’ ευθείαν στον φτωχό πληθυσμό, τα κοινωνικά της στοιχεία είναι σοσιαλιστικά αφ εαυτών, η αίσθηση της δικαιοσύνης και η κοινωνική πρόνοια είναι οριζόντιες. Και δεν έχει σημασία η ταμπέλα, εν τέλει, αλλά η δράση. Η Χεσμπολλάχ είναι πιο σοσιαλιστική από οποιοδήποτε κόμμα, σε ολόκληρο το Λίβανο. Το αποδεικνύουν οι πράξεις της. Και αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς».
Το αμφισβητεί η Ράνια Μάσρι, ακαδημαϊκός, καθηγήτρια πολιτικής οικολογίας, μέλος της οργάνωσης «Πολιτεία για τους Πολίτες», με αδυναμία, εκ των ελλήνων πολιτικών, στο Γιάνη Βαρουφάκη. Ξεκινά από την πρόσφατη τραγωδία, όποτε μιλά για αυτήν γεμίζουν τα μάτια της.
«Τι σημαίνει ότι η Χεσμπολλάχ δεν ήξερε τι γίνεται στο λιμάνι; Οφειλε να ξέρει. Δεν μπορούν να δηλώνουν θεατές της ίδιας τους της διακυβέρνησης. Δεν μπορεί οι πολιτικοί να παρουσιάζουν τον εαυτό τους εκτός κράτους. Έχουν έτσι κι αλλοιώς ρόλο στην ντόπια πολιτική σκηνή. Δε δέχθηκαν να στηρίξουν αυτή την κυβέρνηση, μέσα στο ίδιο σύστημα που επιτρέπει ένα τέτοιο επίπεδο εγκληματικής αμέλειας; Επί πάνω από έξι χρόνια [όλοι οι πολιτικοί] αποφάσιζαν ότι δεν αποφάσιζαν. Τι σύστημα είναι αυτό που επιτρέπει την απουσία αποφάσεων; Γιατί είναι σχεδιασμένο να μη λαμβάνονται αποφάσεις, είναι σχεδιασμένο να προωθώ τη διαφθορά και την ανικανότητα. Και ύστερα έρχονται οι Δυτικοί, που φτιάξαν αυτό το σύστημα… Ομως, αρνούμαι, σα Λιβανέζα, να μεταφέρω όλη την ευθύνη στους πρώην αποικιοκράτες. Οφείλω κι εγώ να έχω ευθύνη, όχι μόνο οι Άγγλοι, Γάλλοι, Αμερικάνοι».
Σταματάμε για λίγο να μιλήσει με την κτηνίατρό της. Οι δύο γάτες της αρνούνται να βγουν από τη ντουλάπα, μετά την έκρηξη. Ο φίλος Μοχάμεντ, που κάθεται κοντά μας, μου εξηγεί ότι στο Ισλάμ η γάτα είναι ιερό ζώο. Όταν ένα γατάκι είχε καθήσει στην κάπα του προφήτη, που ετοιμαζόταν να βγει έξω, κάποιοι προσφέρθηκαν να το διώξουν. Ο Μωάμεθ τους είπε να το αφήσουν ήσυχο, γιατί είναι ιερό ζώο, και προτίμησε να βγει έξω χωρίς κάπα. Το τηλέφωνο κλείνει, η κουβέντα ξαναρχίζει.
«Αν κρίνω την Χεσμπολλάχ είναι γιατί περίμενα πολύ περισσότερα από εκείνη. Η Χεσμπολλάχ είναι το πιο ισχυρό πολιτικό κόμμα, δεν μπορεί να παριστάνει ότι είναι αδύναμη και δε μπορεί να αλλάξει το πολιτικό σύστημα. Τι σημαίνει αντι-ιμπεριαλιστής; Δεν είναι μόνο να αμύνεσαι ένοπλα. Δεν είναι μόνο πόλεμος. Είναι και οι εσωτερικές πολιτικές. Η Χεσμπολλάχ έχει στηρίξει αντι-οικολογικά και αντι-αγροτικά νομοσχέδια. Γιατί; Είναι ή όχι η Αντίσταση πολιτική φιλοσοφία; Αν ναι, την έχουν ή δεν την έχουν;». Τα μάτια της λάμπουν. Η φωνή ανεβαίνει. «Θυμώνω γιατί είχα την ελπίδα ότι θα προστατεύσουν και τους εαυτούς τους και τη χώρα. Δεν το έκαναν. Δεν περίμενα τίποτε από τους φασίστες και τους διεφθαρμένους. Από τη Χεσμπολλάχ όμως περίμενα. Και με πονάει. Μπορώ να βρω πολιτικές δικαιολογίες, όμως δεν ξεχνάω ότι έχουν τη δύναμη. Είχαν τη δύναμη να μην συμφωνήσουν, ας πούμε, σε δάνειο σε ξένο νόμισμα..».
Δάνεια, ΔΝΤ, δεσμεύσεις και ανταλλάγματα σε μια χώρα που τη στραγγαλίζουν. Οι αμερικάνικες κυρώσεις είναι θανάσιμες για τις δεκάδες χώρες του κόσμου που τις υφίστανται, όμως στο Λίβανο η υπάρχουσα κατάσταση πολλαπλασίασε τον αντίκτυπό τους. Ο Χιτσάμ Σαφιεντίν, καθηγητής Ιστορίας της Μέσης Ανατολής στο Κινγκς Κόλλετζ του Λονδίνου, δήλωσε πρόσφατα στο Νάσιοναλ: «Η βάναυσα υπέρ του Ισραήλ Ουάσιγκτον χρησιμοποιεί τις οικονομικές κυρώσεις και τις διπλωματικές απειλές για να εκβιάσει το Λίβανο, ώστε ο τελευταίος να αποδεχθεί την αμερικάνικη ατζέντα με αντάλλαγμα την όποια υποστήριξη». Και, ο Λίβανος ήδη βρισκόταν σε πολύ δύσκολη, αβίωτη τολμώ να πω, κατάσταση. Έχει γραφτεί και ξαναγραφτεί… Με την Συρία – βασικό προμηθευτή του Λιβάνου σε προϊόντα πρωτογενούς παραγωγής – σε πόλεμο, το Ισραήλ του Νετανιάχου επιθετικότερο από ποτέ, την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση και την τοπική οικονομία των υπηρεσιών σε κώμα, με την πανδημία να βάζει καρφιά στο φέρετρο της όποιας ανάκαμψης, ο Νόμος του Καίσαρα και οι συνεχιζόμενες κυρώσεις, έχουν στερήσει κάθε ανάσα από τη χώρα. Η έκρηξη τα υπενθύμισε όλα αυτά. Και αποτέλεσε άλλη μια ευκαιρία για τον ξένο, αποικιοκρατικό παράγοντα να στρέψει τα βλέμματα στην ανίκανη κυβέρνηση, απομακρύνοντάς τα από την μεγάλη γεωπολιτική και διεθνή οικονομική κατάσταση.
Όταν το θέμα έρχεται στα όπλα, και η Ράνια είναι κάθετη. Το μετά, το παραπέρα είναι η αγωνία της. «Όλοι θα υπερασπιστούμε τα όπλα της Αντίστασης. Η άμυνα δεν ανήκει σε μια κοινότητα, είναι θέμα όλων μας. Η στρατηγική κατά του εχθρού [των ΗΠΑ και του Ισραήλ] είναι εθνική υπόθεση. Δεν διδάσκουμε την ιστορία της Αντίστασης στα σχολεία μας, ούτε θα καταλάβεις από το σχολείο γιατί είμαστε εχθροί. Δεν προστατεύουμε τα λιμάνια μας. Δεν στηρίζουμε την αγροτική μας οικονομία, κάτι απαραίτητο σε μια χώρα με έναν τέτοιο εχθρό. Δεν κρατάμε τους νέους μας στη χώρα. Με 50% ανεργία από το 1992 ως σήμερα… ποιά χώρα χτίζεται όταν η νιότη και οι μορφωμένοι φεύγουν; όταν δεν υπάρχει ενδιαφέρον για τους εργαζόμενους, που τους εκμεταλλεύονται και δε μιλάει κανείς; Όχι, δεν αρκεί να έχεις όπλα…» Σταματά να μιλά για λίγο. Ο τόνος κατεβαίνει. «Η Χεσμπολλάχ δεν είναι ο σωτήρας μου. Φυσικά όλοι μας θα προστατέψουμε τα όπλα της Αντίστασης, αλλά ακόμη αναρωτιέμαι αν η Χεσμπολλάχ γνωρίζει ποιοί είναι οι αληθινοί της σύμμαχοι».
Το θέμα των όπλων της Χεσμπολλάχ είναι κυρίαρχο στην καθημερινή κουβέντα, κυρίαρχο σε όλες τις επαφές με αναλυτές. Αν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους επιμένουν στον αφοπλισμό, ο Λίβανος, όλες του οι ανεξάρτητες φωνές, ακόμη κι αυτές που κρίνουν αυστηρά την Χεσμπολλάχ, στηρίζουν το τμήμα εκείνο που αποτελεί τη Λαϊκή Αντίσταση. Αυτό που, στη δική μου συνείδηση, αποτελεί αντίστοιχο του ΕΑΜ με δομές «κλεμμένες» από το παράδειγμα των Μαύρων Πανθήρων.
Ο Λαϊθ είναι κάθετος. «Δεν μπορούν να αφήσουν τα όπλα τους. Ο Λίβανος δεν έχει απελευθερωθεί, υπάρχουν ακόμη κατεχόμενα, υπάρχει το θέμα των υδάτων, υπάρχουν οι καθημερινές παραβιάσεις του Ισραήλ. Ο Λίβανος δεν θα έχει ποτέ εθνική κυριαρχία, αυτονομία, όσο υπάρχει το Ισραήλ. Το Ισραήλ δεν είναι απειλή μόνο για την Παλαιστίνη, είναι απειλή για όλους τους μουσουλμάνους και τους Άραβες στον τρίτο κόσμο. Ένας κυρίαρχος Λίβανος σημαίνει καταστροφή για το Ισραήλ. Εδώ ο στρατός είναι διαβρωμένος σε επίπεδο κορυφής. Ο στρατός εδώ, θυμάσαι, δεν πολέμησε κατά του Ισραήλ το 2006. Οι στρατηγοί κάθησαν με τους Ισραηλινούς και πίναν καφέδες και τσάι στον [κατεχόμενο] Νότο. Η Χεσμπολλάχ ήταν που πολέμησε. Ύστερα, έχουμε δει στη Λιβύη τι συμβαίνει σε όποιον είναι εχθρός της Δύσης και παραδίδει τα όπλα του. Έχουμε δει σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση τι μοίρα είχε ο Καντάφι. Και, η Δύση δεν συγχωρεί. Ούτε τη Χεσμπολλάχ ούτε το λαό του Λιβάνου. Τα όπλα της Χεσμπολλάχ είναι το μόνο που υπόσχεται ότι δε θα έχουν την ίδια μοίρα με τη Λιβύη. Από την άλλη, όλη η αριστερά στη Δύση, που το 2006 ήταν με τη Χεσμπολλάχ, όταν άρχισε ο πόλεμος στη Συρία την εγκατέλειψε, πιστεύοντας ότι οι Σύριοι θα χάσουν. Κανείς δε θέλει να στοιχηματίσει σε ένα κουτσό άλογο. Έμειναν σιωπηλοί τότε οι αριστεροί της Δύσης και τώρα την ξαναθυμήθηκαν. Η Χεσμπολλάχ ξέρει, λοιπόν, ότι δεν μπορεί να στηριχτεί στην αλληλεγγύη των ξένων, σε κάποιες άυλες ιδέες και σκέψεις. Ξέρει πως το σημαντικό είναι η σύνδεσή της με τον λαό, η στήριξή της στις ρίζες της. Και αυτές δε θα τις εγκαταλείψει ποτέ». Και για λόγους ιστορικούς, για τους ίδιους λόγους που σπρώχνουν τη Δύση να αναζητεί τρόπους να την καταστρέψει και να μη βρίσκει. «Η ψυχολογία της νίκης και τα τόσα χρόνια πολέμου, φυσικά διαμορφώνουν τους λαούς και τις εκφράσεις τους. Η αριστερά οφείλει να τα βλέπει αυτά». Και εδώ, και στην περίπτωση του Ιράν, τολμώ να συμπληρώσω.