συνέντευξη στους Κωνσταντίνο Πουλή και Θάνο Καμήλαλη

«Νομίζω ότι τρία βασικά πράγματα συνέβησαν την περασμένη τετραετία» τόνισε η τομεάρχισσα Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ, σχολιάζοντας τα πεπραγμένα της ΝΔ και το τι θα κληθεί να αντιμετωπίσει μία πιθανή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Το ένα έχει να κάνει με τη συρρίκνωση του εισοδήματος των πολιτών. Δηλαδή την οικονομική υποβάθμιση που υπέστη σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας. Δηλαδή, μισθωτοί, συνταξιούχοι και η λεγόμενη μεσαία τάξη. Αυτήν την τετραετία δεν είχαμε απλώς τον μισθό να μένει στα ίδια επίπεδα, είχαμε μείωση του μισθού. Του ονομαστικού μέσου μισθού το 2019 με 2021 και του πραγματικού μέσου μισθού το 2022, διότι υπέστη μία τεράστια καθήλωση και τη μη λήψη σχετικών μέτρων».

«Δεν μπορούμε να κακοποιούμε τα στοιχεία διαρκώς. Υπάρχουν κάποια στοιχεία για να μπορούμε να κάνουμε μία σοβαρή συζήτηση» σχολίασε σκωπτικά, σχετικά με την άρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη να παραδεχθεί τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για μείωση 7,4% του πραγματικού μέσου μισθού το 2022.

«Το δεύτερο θέμα», συνέχισε, «είναι το τεράστιο πλήγμα που υπέστη η δημόσια Υγεία εν συνόλω, διότι δεν υπήρξε ενίσχυση των δημόσιων νοσοκομείων, αντίθετα υπήρξε απαξίωσή τους και οικονομική και σε ανθρώπινο δυναμικό, δυστυχώς με έναν πολύ άμεσο τρόπο. Κι εδώ τα στοιχεία, σε σχέση με το πού βρέθηκε η χώρα μας στους θανάτους από Covid είναι πάρα πολύ αρνητικά. Δηλαδή το να καταλαμβάνεις τις πρώτες θέσεις στην Ευρώπη και να έχεις μια από τις χειρότερες θέσεις στον κόσμο. Το τρίτο θέμα είναι το τεράστιο πλήγμα στη Δημοκρατία. Σημαδεύεται αυτή η τετραετία από ένα τεράστιο σκάνδαλο, το μεγαλύτερο της μεταπολιτευτικής περιόδου, το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, όπου φαίνεται ότι ένας πυρήνας που βρίσκεται στο πρωθυπουργικό γραφείο παρακολουθούσε πολιτικούς αντιπάλους, υπουργούς της κυβέρνησης, μέχρι και τη στρατιωτική ηγεσία της χώρας, δημοσιογράφους. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά έγιναν τα πάντα για να συγκαλυφθεί αυτό το σκάνδαλο. Για πρώτη φορά τίθεται για την Ελλάδα θέμα Κράτους Δικαίου».

Ανάμεσα σε έναν ορυμαγδό συζητήσεων για σενάρια συνεργασιών, δημοσκοπήσεις, προσωπικές επιθέσεις και fake news, συχνά χάνεται η ουσία της προεκλογικής συζήτησης: Οι θέσεις και οι προτάσεις.

Σχετικά με τα βασικά σημεία του οικονομικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, η Έφη Αχτσιόγλου τόνισε:

«Εμείς σε πρώτο πλάνο έχουμε την αντιμετώπιση της ακρίβειας, με πολύ συγκεκριμένα μέτρα. Δηλαδή, την παρέμβαση στην αγορά Ενέργειας που δεν έχει συμβεί επί Νέας Δημοκρατίας, ώστε να μπει πραγματικό πλαφόν στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου. Υπάρχει τεράστια αισχροκέρδεια, τρομακτική αισχροκέρδεια, εδώ και πάνω από ενάμιση χρόνο. Άρα, παρέμβαση στην αγορά ενέργειας, μείωση των έμμεσων φόρων, του ΦΠΑ στα τρόφιμα, του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, για να μπορέσουμε να έχουμε συγκράτηση των τιμών. Οι έμμεσοι αυτοί φόροι επιβαρύνουν κυρίως τα λαϊκά και μεσαία στρώματα. Αυτά είναι από την πλευρά του κόστους, του κόστους ζωής εννοώ.

Από την πλευρά του εισοδήματος, μιλάμε για αύξηση μισθών στον ιδιωτικό τομέα, ξεκινώντας από τον κατώτατο, με έναν μηχανισμό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής ώστε να αυξάνεται κατ’έτος, σε ρυθμό τουλάχιστον ίσο με τον πληθωρισμό. Επαναφορά των τριετιών ώστε να αυξηθούν οι μισθοί σε όλα τα επίπεδα και λειτουργία Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας,. Προφανής προϋπόθεση η κατάργηση του Νόμου Χατζηδάκη.

Ομοίως στο Δημόσιο, όπου οι υπάλληλοι έχουν να δουν αύξηση μισθού εδώ και πάνω από 14 χρόνια, μιλάμε για αύξηση στο 10% για όλους τους δημοσίους υπαλλήλους και πάλι τον αντίστοιχο μισθό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής για μόνιμη αύξηση τα επόμενα χρόνια, πάλι με βάση τον πληθωρισμό. Αυτές οι ενέργειες, σε συνδυασμό με τα φορολογικά μέτρα που εισηγούμαστε, δηλαδή το ενιαίο αφορολόγητο για όλους στις 10.000 ευρώ, που δίνει ανακούφιση σε μισθωτούς, συνταξιούχους και κυρίως επαγγελματίες. Γιατί οι επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι, πληρώνουν φόρο από το πρώτο ευρώ. Συμπήρωματική είναι και η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, που επιβαρύνει όλους τους επαγγελματίες.»

Η επιστολή Παπαδόπουλου για τα δημοσιονομικά, τα πλεονάσματα και το πρόγραμμα ΣΥΡΙΖΑ

Η συζήτηση για το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ περιστρέφεται γύρω από το δήθεν «κόστος 80 δισ.» για το οποίο, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Άκης Σκέρτσος, είπε ψέματα ότι κοστολογήθηκε σε αυτό το ποσό από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.

Ωστόσο υπάρχει ένας άλλος προβληματισμός, που έχει να κάνει με τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις. Πρόσφατα, ένας πρώην Υπουργός Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ, ο Αλέκος Παπαδόπουλος, έστειλε μια ανοικτή επιστολή σε ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ, όπου περιγράφει με μαύρα χρώματα την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Μιλάει για εξωραϊσμό στα αποτελέσματα της ΕΛΣΤΑΤ για το 2022, διόγκωση του χρέους, 29 δισ. κρατικών εγγυήσεων, ενώ θέτει σειρά ερωτημάτων.

Παράλληλα, η Ευρωζώνη αναμένεται πολύ σύντομα να επιστρέψει στη λογική των πλεονασμάτων, για την εξυπηρέτηση του χρέους, με την Ελλάδα να φαίνεται ότι θα πρέπει να πετυχαίνει πρωτογενές πλεόνασμα 2% κάθε χρόνο, όπως προέβλεπε η συμφωνία ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι το 2060.

Σε ερώτηση αν μέσα σε αυτούς τους περιορισμούς, το πρόγραμμα ΣΥΡΙΖΑ είναι εφαρμόσιμο και για το πώς μπορεί να διαβεβαιώσει επ’αυτού, η κ.Αχτσιόγλου αρχικά παραδέχθηκε την κατάσταση, λέγοντας:

«Η ουσία της επιστολής του Αλέκου Παπαδόπουλου βρίσκεται στο γεγονός ότι αποδομεί με στοιχεία το υποτιθέμενο success story της κυβέρνησηςτης Νέας Δημοκρατίας, σε ο,τι αφορά τους μακροοικονομικούς δείκτες. Γιατί νομίζω ότι ο καθένας διαισθάνεται ότι στο επίπεδο της πραγματικής οικονομίας, δεν μπορείς και πάρα πολύ εύκολα να πεις πόσο σπουδαία τα έχουμε πάει. Οπότε η κυβέρνηση έχει μετατοπιστεί στο πόσο σπουδαία τα έχει πάει στα μακροοικονομικά μεγέθη. Και η αλήθεια είναι ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα, διότι πράγματι υπάρχει μία μεγάλη διόγκωση του δημοσίου χρέους σε επίπεδο δισ., μια πολύ μεγάλη διόγκωση του ρκατικού χρέους, υπάρχει μεγάλη διόγκωση του ιδιωτικού χρέους. Την ίδια στιγμή έχουμε έκρηξη στο έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Ο ΣΥΡΙΖΑ το άφησε σχεδόν ισοσκελισμένο, τώρα είμαστε σε αρνητικό ρεκόρ τουλάχιστον 15 ετών, σχεδόν 20 δισ. Θυμίζω ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών είναι ένας από τους βασικούς λόγους που η χώρα πτώχευσε. Γιατί εισάγεις με πολύ μεγαλύτερο ρυθμό από ο,τι εξάγεις

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν έχει οικονομικές δυνατότητες να ασκήσεις την πολιτική που μπορείς αυτήν τη στιγμή, ή που σχεδιάζεις αυτήν τη στιγμή. Η χώρα δεν είναι πτωχευμένη, η χώρα έχει και τα ταμειακά και έχει και ελευθερία κινήσεων, υπό την έννοια ότι δεν έχεις μνημονιακούς εξαναγκασμούς. Δηλαδή δεν έχεις τον μηχανισμό που υπήρχε στα μνημόνια, υπό την αίρεση της εκταμίευσεις δόσεων. Στόχους θα πρέπει να πετύχεις, το πού θα καταλήξει αυτό δεν έχει οριστικοποιηθεί. Φαίνεται ότι θα παραμείνουν οι αγκυλώσεις για χρέος και ελλείματα, τις λέω αγκυλώσεις γιατί είναι αυθαίρετες οικονομικές απαιτήσεις χωρίς πολύ μεγάλη λογική. Το πρόγραμμα που εμείς εισηγούμαστε είναι εφαρμόσιμο εντός του πλαισίου που συζητάμε. Σε ένα πρόγραμμα, το κρίσιμο δεν είναι το πού δαπανάς μόνο, είναι και από πού παίρνεις έσοδα. Τι προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ; Είναι ένα ολόκληρο πεδίο κερδών και υπερκερδών, που συγκεντρώθηκαν στην περιοχή της αγοράς ενέργειας και των πετρελαίων, τα οποία είναι παντελώς ανέγγιχτα από τη ΝΔ. Και όχι απλά ανέγγιχτα, αλλά επιδοτήθηκαν μέσω της αύξησης του ΦΠΑ. 4 δισ. από την αύξηση του ΦΠΑ το 2022»

Συνέχισε καταγγέλλοντας τις επιδοτήσεις της αισχροκέρδειας στο ρεύμα, λέγοντας πως «όταν επιδοτείς την αισχροκέρδεια, δεν γίνεται να αναρωτιέσαι πώς θα μειώσεις τον ΦΠΑ. Σχετικά με το αν μία μείωση του ΦΠΑ θα φτάσει στον καταναλωτή, τόνισε ότι αυτό επαφίεται στους ελεγκτικούς μηχανισμούς που έχει το κράτος στη διάθεσή του, τόσο με την Επιτροπή Ανταγωνισμού, όσο και με μηχανισμούς του Υπουργού Οικονομικών. «Η μείωση του ΦΠΑ έχει πραγματοποιηθεί στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη» σημείωσε επίσης.

«Η μεθοδολογία για το Χρηματιστήριο Ενέργειας ήταν του κ.Χατζηδάκη»

Η κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ στο κομμάτι της Ενέργειας έχει να κάνει με τη θεσμοθέτηση του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, ως μία μνημονιακή δέσμευση, το 2018, αλλά και το ότι δεν κάνει λόγο για κατάργησή του. Η Έφη Αχτσιόγλου απάντησε σχετικά:

«Το Χρηματιστήριο Ενέργειας είναι ευρωπαϊκή οδηγία, το target model, δηλαδή ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο δομήθηκε και ο τρόπος από τον οποίο εξαρτάται ο καθορισμός της τιμής ηλεκτρικής ενέργειας, αυτό δεν ήτανε, ούτε ευρωπαϊκή οδηγία, ούτε απόφαση ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν του κ. Χατζηδάκη. Δηλαδή η συγκεκριμένη μεθοδολογία, όχι το άνοιγμα της αγοράς, αλλά η συγκεκριμένη μεθοδολογία, με την οποία θα επικαθορίζεται η τιμή της αγοράς ενέργειας, ο βαθμός της εξάρτησης, ο τρόπος που θα συνδέεται με το φυσικό αέριο, ήταν αυτό που επέλεξε η κυβέρνηση της ΝΔ και έχει πανηγυριστεί με τον κ.Χατζηδάκη με τη γνωστή του τοποθέτηση, όταν δήλωσε έτοιμος “να σπάσει αυγά”. Προφανώς υπάρχει ενεργειακή κρίση, αλλά γιατί η Ελλάδα είναι όλο το 2022 πρώτη στη χονδρική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος».

«Καρτελοποίηση της αγοράς»

«Δεν μπορώ να το πω αλλιώς, υπάρχει καρτελοποίηση της αγοράς ενέργειας και μία κυβέρνηση η οποία επιλέγει να μην παρέμβει στην αγορά» συνέχισε η τομεάρχισσα Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ. «Το να παρέμβεις στην αγορά και να χτυπήσεις τα καρτέλ είναι υποχρέωση από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και το Δίκαιο του Ανταγωνισμού. Η Πολιτεία οφείλει να παρεμβαίνει για να σπάει τις εναρμονισμένες πρακτικές».

Σε ερώτηση για το αν αυτές οι παρεμβάσεις τελικά αφορούν και το Χρηματιστήριο Ενέργειας, όπου το 100% του ρεύματος της επόμενης μέρας εισάγεται σε αυτό το χρηματιστήριο, σε μία ελληνική πρωτοτυπία, απάντησε ότι «μιλάμε και γι αυτό. Βλέπετε τα στοιχεία, αυτό ακριβώς εξηγώ. Ότι το μοντέλο δεν έχει να κάνει με το πως λειτουργεί ένα Χρηματιστήριο Ενέργειας, έχει να κάνει ειδικώς με τον τρόπο εφαρμογής του Χρηματιστηρίου Ενέργειας».

Τόνισε ότι το πλαφόν που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι παρέμβαση στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, ενώ πρόσθεσε ότι το «αν θα παρέμβεις είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης».

Η ρύθμιση για τα funds

Αναλύοντας το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για την πρώτη κατοικία, τα κόκκινα δάνεια και τις ρυθμίσεις των funds, απέρριψε την κριτική ότι πρόκειται για δάνεια που πουλήθηκαν στο 2-5% της αξίας τους, υπολογίζοντας ότι βάσει στοιχείων του ΣΥΡΙΖΑ, τα δάνεια αυτά πωλούνται στο 30% της αξίας τους, άρα πρόκειται για ένα «εύλογο κέρδος»όταν αυτά κουρεύονται στο 40-60% σε μια ρύθμιση για 5-10 έτη. «Δεν μπορεί να γίνει εξατομίκευση» τόνισε επίσης.

Eπέμεινε στον μέσο όρο του 30% στην πώληση στεγαστικών δανείων στα funds, σημειώνοντας ότι «αναγκαστικά θα μιλήσεις με μέσους όρους, δε υπάρχουν εξατομικευμένα στοιχεία. Αλλά υπάρχει πληροφορία για τον μέσο όρο με τον οποίο αγοράστηκαν τα στεγαστικά κόκκινα δάνεια. Έτσι προκύπτει και η θέση μας ότι το δάνειο κουρεύεται κατά 40-60%, άρα το fund έχει ένα εύλογο περιθώριο κέρδους σε σύντομο χρονικό διάστημα, δηλαδή έχει ένα συμφέρον να αποπληρωθεί γρήγορα. Το κρίσιμο όμως είναι να προστατευτεί ο οφειλέτης».

«Το κρίσιμο εδώ είναι το εξής» συνέχισε η τομεάρχισσα Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ. «Πρώτον, προστασία πρώτης κατοικίας, επαγγελματικής στέγης, αγροτικής γης, με νόμο. Όχι με συζήτηση με τις τράπεζες, κάθε φορά, με “μπινελίκια” ή χωρίς “μπινελίκια”» ανέφερε, ειρωνευόμενη τα λόγια του υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα. «Προστασία, με νόμο. Προστασία σημαίνει ότι ο ιδιοκτήτης που χρωστάει μένει ιδιοκτήτης του σπιτιού του» τόνισε. «Δημιουργούμε εξαναγκαστικό μηχανισμό για τα funds. Δεσμεύεται η τράπεζα δεν μπορει να διενεργήσει πλειστηριασμό μόνο της. Τρίτον, ρύθμιση που μπορεί να υποστηρίξει ο δανειολήπτης. Και τέταρτο στοιχείο, πάντα υπάρχει η δυνατότητα δικαστικής προσφυγής».

Για τις ιδιωτικοποιήσεις

Στο ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ βαραίνεται με τις υπογραφές του σε λιμάνια, περιφερειακά αεροδρόμια, αλλά και τον ΟΣΕ, υλοποιώντας σχέδια που είχαν ξεκινήσει στα προηγούμενα δύο μνημόνια, η Έφη Αχτσιόγλου σχολίασε αρχικά πως «ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε και πέτυχε να διατηρήσει τα δίκτυα. Δεν συζητάμε για κενό χρόνου, ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται στην κυβέρνηση με σειρά δεσμεύσεων, σε μία πτωχευμένη χώρα, για σειρά μέτρων στα οποία περιλαμβάνονται και οι ιδιωτικοποιήσεις». Ανέφερε ως παράδειγμα τη ΔΕΗ.

Σημείωσε ότι στον Σιδηρόδρομο δεν είναι ιδιωτικοποιημένο το δίκτυο, αλλά σε ερώτηση για το αν θα μπορούσαν να τεθούν από τον ΣΥΡΙΖΑ θέματα κρατικοποιήσεων δημόσιων υποδομών που πωλήθηκαν στα μνημόνια, στάθηκε στην επανάκτηση του 51% της ΔΕΗ και τον έλεγχο μίας τράπεζας, της Εθνικής, μέσω του ΤΧΣ.

«Ο ΣΥΡΙΖΑ λέει πως ό,τι μπορώ να κερδίσω από τον δημόσιο πλούτο, θα το προσπαθήσω, δεν πρόκειται να προχωρήσω σε άλλες ιδιωτικοποιήσεις, δεν βρίσκομαι σε μνημονιακό περιβάλλον, κράτησα ό,τι μπορούσα να κρατήσω με μόνη μέριμνα το δημόσιο συμφέρον κι αυτήν τη στιγμή προχωράω προστατεύοντας πηγές του δημοσίου πλούτου, όπως χαρακτηριστικά το νερό.»

«Για πιθανές κρατικοποιήσεις έχουμε πει δύο συγκεκριμένα πράγματα. Το πιο εύκολο νομίζω θα ήταν να λέμε αυτή τη στιγμή ότι όλα θα πρέπει να επανέλθουν στο κράτος. Εμείς όμως είμαστε ένα κόμμα που αύριο θα κυβερνήσει» τόνισε, σε επόμενο ερώτημα, αναφερόμενη ξανά στο 17% της ΔΕΗ και στον δημόσιο πυλώνα στο τραπεζικό σύστημα.

Σε ερώτηση για τη θέση του ΠΑΣΟΚ, μέσω του κ.Ανδρουλάκη, που υποστηρίζει ότι δεν έχει σημασία η ανάκτηση του 51% στη ΔΕΗ, αφού με το 34% το Δημόσιο παραμένει ο μεγαλύτερος μέτοχος, τόνισε ότι «δεν είναι έτσι. Είναι άλλο να έχεις το blocking minority, δηλαδή να μπορείς να μπλοκάρεις αποφάσεις και άλλο να μπορείς να σχεδιάζεις πολιτική. Ο κ.Ανδρουλάκης λέει το blocking minority».

«Για μένα κάθε μικρή νίκη, κάθε μικρό βήμα υπέρ του κόσμου της εργασίας, έχει νόημα»

Σε ερώτηση για το αν τελικά έχει νόημα να δηλώνει κανείς αριστερό κόμμα, να κάνει σημαντικές υποχωρήσεις σε καίρια ζητήματα, απάντησε αρχικά ότι «εγώ δεν περιέγραψα σοβαρες υπαναχωρήσεις» και συνέχισε λέγοντας: «Έχει νόημα 2,5 εκατ. ανασφάλιστοι να αποκτούν πρόσβαση στα δημόσια νοσοκομεία; Έχει νόημα να καταργείται ο υποκατώτατος μισθός; Έχει νόημα να πληρώνονται οι υπερωρίες και να υπάρχει το ΣΕΠΕ που θα ελέγχει την εργασιακή νομοθεσία; Για μένα κάθε μικρή νίκη, κάθε μικρό βήμα υπέρ του κόσμου της εργασίας, έχει νόημα».

«Εφόσον συζητάμε για την περίοδο των μνημονίων, για μένα είχε νόημα. Γιατί κερδίσαμε πράγματα υπέρ του κόσμου της εργασίας, τα οποία κατήργησε ο κ.Μητσοτάκης. Ιδίως τώρα, έχει δύο φορές νόημα να έχεις μια προοδευτική ή και αριστερή πολιτική. Για να κάνει ένα πρόγραμμα ακόμη πιο πλήρες, όπως το συζητούσαμε στην αρχή.