Μετά τη ψυχρολουσία του AUKUS, o Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, Σαρλ Μισέλ βγήκε να βεβαιώσει ότι «Το 2022 θα είναι το έτος της ευρωπαϊκής άμυνας» κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στην τελετή απονομής του Διεθνούς Βραβείου Καρλομάγνου, στις Βρυξέλλες.

Ο Σαρλ Μισέλ επισήμανε ότι στις 6 Οκτωβρίου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα πραγματοποιήσει μια στρατηγική συζήτηση για τη θέση της ΕΕ στον κόσμο, υπό το φως των πρόσφατων γεωπολιτικών γεγονότων στο Αφγανιστάν, τον Ινδο-Ειρηνικό και των σχέσεων με την Κίνα. H συζήτηση αυτή θα συνεχιστεί, στο πλαίσιο της «Στρατηγικής πυξίδας» της ΕΕ, έως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου 2022, όπου η ευρωπαϊκή άμυνα θα είναι ένα από τα κύρια θέματα. «Έχουμε επίσης μπροστά μας την εκπόνηση και την έγκριση μιας νέας δήλωσης στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ», πρόσθεσε, ενώ αργότερα το 2022, στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ισπανία, η Βορειο-ατλαντική Συμμαχία θα μιλήσει για το νέο στρατηγικό δόγμα.

Ωστόσο, η ανεπάρκεια της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής άμυνας έχει φανεί στο πέρασμα των δεκαετιών μέσα από πολλά παραδείγματα. Πιο πρόσφατα, στην κρίση του Αφγανιστάν, όπου τα κράτη μέλη της ΕΕ λειτούργησαν μόνα τους για την ασφαλή έξοδο των υπηκόων τους από τη χώρα μετά την κατάληψή της απο τους Ταλιμπάν. Στον πόλεμο στη Συρία, όπου το Συμβούλιο της ΕΕ δεσμευόταν για την αποκατάσταση της ειρήνης και τον τερματισμό του πολέμου, ενώ η Γαλλία συμμετείχε στο πλευρό των ΗΠΑ σε αεροπορικές επιθέσεις. Στον νατοϊκό βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας το 1999 όπου το Συμβούλιο της ΕΕ δεν είχε την παραμικρή διαπραγματευτική ισχύ. Καθώς και στα καθημάς πρόσφατα, όπου η ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία έγινε σε διμερές διακυβερνητικό επίπεδο, έξω και πέραν των θεσμικών οργάνων της ΕΕ. Όσο και να θέλουν διάφορα δημοσιέυματα να παρουσιάσουν αυτή τη συμφωνία ως ενίσχυση της αμυντικής πολιτική της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, υπενθυμίζεται ότι ο ίδιος ο πρόεδρος Μακρόν στο παρελθόν έχει αναφερθεί στο ΝΑΤΟ ως εγκεφαλικά νεκρό, ενώ η δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού δε φαίνεται στον ορίζοντα μέχρι τουλάχιστον να ισορροπήσουν οι σχέσεις του γαλλογερμανικού άξονα.

Στο χώρο της οικονομίας, όλα τα κράτη μέλη αναρωτιούνται για τη σταδιακή επαναφορά και την αναπροσαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Για δύο χρόνια, οι εθνικές κυβερνήσεις είχαν μια δημοσιονομική ελευθερία και ευελιξία χάρη στην υπογραφή της γενικευμένης ρήτρας διαφυγής προκειμένου να αντιμετωπίσουν καταλληλότερα την πανδημία του κορονοϊού. Ωστόσο, με τις πρόσφατες γερμανικές εκλογές και μετά τις γαλλικές εκλογές τον Απρίλιο του 2022, αναμένονται μεγάλες αλλαγές στους κανόνες του παιχνιδιού της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης. Τόσο μεγάλες αλλαγές, που πιθανότατα η χάραξη κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας δε θα φαίνεται ούτε με κυάλα.

Ο  καθηγητής Νομικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας Κ. Δουζίνας έγραψε: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση χτίστηκε σε δύο επιτυχίες: τη μεταβολή των πολεμικών συγκρούσεων σε οικονομικό ανταγωνισμό και την απαξίωση των εθνικισμών».  Με τον «οικονομικό ανταγωνισμό», ή αλλιώς με τον οικονομικό πόλεμο, το ευρωπαϊκό (κυρίως γερμανικό) επιτελείο καταφέρνει να επιβάλει τους δικούς του όρους. Τους δε εθνικισμούς, (βλέπε τη “Γαλάζια πατρίδα”του Ερντογάν και τον ελληνικό εθνικισμό), τους καταδικάζει όταν στρέφονται εναντίον του και τους υποδαυλίζει ανοιχτά όταν το βοηθούν.

Εξάλλου, η αδυναμία της ΕΕ να προχωρήσει σε μια πιο στιβαρή και συγκροτημένη εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας είναι ενδεικτική της ιδιαιτερότητας του πολιτικού της μορφώματος. Αδυνατεί να προχωρήσει στη δημιουργία μιας πολιτικής ένωσης, μιας ομοσπονδίας κρατών και αντ’ αυτού ανάγει την οικονομική διακυβέρνηση ως μοναδικό συνεκτικό παράγοντα των κρατών μελών.