Του Γιώργου Ρήγα

Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ήταν κοινός τόπος ότι οι διαπραγματεύσεις με την «τρομοκρατική» Χαμάς για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων θα ξεκινούσαν το απόγευμα της 7ης Οκτωβρίου και έτσι ακριβώς έγινε. Η Χαμάς ήθελε την απελευθέρωση Παλαιστίνιων κρατουμένων που θα της έδινε πολιτικό κεφάλαιο και θα απέτρεπε την καταστροφή της Γάζας καθώς και την απώλεια πολλών δικών της στελεχών. Το Ισραήλ από την άλλη επεδίωκε την επιστροφή των πολιτών του με τις λιγότερο δυνατές παραχωρήσεις και την ανάκτηση ενός τουλάχιστον μέρους από το χαμένο του γόητρο. Στη ζυγαριά έμπαινε όμως και το μέλλον της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας τους.

Δυστυχώς για τους αιχμαλώτους και το λαό της Γάζας τα παραπάνω δεν συμβάδιζαν και έτσι ο Νετανιάχου φρόντισε να αποσπάσει την πρακτικά άνευ όρων διπλωματική, οικονομική και πολιτική στήριξη των ΗΠΑ και των συμμάχων προκειμένου να διασώσει την εξουσία του μέσω μιας συντριπτικής στρατιωτικής νίκης. Το όνειρο του Νετανιάχου συνοψιζόταν σε μια γρήγορη συνθηκολόγηση της παλαιστινιακής αντίστασης η οποία μετά από μια σειρά εντυπωσιακών χτυπημάτων θα βρισκόταν ξεκρέμαστη από την ηγεσία της και αποκομμένη από το λαό της. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι ομάδες που κρατούσαν τους ομήρους είτε θα προδίδονταν, είτε θα παραδίνονταν από μόνες τους προκειμένου να επωφεληθούν από την αμοιβή που διαφήμιζαν τα φυλλάδια που έριχνε ο ισραηλινός στρατός στη Γάζα. Και κάπως έτσι η μία μετά την άλλη επιχείρηση απελευθέρωσης από τις ειδικές δυνάμεις του Ισραήλ θα κυριαρχούσαν στις οθόνες μας επιβεβαιώνοντας την ανωτερότητα του υποτίθεται προηγμένου και αξεπέραστου τεχνολογικά Ισραήλ.

Αν κανείς κάτσει και σκεφτεί λογικά οι υπολογισμοί της ισραηλινής ηγεσίας δεν μοιάζουν τόσο αβάσιμες. Αν μη τι άλλο το 1948 η μαζική έξοδος του παλαιστινιακού πληθυσμού από τις εστίες τους σημειώθηκε μετά το σοκ που προκάλεσαν οι αναφορές για τη σφαγή στο χωριό Ντέρ Γιασίν. Επί 465 ημέρες οι κάτοικοι της Γάζας υπέμειναν κάτι απείρως χειρότερο από την επιδρομή των ελαφρά οπλισμένων αποσπασμάτων της Ιργκούν, που πραγματοποίησαν τη σφαγή τον Απρίλιο του 1948, και όμως κατάφεραν να αντέξουν. Το γιατί και το πως θα είναι το αντικείμενο πολλών μελετών και βιβλίων στο μέλλον. Πάντως σίγουρα ελάχιστοι θα ισχυρισθούν πως αυτού του είδους η συμπεριφορά ταιριάζει σε αγελαίες ομάδες αιμοδιψών βαρβάρων.

Η αποδεκατισμένη Χαμάς θα προσπαθήσει να παρουσιάσει την εκεχειρία ως νίκη. Το ότι επιβίωσαν αυτής της κατάστασης και αυτής της γενοκτονικής επίθεσης κατοχυρώνει το δικαίωμα της πρόσκαιρης μεγαλοστομίας. Αν μη τι άλλο, στη μάχη για τις καρδίες και τα μυαλά της παλαιστινιακής κοινωνίας έχουν κερδίσει κατά κράτος. Ο Σινουάρ, και κυρίως ο μύθος του, θα εμπνέει πάρα πολλούς για πολύ καιρό ακόμα. Είναι χαρακτηριστικό πως το αντίπαλο πολιτικό δέος, η Φατάχ, έχει να επιδείξει μόνο τον Αραφάτ που πέθανε το 2004 και τον Μπαργούτι που θα μπει στο πολιτικό προσκήνιο μόνο αν αποφυλακισθεί στο πλαίσιο της τρέχουσας συμφωνίας.

Στον αντίποδα όμως υπάρχει η μερική κατοχή της Γάζας από τον ισραηλινό στρατό, η άνευ προηγουμένου καταστροφή των υποδομών της και φυσικά η προσωρινή τουλάχιστον απώλεια της εξουσίας επί αυτού του μικρού τομέα γης. Η Γάζα, παρόλο που κανείς ακόμα δεν ξέρει το ακριβές πολιτικό της μέλλον, θα περάσει για ένα αόριστο διάστημα υπό τον έλεγχο μιας τεχνοκρατικής διοίκησης. Η Χαμάς με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα είναι μέρος αυτής της διοίκησης αλλά η αποκλειστική άσκηση της εξουσίας στη Γάζα από τη Χαμάς ανήκει οριστικά στο παρελθόν.

Αυτή η διοίκηση θα επωμιστεί την ευθύνη της ανοικοδόμησης μέσω κεφαλαίων που θα εξασφαλίσουν κράτη δωρητές. Αυτό μπορούμε να το υποθέσουμε με ασφάλεια γιατί είναι το modus operandi που έχει υιοθετηθεί στο παρελθόν. Αν όμως κάτι διαφέρει ριζικά αυτή τη φορά είναι το μέγεθος της καταστροφής. Αν μη τι άλλο, αυτή την στιγμή κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ούτε αν η ανοικοδόμηση είναι εφικτή. Αρχικά η εκεχειρία θα δώσει την ευκαιρία να γίνει αποτίμηση των διαστάσεων της καταστροφής και εδώ ίσως είναι ο μεγαλύτερος εφιάλτης για τις ισραηλινές αρχές και τους συμμάχους τους. Τις επόμενες βδομάδες θα μάθουμε την ακριβή απώλεια υποδομών καθώς και τον ακριβή φόρο αίματος που πλήρωσαν οι κάτοικοι της Γάζας που, όπως μας προϊδεάζει το Lancet μάλλον θα αποδείξει τις εκτιμήσεις των τοπικών αρχών συντηρητικές.

Φυσικά υπάρχουν πλείστες γεωπολιτικές συνέπειες και παρενέργειες από τη συμφωνία αλλά μπροστά στην προσμονή για σχετική ηρεμία για τις εκατοντάδες χιλιάδων εκτοπισμένων Παλαιστινίων, όλες οι μεγαλεπήβολες αναλύσεις από κακέκτυπα του «Λόρενς της Αραβίας» αυτή την ώρα περιττεύουν.
Αρκεί πάντως μια επισήμανση για το χρόνο της συμφωνίας και συγκεκριμένα με την σύμπτωση της επιστροφής του Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ πάλι ξέρουν ότι δεν πρόκειται για σύμπτωση. Και ενώ φυσικά ο Τραμπ παραμένει ένθερμος σύμμαχος του Ισραήλ η επιθυμία του να επιστρέψει στο Οβάλ Γραφείο με μια επιφανή διπλωματική επιτυχία υπερείχε της αλληλεγγύης του στο Τελ Αβίβ. Έτσι, ασκήθηκαν οι ανάλογες πιέσεις στη σωστή κατεύθυνση επιβεβαιώνοντας έμμεσα τη θεωρία ότι εφόσον η Ουάσιγκτον επιθυμούσε το τέλος του πολέμου ήταν σε θέση να το επιβάλλει με ένα τηλεφώνημα.