Το 1921, ο τότε εκδότης του Guardian C.P. Scott, έγραφε «το σχόλιο είναι ελεύθερο, αλλά τα γεγονότα είναι ιερά». Το 2017 ο Guardian επαναδημοσίευσε το σχετικό άρθρο του Scott χαρακτηρίζοντάς το «πρότυπο ανεξάρτητης δημοσιογραφίας» και η παραπάνω φράση είναι μόνιμα αναρτημένη στη σχετική ιστοσελίδα, παρότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει ριζικές αλλαγές στην εφημερίδα.

Του Μιχάλη Γιαννεσκή
 
Μέχρι το 2015 ο Guardian φιλοξενούσε τακτικά αποκαλυπτικότατα άρθρα διεθνώς αναγνωρισμένων δημοσιογράφων, όπως του Αυστραλού Τζον Πίλτζερ. Πριν μερικούς μήνες, ο Πίλτζερ σχολίασε ότι η δημοσιογραφία του δεν είναι πλέον ευπρόσδεκτη στον Guardian, που πριν 3 χρόνια ξεφορτώθηκε ανθρώπους σαν και αυτόν, κάνοντας εκκαθάριση όσων έλεγαν αυτά που σήμερα η εφημερίδα θέλει να αποσιωπήσει. Ο Τζον Πίλτζερ είναι μεγάλης ολκής δημοσιογράφος και ο Guardian μάλλον αναγκάστηκε να καθυστερήσει την απομάκρυνση του. Άλλοι γνωστοί δημοσιογράφοι του Guardian, όπως ο Τζόναθαν Κουκ, περιθωριοποιήθηκαν πολύ νωρίτερα από την «προοδευτική» εφημερίδα.
 
Η αντικειμενικότητα των αναλύσεων που δημοσιεύονται στην εφημερίδα έχει επίσης «εξυγιανθεί». Οι αναλύσεις οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων βασίζονται συχνά στις γνώμες επιλεγμένων εμπειρογνωμόνων που χαρακτηρίζονται ως «ανεξάρτητοι», παρότι προέρχονται από τον τραπεζικό/επενδυτικό τομέα και συνεπώς αντικατοπτρίζουν τα συμφέροντά του.
 
Η συντριπτική πλειοψηφία των «ανεξάρτητων» δημοσιογράφων του Guardian σήμερα υποστηρίζει την κεντροδεξιά πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος. Για αυτό ασκεί συνεχώς κριτική στον Τζέρεμι Κόρμπιν, όπως ότι «δεν έχει εξαρθρώσει τον αντισημιτισμό» στο κόμμα του. Για τον ίδιο λόγο κριτικάρει τη θέση του Κόρμπιν για το Brexit, παρακάμπτοντας το γεγονός ότι η ΕΕ δεν θα του επέτρεπε να υλοποιήσει το πρόγραμμα κρατικοποιήσεων που θέλει να εφαρμόσει.
 
Για πολλά άλλα θέματα, όπως το συριακό, η «γραμμή» της εφημερίδας είναι προκαθορισμένη, για παράδειγμα: Λευκά Κράνη – good, Ρωσία, Ασάντ – bad. Ένα πρόσφατο εκτενές άρθρο σχετικά με την κατάσταση στη Συρία ανατέθηκε σε μια δημοσιογράφο που ασχολείται με θέματα ψηφιακής τεχνολογίας. Το άρθρο στην ουσία υποστηρίζει πως ό,τι δεν συμβαδίζει με τη γραμμή της εφημερίδας αποτελεί fake news.
 
Αν κρίνουμε από τα δημοσιεύματα της εφημερίδας σχετικά με την Ελλάδα, η αλλαγή πορείας είχε ξεκινήσει πριν από το 2015.Κάποτε, οι ανταποκρίσεις του Guardian αποτελούσαν μια από τις λίγες αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Κατά την περίοδο της χούντας, η θαρραλέα δημοσιογραφία του τότε ανταποκριτή της εφημερίδας στην Ελλάδα Ντέιβιντ Τοντζ, κάλυπτε λεπτομερώς την βαναυσότητα της δικτατορίας.
 
Αντίθετα, εδώ και αρκετά χρόνια οι ανταποκρίσεις του Guardian από την Ελλάδα αναμασούν νεοφιλελεύθερες απόψεις με πασπαλίσματα «προοδευτικότητας». Δύο ενδεικτικά παραδείγματα υποδεικνύουν την «ουδετερότητα» των ανταποκρίσεων. Αναφερόμενος στον Ευάγγελο Βενιζέλο στις 26/3/2013 (σημείωση: σε ανταπόκριση, όχι σε σχόλιο/άποψη),ο Guardian τον περιέγραφε ως «ο ηγεμόνας του ΠΑΣΟΚ, ένας φλογερός καθηγητής νομικής που θεωρείται ευρέως ως ο πιο ταλαντούχος πολιτικός της Ελλάδας» (η ανταπόκριση έχει αφαιρεθεί από την ιστοσελίδα της εφημερίδας αλλά υπάρχει ακόμη στο News Sniffer).Στις 22/5/2014, αναφερόμενη στα γεγονότα  της συνόδου κορυφής στις Κάννες το 2011,η ανταπόκριση του Guardian απάλλασσε τον Βενιζέλο από κάθε ευθύνη, όπως εύστοχα σχολίασε τότε στο twitter η σκηνοθέτης Ζωή Μαυρουδή.
 
Ο Guardian δεν αποτελεί εξαίρεση πλέον, αλλά αναπόσπαστο μέρος των συστημικών ΜΜΕ. Όπως το BBC, που ανέκαθεν ισχυριζόταν ότι είναι ανεξάρτητο και ουδέτερο και ότι έχει ως βασική αρχή του να παρουσιάζει πάντα μια «ισορροπία» απόψεων. Ωστόσο, αυτή η ισορροπία αλλάζει ανάλογα με τις πολιτικές σκοπιμότητες. Μια τέτοια αλλαγή σατιρίστηκε επιτυχημένα από τον σκιτσογράφο Στιβ Μπελ το 1993, όταν το BBC άλλαζε σε διαδοχικά δελτία ειδήσεων τον χαρακτηρισμό των πρωταιτίων για τις συγκρούσεις στη Σομαλία από «πολέμαρχους» σε «αρχηγούς φατριών» και «στρατηγούς». Η αλλαγή αντικατόπτριζε τις ραγδαίες αλλαγές των συμμαχιών της Δύσης στη Σομαλία.
 
Η ειλικρίνεια των απόψεων των συστημικών ΜΜΕ σχολιάστηκε πολύ εύστοχα από τον Νόαμ Τσόμσκι, ο οποίος σε συνέντευξή του στο BBC το 1996 αποστόμωσε τον δημοσιογράφο Άντριου Μαρ, λέγοντάς  του «είμαι σίγουρος ότι πιστεύεις ό,τι λες. Όμως, εάν πίστευες κάτι διαφορετικό, δεν θα είχες τη θέση που έχεις». Η λογοκρισία περιττεύει, όταν αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό της «συστημικής» δημοσιογραφίας. Ο Νίκολας Τζόνσον, πρώην μέλος της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών των ΗΠΑ, είχε επισημάνει ότι η δημοσιογραφική καριέρα στα περισσότερα ΜΜΕ περνάει από 4 φάσεις, καταλήγοντας σταδιακά στην αυτο-λογοκρισία ώστε οι απόψεις του ιδιοκτήτη/εκδότη να αντικατοπτρίζονται εξαρχής, χωρίς ανάγκη για «διορθώσεις».
 
Κάποτε όντως είχαμε τον Guardian. Κάποτε όντως χαρήκαμε για την επαναλειτουργία της ΕΡΤ, η οποία, όπως σχολίασε ο Κώστας Εφήμερος, σύντομα φάνηκε κυβερνητική, ανούσια, αδιάφορη. Σήμερα έχουμε πολύ λίγες ιστοσελίδες σαν το The Press Project που δεν κατευθύνονται από πολιτικά ή εμπορικά συμφέροντα. Εάν αναζητούμε ανεξάρτητη ενημέρωση, οφείλουμε να τις υποστηρίζουμε. Ειδάλλως, θα αντιμετωπίζουμε το δίλημμα που είχε εκφράσει εύλογα ο συγγραφέας Μαρκ Τουέιν: αν δεν διαβάζεις την εφημερίδα, είσαι ανενημέρωτος· εάν διαβάζεις την εφημερίδα, είσαι παραπληροφορημένος.