*γράφει ο οικονομολόγος Αντώνης Παπαζαχαρίου για το «Στο Νησί»
«Αυτή η έκθεση δεν αποτελεί κυβερνητικό πρόγραμμα δεν είναι πολιτικό κείμενο και γι’ αυτό και πιστεύω ότι πρέπει να μείνει έξω από την πολιτική, μάλλον θα έλεγα την κομματική, αντιπαράθεση γιατί προφανώς είναι μια έκθεση η οποία θα τεθεί σε δημόσιο διάλογο και δεν θεωρώ αυτονόητο ότι θα συμφωνήσουν όλοι με όσα γράφονται σε αυτό το κείμενο. Αλλά -θέλω να τονίσω- ότι είναι ανεξάρτητη οικονομική έκθεση. Είναι ένα κείμενο αναφοράς στο οποίο κάθε πολίτης, η ελληνική κοινωνία, τα κόμματα, οι φορείς της αγοράς, της κοινωνίας, τα κόμματα της αντιπολίτευσης μπορούν να ανατρέχουν ανά πάσα στιγμή και να το συμβουλεύονται», Κυριάκος Μητσοτάκης για την έκθεση Πισσαρίδη 23/11/2020.
Ο Κρις Μπίκερτον στο πρόσφατο άρθρο του με τίτλο «Η άνοδος των τεχνολαϊκιστών» στο New Statesman εξηγεί, πολύ αναλυτικά, γιατί είναι λάθος να σκεφτόμαστε τον τεχνοκρατισμό και το λαϊκισμό ως αντιτιθέμενες έννοιες.
Τονίζει ότι ο μόνος τρόπος να κατανοήσουμε την παγκόσμια πολιτική συγκυρία είναι να αντιληφθούμε ότι μία σειρά από πολιτικά κόμματα, σε όλο το πολιτικό φάσμα, συνδυάζουν –σε διαφορετικές δοσολογίες– και τις δυο οπτικές. Απευθύνονται ταυτόχρονα σε όλο τον λαό, υποσχόμενοι μαγικές τεχνοκρατικές λύσεις που είναι «σωστές» ή «αληθείς» και όπου τα συμφέροντα της μίας κοινωνικής ομάδας δεν αντιτίθενται ποτέ σε αυτά των υπολοίπων. «Εν συντομία – σημειώνει – ζούμε στην εποχή του τεχνολαϊκισμού».
Ανεξάρτητο κείμενο, με υπουργό στους συγγραφείς
Θα δυσκολευόταν κανείς να βρει καλύτερο ορισμό για την πολιτική που ακολουθεί γενικά η Νέα Δημοκρατία και ειδικότερα για τον τρόπο που παρουσίασε ο πρωθυπουργός το σχέδιο Πισσαρίδη. Έτσι, το σχέδιο είναι μια «ανεξάρτητη οικονομική έκθεση», ό,τι και να σημαίνει αυτό, και πρέπει να «μείνει έξω από την πολιτική αντιπαράθεση» καθώς μπορούν όλοι και όλες να το συμβουλεύονται (sic). Βέβαια, ταυτόχρονα ο πρωθυπουργός δήλωσε πως τον χαροποιεί το ότι στο σχέδιο «αντικατοπτρίζονται κυβερνητικές πολιτικές που, ήδη, υλοποιούνται ή έχουν δρομολογηθεί» όπως η ιδιωτικοποίηση του 2ου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος. Το γεγονός δε ότι εν ενεργεία υπουργός είναι ένας από τους συντάκτες της έκθεσης δεν ενισχύει τα επιχειρήματα περί ανεξαρτησίας της.
Το ίδιο το σχέδιο βρίθει από σημεία που όσο καλοπροαίρετος και να είναι κανείς καταλαβαίνει ότι δεν είναι ούτε ανεξάρτητα, ούτε εκτός πολιτικής αντιπαράθεσης. Οι μειώσεις φόρων και εισφορών για τα μεγάλα εισοδήματα, η μεταφορά του ΕΝΦΙΑ σε τοπικό επίπεδο (που ενισχύει την υποβάθμιση των λαϊκών γειτονιών καθώς θα αντικαταστήσει τα έσοδα των δήμων από την κεντρική διοίκηση και ως εκ τούτου θα χαθεί κάθε έννοια αναδιανομής), η κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου που προτείνονται είναι πάγιες θέσεις των απανταχού νεοφιλελεύθερων. Είναι δε σαφές ότι ενισχύοντας τους λίγους αφαιρούν ταυτόχρονα σημαντικούς πόρους από το κοινωνικό κράτος.
Η ταξική πάλη πέθανε!
Οι θέσεις του σχεδίου για τα εργασιακά και το ασφαλιστικό κινούνται στην ίδια κατεύθυνση. Η μείωση της ανεργίας κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, (όταν δηλαδή νομοθετήθηκε η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, της επεκτασιμότητας και της ευνοϊκότερης ρύθμισης και είχαμε την αύξηση του κατώτατου και την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού) αποδίδεται στη σημαντική αύξηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας.
Βέβαια, η τελευταία είχε νομοθετηθεί τα προηγούμενα χρόνια, όταν η ανεργία αυξανόταν και η εικαζόμενη σχέση αιτιότητας των συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων δεν τεκμηριώνεται από αντίστοιχες εμπειρικές μελέτες. Στο ίδιο πλαίσιο «ανεξαρτησίας» κινούνται και οι προτάσεις του σχεδίου σε αυτούς τους τομείς. Η δυνατότητα που δίνεται στους έχοντες υψηλά εισοδήματα να προχωρήσουν προς το ανακεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης καταργεί, εν τοις πράγμασι από σήμερα, τον αναδιανεμητικό του χαρακτήρα.
Αντίστοιχης στόχευσης είναι και οι προτάσεις για ευελιξία στη χρήση υπερωριών, απελευθέρωση των συλλογικών απολύσεων ή η πρόταση ο κατώτατος μισθός να καθορίζεται από εμπειρογνώμονες και να αποσυνδεθεί όχι μόνο από τους κοινωνικούς αγώνες και τη διαπραγμάτευση των κοινωνικών εταίρων (όπως ισχύει από το νόμο Βρούτση) αλλά και από την ίδια την πολιτική διαδικασία.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να πείσει ότι αυτές οι αντεργατικές πολιτικές είναι ουδέτερες και δεν ενέχουν σύγκρουση συμφερόντων, δεν έχουν κανένα ταξικό πρόσημο, θυμίζει μία παλιά γελοιογραφία όπου ο ένας εργαζόμενος λέει στον άλλον ότι η ταξική πάλη πέθανε και ο δεύτερος του απαντάει να μην ξεχάσουν να το πουν στο αφεντικό που συνεχίζει και παλεύει μόνο του!
Το σχέδιο Πισσαρίδη, όμως, δεν μένει εκεί. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα δει ότι στο κομμάτι της υγείας δεν προτείνεται η πρόσληψη προσωπικού –παρότι το κείμενο συντάχθηκε εν καιρό πανδημίας– αλλά η ανακατανομή του και ότι η βασική πρόταση για τα νοσοκομεία δεν είναι η ουσιαστική ενίσχυσή τους, αλλά η εφαρμογή συστήματος παρακολούθησης κόστους και αξιολόγησης.
Ταυτόχρονα, στο κομμάτι της παιδείας προτείνεται η συγχώνευση των σχολικών μονάδων, η αυτονομία τους στις προσλήψεις με προφανείς συνέπειες στη μόρφωση των παιδιών των υποβαθμισμένων περιοχών και την αναπαραγωγή των ανισοτήτων, αλλά και η αύξηση του μεγέθους των τάξεων (με αύξηση του ελαχίστου αριθμού μαθητών ανά τάξη, όπως σαφώς διευκρινίζεται σε περίπτωση που κάποιος είχε αμφιβολία).
Όμως και στο ζήτημα των κοινωνικών επιδομάτων το κείμενο ακολουθεί την πάγια νεοφιλελεύθερη λογική, σύμφωνα με την οποία τα επιδόματα παύουν να είναι δικαίωμα, αλλά απευθύνονται ουσιαστικά μόνο σε όσους είναι σε ακραία φτώχεια. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από την πρόταση ένταξης όλων των επιδομάτων, που καλύπτουν διαφορετικές ανάγκες, σε ένα ενιαίο επίδομα, αλλά και από την συνολική οπτική του κειμένου που ουσιαστικά στοχοποιεί τα φτωχά και ευάλωτα άτομα ως υπεύθυνα για την κατάστασή τους.
Οι ανισότητες θα μειωθούν από …. μόνες τους
Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι το σχέδιο δεν λαμβάνει καμία μέριμνα με στόχο την άμβλυνση των ανισοτήτων. Οι συντάκτες του αδυνατούν να κατανοήσουν ότι οι ανισότητες δεν είναι φυσικό φαινόμενο και ότι, πέραν όλων των άλλων, αν δεν ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα για την καταπολέμησή τους υπονομεύουν και τη βιωσιμότητα της οικονομικής μεγέθυνσης.
Έτσι επαναλαμβάνουν το νεοφιλελεύθερο μάντρα ότι οι ανισότητες θα μειωθούν από μόνες τους λόγω της αύξησης της παραγωγικότητας και της συνεπακόλουθης ανάπτυξης. Είναι το γνωστό Trickle Down Economics που όμως η διάχυση προς τα κάτω που υποσχόταν ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Αντιθέτως, τα εμπειρικά δεδομένα συνηγορούν στο ότι αυτές οι λογικές είχαν ως αποτέλεσμα την εκρηκτική διεύρυνση των ανισοτήτων όλων των ειδών.
Το σχέδιο Πισσαρίδη, λοιπόν, δεν είναι ένα ουδέτερο οικονομικό κείμενο. Όχι γιατί οι συντάκτες του δεν το επιθυμούσαν, αλλά γιατί ένα τέτοιο κείμενο δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει. Όσο και αν προσπαθούν οι δεξιοί τεχνολαϊκιστές, συνεπικουρούμενοι από το κυρίαρχο ρεύμα οικονομικής σκέψης, να μας πείσουν για το αντίθετο, η κοινωνία συνεχίζει να αποτελείται από τάξεις, τα συμφέροντα των οποίων είναι αντικρουόμενα.
Άρα, μαγικές τεχνοκρατικές λύσεις δεν υπάρχουν. Υπάρχουν αντιπαρατιθέμενα πολιτικά σχέδια και ως εκ τούτου είναι αδύνατον να απευθύνεσαι ταυτόχρονα σε όλο τον λαό. Το σχέδιο Πισσαρίδη σε αυτή τη σύγκρουση λαμβάνει θέση υπέρ των λίγων, στα κρυφά. Το σχέδιο της Αριστεράς οφείλει να λαμβάνει θέση υπέρ των πολλών, στα φανερά. Προφανώς, για την εκπόνηση και υλοποίηση του θα απαιτηθεί και τεχνική δουλειά. Αλλά ο στόχος της θα είναι να βελτιώσει τα αποτελέσματα των προτεινόμενων πολιτικών και όχι να τα αποκρύψει.
*αναδημοσίευση με την άδεια των συντακτών