Του Κωνσταντίνου Πουλή

Στην κηδεία του Κωστή Παλαμά κατέθεσε στεφάνι ένας Γερμανός αξιωματικός. Ο Άγγελος Σικελιανός βούτηξε λένε το στεφάνι και το πέταξε μακριά, έξω από τη μάντρα του νεκροταφείου, ενώ το πλήθος τραγουδούσε τον εθνικό ύμνο. Τι ωραίο το ρίγος που σκορπίζει η φωνή ενός λαού ενωμένου ενάντια στον κατακτητή, καθώς «σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπ[ούσε] η Ελλάδα»!

Με ένα μικρούλι άλμα στον χρόνο, ο Μίκης Θεοδωράκης μιλά για τους «κύκλους που μας μισούν», για μια «διεθνή συνομωσία που έχει στόχο την ολοκλήρωση της καταστροφής της χώρας [τ]ου» και δεν παραλείπει να επαναφέρει τον συμβολισμό της συμπόρευσής του με τον Μ. Γλέζο: Ο Γλέζος κατέβασε τη σημαία του κατακτητή από την Ακρόπολη, ο Θεοδωράκης πολέμησε και βρέθηκε στα «μπουντρούμια της Γκεστάπο», εμπρός λοιπόν για το έπος του 2012! Ο Γ. Δημαράς παρεμβαίνει με μια επιστολή στον επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Χριστιανοδημοκρατών, όπου μεταξύ άλλων γράφει: «Στη Χώρα μου οφείλετε το γεγονός ότι από άγριοι και απολίτιστοι Γότθοι μετατραπήκατε σε συντεταγμένο έθνος, μόνο που όπως φαίνεται η πρώτη σας ιδιότητα είναι γονιδιακή και δεν σας εγκαταλείπει». Ο ηρωικός μαϊντανός της εκστρατείας αυτής της υπεράσπισης του εθνικού μας ονόματος είναι ο πρόεδρος Παπούλιας, γνωστός και από τη συμμετοχή του στα τσικό της εθνικής αντίστασης προ αμνημονεύτων χρόνων, που θυμήθηκε να ρωτήσει ποιος είναι ο κ. Σόιμπλε και να προσθέσει ότι εμείς υπερασπιστήκαμε την ελευθερία της Ευρώπης.

Είναι μια πολύ λογική κίνηση αυτή, ψυχολογικά: Από τη μία εμφανίζεται το αδικημένο αλλά υπερήφανο έθνος, από την άλλη οι βάρβαροι (οικονομικοί) κατακτητές. Το ίδιο χαρτί παίζει και η γερμανική πλευρά, που κάνει μια χαρά τη δουλειά της βρίζοντας τους Έλληνες και πείθοντας τους στερημένους και αδικημένους πολίτες της ότι για τα βάσανα που περνάνε φταίνε οι τεμπέληδες νότιοι, που αράζουν στις παραλίες και καλοπερνάνε με τα λεφτά των σκληρά εργαζόμενων Γερμανών. Πρακτικό: αντί ο Γερμανός εργαζόμενος να τα βάλει με το αφεντικό του για τη συμπίεση του εργατικού κόστους στη χώρα του και για το ότι η κυβέρνησή του δίνει λεφτά φορολογουμένων σε τραπεζίτες, κατηγορεί τους τεμπέληδες Έλληνες. (Δεν του εξηγεί κανείς ότι τα λεφτά της «διάσωσης» δεν φτάνουν στις παραλίες γιατί είναι δεμένα με λάστιχο στην τσέπη του δανειστή: τα πετάει και ξανάρχονται, μέσα από ειδικό λογαριασμό).

Η Μ. Θάτσερ, πολυπαινεμένη φίλη του δικτάτορα Πινοσέτ για την οποία κυκλοφορεί και μια γλυκύτατη ταινιούλα που δεν έχω δει, ήξερε καλά το παιχνίδι αυτό όταν είδε τη δημοτικότητά της να καταποντίζεται με τα μέτρα ιδιωτικοποίησης που προωθούσε, και σκέφτηκε τη λύση του πολέμου των Φόλκλαντ, αυτό που ο Μπόρχες είχε περιγράψει ως πόλεμο δύο καραφλών για μία τσατσάρα. Η δημοτικότητά της ανέβηκε στα ύψη και ο μέχρι τότε υποτιμητικός χαρακτηρισμός «Σιδηρά Κυρία» έγινε τίτλος τιμής. Το μίσος για αλλοεθνείς είναι πάντα μια καλή μέθοδος για να αποστρέψει ο λαός το βλέμμα του από αυτούς που όντως τον εκμεταλλεύονται. Και βεβαίως μόλις αρχίσουν να πέφτουν κορμιά, το μίσος αποκτά χειροπιαστή υπόσταση και η προπαγάνδα δικαιώνεται ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

«Πρώτος στόχος είναι να θεμελιώσουμε το έθνος ως κοινότητα πάνω στην ανάγκη, το ψωμί και το πεπρωμένο», έλεγε ο Γκαίμπελς στη ομιλία του με τίτλο «Εθνικοσοσιαλισμός ή Μπολσεβικισμός». Φρονώ ωστόσο πως δεν έχουμε κοινό πεπρωμένο, συμπατριώτες. Κι όσο για το ψωμί και την ανάγκη, όπως δεν τα φάγαμε μαζί, έτσι και δεν θα πεινάσουμε μαζί. Την ώρα που ο Πύρρος Δήμας φαλτσοτραγούδαγε τον εθνικό μας ύμνο για να ανατριχιάζει το πόπολο, οι Ολυμπιακοί στοίχιζαν μια τρύπα πολλών δισεκατομμυρίων Ευρώ (στα 35-40 ανεβάζει το ποσό ο Στ. Λυγερός), τα οποία επίσης δεν τα φάγαμε μαζί. Μας φώναξαν στον λογαριασμό. Αυτοί που τα έφαγαν ετοιμάζονται τώρα να μας πάρουν τα σώβρακα, με ή χωρίς δραχμή. Υπάρχουν επιχειρηματίες που τρίβουν τα χέρια τους για τους μισθούς των 400 ευρώ και την κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, η επίκληση της εθνικής ενότητας είναι προσχηματική – μούφα, πώς να το πω; Οι «Έλληνες», όπως και οι «Γερμανοί», είναι μια αφαίρεση, που άμα συζητούσαμε για το πώς χορεύεται ο τσάμικος μπορεί να είχε κάποιο νόημα, εν προκειμένω όμως δεν έχει. Ο Μπ. Άντερσον φέρνει το παράδειγμα της διακρατικής ταξικής αλληλεγγύης μεταξύ των ευρωπαϊκών αριστοκρατιών του 19ου αιώνα, με τις αμοιβαίες π.χ. επισκέψεις στα κυνηγετικά περίπτερα και τους χορούς, που διαπερνούσε τις εθνικές διαφορές τους, και που εκφράστηκε μεταξύ άλλων με τη Συνθήκη της Γενεύης, η οποία εγγυούνταν προνομιακή μεταχείριση στους αιχμαλώτους αξιωματικούς (!) του εχθρού.
Είναι οδυνηρό να ακούς πως φίλοι ή συγγενείς εκδιώχθηκαν από εστιατόριο ή τους κατέβασαν από ταξί στη Γερμανία, από διάχυτη οργή προς τη χώρα μας. Προφανώς θα άκουσαν τον Γ. Παπανδρέου να οδύρεται πως «τα λεφτά τους μας δίνουν!». Ο Κ. Δουζίνας έλεγε πως τα σχόλια που είχαν αναρτηθεί για το πρώτο άρθρο του για την ελληνική κρίση στη Guardian, αν αφορούσαν Ινδούς ή Αφρικανούς θα είχαν διαγραφεί από την εφημερίδα με βάση τον κανονισμό περί φυλετικού μίσους. Η παρουσίαση της χώρας μας από κάποια ευρωπαϊκά μέσα αλλά και από τη Γερμανίδα καγκελάριο φλερτάρουν με τον ρατσισμό, αλλά δεν ωφελεί να απαντούμε αντιστρέφοντας τον ρατσισμό. Ούτε βεβαίως να περιμένουμε να μας χαϊδέψει το πληγωμένο εγώ ένα κείμενο σαν το καλών προθέσεων φληνάφημα του Γκοντάρ για τον φόρο που πρέπει να επιβληθεί στις αρχαιοελληνικές λέξεις που χρησιμοποιούν οι ξένοι.

Υπάρχει εξάλλου ένας ακόμη λόγος, πρακτικής πολιτικής, για να στρέψουμε το βλέμμα μας στα εγχώρια, όσο και αν γνωρίζουμε πως η κρίση είναι διεθνής. Οι αποφάσεις παίρνονται σε μακρινά ευρωπαϊκά κονκλάβια, στα οποία δεν έχουμε πρόσβαση. Πολιτική μπορεί να ασκηθεί από μας μόνο εδώ, με την έννοια ότι η ελπίδα μας είναι να απαλλαγούμε με όποια μέσα διαθέτουμε από την πολιτική ελίτ που υπογράφει την εξαθλίωσή μας. Υποκείμενο για μια τέτοια αλλαγή υπάρχει αρχικά στο επίπεδο της χώρας μας. Όσο λειτουργεί η αλληλεγγύη των λαών ή η παρακίνηση του ενός προς τον άλλον, κέρδος είναι. Όμως το πρώτο μέλημα είναι, αντί να εκτονωνόμαστε μπινελικώνοντας τη Μέρκελ, να επέμβουμε εκεί που μπορούμε, επιδιώκοντας με κάθε τρόπο να ξεφορτωθούμε την κουστωδία των πολιτικών που πανηγυρίζουν γιατί τους είπαν συγχαρητήρια οι εταίροι τους που κόψαν το επίδομα ανεργίας.