Νομίζω πως αυτή η στάση, από μέρους της Αριστεράς, είναι, εκτός από εσφαλμένη και πρόδηλα καταστροφική. Προφανώς, ανάμεσα στους καταχωρισμένους στους «μικρομεσαίους» βρίσκονται τα μπλοκάκια, καθώς και άνθρωποι, που ασκούν επιχειρηματικότητα επιβίωσης -άνθρωποι, δηλαδή, οι οποίοι «επιχειρούν» (sic) γιατί δεν βρίσκουν μισθωτή εργασία. Πολλοί από αυτούς βιώνουν καταστάσεις, που προσομοιάζουν με αυτές της εργατικής τάξης, κάποιες φορές, μάλιστα, είναι και χειρότερες.

Αυτό, ωστόσο, δεν ισχύει για την πλειοψηφία. Οι «μικρομεσαίοι» συγκροτούν αυτόν που, νομίζω, είναι σωστό να ονομάζεται «λαός της ιδιοκτησίας», ένα πολυπληθές στρώμα, το οποίο, χωρίς να ανήκει στο «μεγάλο κεφάλαιο», δεν παύει να λειτουργεί ακραία εκμεταλλευτικά, στο όριο της αντικοινωνικότητας, απέναντι στην εργαζόμενη πλειοψηφία.

Τα στοιχεία είναι συντριπτικά.

Η φοροαποφυγή –«νόμιμη», συχνά-  και η φοροδιαφυγή αυτής της κατηγορίας είναι ασύλληπτη, με προφανή αποτελέσματα στη γενική ευημερία. Η έλλειψη πόρων από την άμεση φορολογία φουσκώνει, σε βαθμό πανευρωπαϊκού πρωταθλητισμού, τους έμμεσους φόρους, οι οποίοι επιβαρύνουν υπέρμετρα τα εργατικά νοικοκυριά. Αλλά και η φοροκλοπή είναι πρωτοφανής: ΦΠΑ πολλών δισεκατομμυρίων εισπράττεται από τους καταναλωτές, αλλά δεν αποδίδεται στο κράτος.

Επιπλέον, από την  πλευρά της επίπτωσης της καταναλωτικής συμπεριφοράς αυτών των κατηγοριών, έχουμε μια ισχυρή πίεση στο εμπορικό ισοζύγιο στο μέτρο, που ο λαός της ιδιοκτησίας είναι ο κύριος χρήστης των εισαγώγιμων πολυτελών αγαθών.

Η εργοδοτική ασυδοσία, από την άλλη, είναι ιδιαίτερα αυξημένη στις «μικρομεσαίες» επιχειρήσεις. Συχνά, μάλιστα, η κατά πρόσωπο σχέση του αφεντικού με την εργαζόμενη κάνει τα πράγματα ακόμη πιο αφόρητα. Άθλιες εργασιακές συνθήκες, μη τήρηση ακόμη και αυτών των ξεφτιλισμένων συμβάσεων, απλήρωτη υπερεργασία και χίλια άλλα είναι κοινός τόπος.

Πολλοί μικρομεσαίοι είναι επάξια πρωταθλητές της εκμετάλλευσης.

Η Αριστερά έχει, όμως, μια διαχρονική τάση να μην το παίρνει υπόψη της. Πράγμα, που, δικαίως, την κάνει αναξιόπιστη στους ανθρώπους, που κατεξοχήν θα έπρεπε να την ενδιαφέρουν. Ο Μαρξ έλεγε, στο Μανιφέστο, ότι οι κομμουνιστές δεν είναι παρά ένα κομμάτι της εργατικής τάξης. Δεν είναι «εκπρόσωποί» της, δεν είναι κάτι έξω από αυτήν, που διαπραγματεύεται προνομιακά τις υποθέσεις, τις προσδοκίες και τις συνάφειές της.

Οι εργάτριες, λοιπόν, ξέρουν καλά αυτό που η Αριστερά τείνει να ξεχνάει ή να αποκρύπτει.

Ξέρουν καλά ότι δεν έχουν τα ίδια συμφέροντα με τον μαγαζάτορα, το «μικρομεσαίο», γενικότερα, που τις «απασχολεί». Ο οποίος, άλλωστε, αντιλαμβάνεται, περισσότερο από ό,τι οι μεγαλοκαρχαρίες, την κερδοφορία του ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, όπου η εισοδηματική απώλεια των εργαζόμενων είναι το δικό του όφελος.

Δεδομένου ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις του είδους είναι έντασης εργασίας, είναι απολύτως εύλογο η άμεση εκμετάλλευση -αυτό που ο Μαρξ ανέλυσε ως απόλυτη υπεραξία- να αποτελεί το θεμελιώδη επιχειρηματικό τους πόρο.

Η εργάτρια, επιπλέον, ξέρει ότι το νοίκι της δεν το αυξάνει -τόσο, που να της τρώει το 60% του μισθού της- ο servicer του μεγάλου real estate, αλλά αυτός που έχει δυο τρία ακίνητα, για νάχει να πορεύεται (και) ως εισοδηματίας.

Όπως, επίσης, ξέρει ότι ο πληθωρισμός δεν οφείλεται μόνο στις μεγάλες αλυσίδες, αλλά σε όλους όσους μπορούν να μετακυλούν τις αυξήσεις στους καταναλωτές.

Και ξέρει πολλά ακόμη αντίστοιχα, που οι «εκπρόσωποί» της δεν θεωρούν άξια «διευκρίνισης», όταν καταγγέλλουν, γενικώς, το σύστημα.

Ζούμε σε μια κοινωνία, όπου ένα 70% του πληθυσμού τα βγάζει μόλις πέρα -ή δεν τα βγάζει καθόλου πέρα- κι αυτό είναι, κυρίως, άνθρωποι, που δεν μπορούν να επιβιώσουν αν δεν πωλούν καθημερινά την εργασιακή τους δύναμη -ο πιο περιεκτικός ορισμός για την εργατική τάξη.

Το υπόλοιπο 30% τα περνάει κοτσάνι σε βάρος των υπολοίπων. Τα ταξικά του συμφέροντα είναι μετωπικά αντίθετα με αυτά των μισθωτών κατηγοριών. Διαθέτει καταθέσεις, ακίνητα, ευμεγέθεις κινητές αξίες. Και δεν έχει την παραμικρή διάθεση να τα θέσει σε κίνδυνο. Έστω το μικρό κίνδυνο, που θα αντιπροσώπευε μια μικρή αύξηση, για παράδειγμα, της φορολόγησής τους.

Η απεύθυνση σε αυτές τις τάξεις, στο όνομα των «απαιτούμενων» κοινωνικών συμμαχιών, συνιστά ευθεία προσβολή για τους εργαζόμενους. Η απόκρυψη των «προφανών» συνιστά κοροϊδία και έχει ως αποτέλεσμα -και αυτό, μεταξύ άλλων- την απομάκρυνση των κατώτερων τάξεων από την πολιτική δραστηριότητα. Η αδυναμία έκφρασης των δικών της συμφερόντων της κάνει περιττή πολυτέλεια -ιδίως, στις σημερινές συνθήκες για το κυνήγι του μεροκάματου- οποιαδήποτε ενασχόληση με «τα κοινά».

Φτάνει, λοιπόν, η υπεκφυγή δια του «μεγάλου κεφαλαίου, το στρίβειν δια της «ολιγαρχίας» και της «διαπλοκής».  Ο αντίπαλος είναι πολυπληθέστερος και «πολυπλόκαμος». Κυρίως, δε, μικρός, μεσαίος και μεγάλος, είναι αμείλικτος.

ΥΓ. Είναι συχνή η παρατήρηση, σε όλες τις περιπτώσεις, ότι «τα πράγματα είναι πιο σύνθετα». Συμφωνώ και επαυξάνω. Όντως, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα από την αντίληψη πως η κύρια αντίθεση στην κοινωνία μας συγκροτείται από το «λαό», στη μια πλευρά, και τα «μονοπώλια», τους «ολιγάρχες», τις «200 οικογένειες» ή το «1%», από την άλλη.

Αυτό που είναι αναγκαίο, για την επαύξηση της «αναλυτικής συνθετότητας», είναι, νομίζω, να ξαναπιάσουμε τα παλιά κομμουνιστικά λόγια. Και να αναζητήσουμε στοιχεία για τον συνασπισμό εξουσίας, τις τάξεις -στηρίγματά του,  το άρχον συγκρότημα, την ηγεμονική μερίδα της άρχουσας τάξης, τις ιθύνουσες κατηγορίες. Να αναλύσουμε καλά την κυρίαρχη ιδεολογία, καθώς και τις πρακτικές, που τη συγκροτούν. Να προσεγγίσουμε επιστημονικά τους μηχανισμούς του κράτους και την θεσμική του υλικότητα, τα ισχυρά και τα αδύναμα σημεία του.

Να ξαναρχίσουμε, δηλαδή, τη στρατηγική συζήτηση για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό και να αφήσουμε στην άκρη τις ευκολίες και τους ερασιτεχνισμούς, στους οποίους ασκείται η κυρίαρχη Αριστερά -παρόλο που η ίδια, μετατρεπόμενη σε κόμμα του κράτους, αποτελείται όλο και περισσότερο από επαγγελματίες πολιτικούς.