της Αναστασίας Τσουκαλά

Τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2015, η Σερβία, η Σλοβενία και η Κροατία ζήτησαν την ενεργοποίηση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας για να καλύψουν τις ανάγκες των προσφύγων που διέρχονται από το έδαφός τους. Στις 27 Οκτωβρίου, όταν ερωτήθηκε γιατί η Ελλάδα δεν έχει υποβάλει αντίστοιχο αίτημα, ο γεν. γραμματέας του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, κ. Παπαδόπουλος, απάντησε: «το ζήτημα έχει ήδη εξεταστεί […] κάνουμε  διερευνητικές επαφές». Στις 6 Νοεμβρίου, η Περιφερειάρχης Βορείου Αιγαίου, κ. Καλογήρου, δήλωσε ότι «η γραφειοκρατία των Βρυξελλών δεν μπορεί να στέκεται άλλο εμπόδιο» στη χρηματοδότηση της Ελλάδας για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης.

Αυτές οι παράδοξες δηλώσεις αποκρύπτουν μια μελανή πτυχή της διαχείρισης του προσφυγικού ζητήματος από την κυβέρνηση : την ουσιαστική απουσία του κρατικού μηχανισμού από το ανθρωπιστικό σκέλος της διαχείρισης σε συνδυασμό με τη μακρόχρονη άρνηση υποβολής αιτήματος για χρηματοδότηση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
 
Από το αυτονόητο στο ακατανόητο
 
Σε μια ευνομούμενη πολιτεία, είναι αυτονόητη η ενεργοποίηση του κρατικού μηχανισμού για τη διάσωση ανθρώπων στη θάλασσα. Ορθώς, βέβαια, επαινείται το Λιμενικό Σώμα για την καθοριστική συμβολή του στη διάσωση δεκάδων χιλιάδων προσφύγων τους τελευταίους μήνες, αλλά είναι αδιανόητο να θεωρεί η κυβέρνηση ότι ο διαχειριστικός ρόλος της εξαντλείται σ’ αυτό το στάδιο. Σε περίπτωση αδυναμίας διαχείρισης μιας ανθρωπιστικής κρίσης, η κυβέρνηση οφείλει να προσφύγει στο στρατό, ο οποίος, όπως έχει αποδείξει σε παλαιότερες περιπτώσεις, έχει τον απαιτούμενο υλικοτεχνικό εξοπλισμό για να καλύψει τις ανάγκες πληθυσμών που πλήττονται από καταστροφές. Εν προκειμένω, ο στρατός έλαμψε δια της απουσίας του. Χωρίς να δοθεί ποτέ κάποια εξήγηση από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, ή από τον κ. Τσίπρα. Ως να ήταν αυτονόητο.

Εξίσου αδρανής παρέμεινε η κυβέρνηση ως προς την αναζήτηση ευρωπαϊκών πηγών κάλυψης των αναγκών των προσφύγων που έφταναν στη χώρα. Η κάλυψη των αναγκών αυτών εναποτέθηκε de facto στα ανθρωπιστικά ανακλαστικά ενός οικονομικά και ψυχολογικά εξαντλημένου λαού, και στις όποιες διαχειριστικές δεξιότητες διαφόρων ελληνικών και ξένων ΜΚΟ. Ως να ήταν αυτονόητο. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση αποποιήθηκε τις ευθύνες της μετακυλώντας τες στην ιδιωτική σφαίρα, επιβάλλοντας αυθαίρετα ένα δυσβάσταχτο ρόλο τόσο στους κατοίκους των νησιών του Αιγαίου όσο και στους εθελοντές και αλληλέγγυους, γνωρίζοντας παράλληλα ότι οι φιλότιμες και συγκινητικές προσπάθειες τους δεν θα μπορούσαν ποτέ να εξασφαλίσουν αξιοπρεπείς συνθήκες υποδοχής των προσφύγων.

Παρά τη χρόνια πίεση των προσφυγικών ροών, και παρά την οξύτητα της τωρινής ανθρωπιστικής κρίσης, η οποία ήταν απολύτως προβλεπόμενη από τις αρχές του έτους, η κυβέρνηση δεν έκρινε σκόπιμο να υποβάλει εγκαίρως αίτημα στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης. Η σύσταση της προαπαιτούμενης Αρχής Διαχείρισης Ευρωπαϊκών Κονδυλίων δρομολογήθηκε στα τέλη της θητείας της κ. Χριστοδουλοπούλου και ολοκληρώθηκε στα μέσα Σεπτεμβρίου. Το πρώτο αίτημα της Ελλάδας για επιπλέον χρηματοδότηση έκτακτης ανάγκης, ύψους 2,5 εκατ. ευρώ, υπεβλήθη στις 7 Σεπτεμβρίου.

Ελλείψει άλλης εύλογης ερμηνείας, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η παρατεταμένη αυτή αδράνεια υποδηλώνει ένα, κυνικό έστω, πολιτικό σχέδιο βίαιης διεθνοποίησης του προσφυγικού για να μη παγιωθεί η μετατροπή της Ελλάδας σε «αποθήκη ανθρώπων» εντός της Ευρώπης. Εάν ευσταθεί αυτή η υπόθεση, είναι προφανές ότι αυτό το πολιτικό σχέδιο χαρακτηριζόταν από πασίδηλη άγνοια της δυναμικής των προσφυγικών μετακινήσεων. Μόνο κλειστές δομές, ιδιότυπα κέντρα κράτησης, θα μπορούσαν να εμποδίσουν τους πρόσφυγες να φτάσουν στον τελικό προορισμό τους στη δυτική ή βόρεια Ευρώπη. Οι μαζικές προσφυγικές μετακινήσεις εντός της Ευρώπης, που προκάλεσαν ένα πρώτο ρήγμα στη διαχείριση του προσφυγικού από την ΕΕ ακριβώς λόγω του όγκου τους και της εγγενούς δυναμικής τους, δεν αναχαιτίζονται από προσωρινές δομές φιλοξενίας.

Αυτό το πιθανολογούμενο πολιτικό σχέδιο χαρακτηριζόταν επίσης από μια άστοχη αξιολόγηση των αντιστάσεων των άλλων ευρωπαϊκών κρατών στην προοπτική μαζικών μετεγκαταστάσεων προσφύγων στο έδαφός τους. Πέρα από την κλιμακούμενη ξενοφοβία, και τη συνεπακόλουθη άνοδο της Ακροδεξιάς, η συγκυρία της οικονομικής ύφεσης καθιστά ιδιαίτερα προβληματική την αύξηση των δαπανών για μαζική υποδοχή και ένταξη προσφύγων. Σε ένα τόσο αντίξοο περιβάλλον, θα ήταν αφελές να είχε θεωρηθεί ότι οι αντιστάσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων θα κάμπτονταν μόνιμα από την ενδεχομένως τεχνητά διογκωμένη πίεση ενός αιφνιδιαστικού προσφυγικού κύματος στα ενδότερα της Ευρώπης. Αυτό επιβεβαιώθηκε στις 25 Οκτωβρίου, στη μίνι Σύνοδο των Βρυξελλών, όπου συνομολογήθηκε ότι η Ελλάδα θα δημιουργήσει άμεσα 30.000 θέσεις προσωρινής φιλοξενίας και άλλες 20.000 θέσεις σε επιδοτούμενα ενοικιαζόμενα καταλύματα. Είναι οφθαλμοφανές ότι ο συνολικός αριθμός των 50.000 προσφύγων βρίσκεται σε απόλυτη δυσαρμονία με τον αριθμό προσφύγων που θα δεχτούν τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ. Η ευρωπαϊκή πολιτική διαχείρισης της κρίσης βασίζεται προς το παρόν στην καθυστέρηση και το φιλτράρισμα των ροών επί του ελληνικού εδάφους.

Η εικαζόμενη βίαιη διεθνοποίηση του προσφυγικού δεν μπορεί όμως να εξηγήσει πειστικά την άρνηση της κυβέρνησης να υποβάλει αίτημα ενεργοποίησης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας. Αυτός ο Μηχανισμός ταχείας διαχείρισης κρίσεων προβλέπει ρητά την ενεργοποίησή του σε περιπτώσεις παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας. Η βοήθεια παρέχεται σε είδος: τρόφιμα, νερό, φάρμακα, κουβέρτες, αντίσκηνα, κλπ. Ακόμα και αν δεν κάλυπτε πλήρως τις ανάγκες των προσφύγων, η βοήθεια αυτή θα ανακούφιζε αισθητά τους πρόσφυγες και τον αλληλέγγυο ελληνικό λαό. Ακόμα και αν η κυβέρνηση ήθελε να τους ωθήσει να μετακινηθούν προς τη δυτική και βόρεια Ευρώπη, οι πρόσφυγες χρειάζονταν να καλύψουν στοιχειωδώς τις βιοτικές τους ανάγκες πριν συνεχίσουν την πορεία τους. Πώς είναι δυνατόν να θεωρήθηκε ότι η κάλυψη των προσωρινών αναγκών τους θα συνέβαλε στη μετατροπή της Ελλάδας σε «αποθήκη ανθρώπων»; Πώς είναι δυνατόν να θεωρήθηκε ότι η φυγή τους προς την Ευρώπη θα εξαρτάτο, έστω και στο ελάχιστο, από τις ανέσεις των δομών προσωρινής φιλοξενίας στα νησιά; Ακόμα και αν αυτός ο ανεδαφικός φόβος καθόρισε την κυβερνητική πολιτική στις αρχές του καλοκαιριού, πώς είναι δυνατόν να μην έγινε αντιληπτό ότι ο όγκος των καθημερινών αφίξεων, σε συνδυασμό με τη μικρή έκταση των νησιών, καθιστούσε εξ ορισμού ανεπαρκείς τις οποιεσδήποτε δομές προσωρινής φιλοξενίας στα νησιά και ότι οι πρόσφυγες θα συνέχιζαν, ούτως ή άλλως, την πορεία τους;
 
Ο θανατηφόρος μύθος του φράκτη
 
Όταν το 2011 η Ελλάδα αποφάσισε την ανέγερση του φράκτη στον Έβρο, προσέκρουσε στην εχθρική στάση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει το έργο θεωρώντας ότι «η ενέργεια αυτή δεν συνιστά από μόνη της λύση στο πρόβλημα της παράνομης μετανάστευσης στην περιοχή», και δηλώνοντας ταυτόχρονα έτοιμη να συγχρηματοδοτήσει «άλλα αποτελεσματικότερα μέτρα».

Η απορριπτική απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βασιζόταν σε ένα κοινό τόπο για τη διεθνή πανεπιστημιακή κοινότητα: οπουδήποτε ανεγέρθηκαν συνοριακοί φράκτες, προκάλεσαν απλώς μια γεωγραφική μετατόπιση των μεταναστευτικών διαδρομών προς άλλα σημεία εισόδου στην εκάστοτε χώρα. Όπως ακριβώς οι κάμερες επιτήρησης σε μια περιοχή δεν μειώνουν την εγκληματικότητα αλλά απλώς τη μετατοπίζουν σε άλλες περιοχές, μη επιτηρούμενες, έτσι και οι συνοριακοί φράκτες δεν αναχαιτίζουν τις μεταναστευτικές ροές, απλώς τις μετατοπίζουν. Η εγγενής αναποτελεσματικότητα αυτού του μέτρου, που έχει καταδειχθεί από πολλές έρευνες για τον φράκτη που έχει ανεγερθεί στα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό, συνδυάζεται με την εξίσου εγγενή επικινδυνότητά του. Δεδομένου ότι συνοριακοί φράκτες εγείρονται στα πλέον προσβάσιμα και, κατ’ επέκταση, ασφαλέστερα σημεία εισόδου σε μια χώρα, η ανέγερσή τους αναγκάζει τους μετακινούμενους πληθυσμούς να επιλέξουν πιο επικίνδυνα σημεία εισόδου, διακινδυνεύοντας πλέον τη ζωή τους. Παρόλο που είναι μεθοδολογικά αδύνατον να αποδοθεί ακριβής αριθμός θανάτων σε ένα συνοριακό φράκτη, η κατακόρυφη άνοδος θανάτων μετά την ανέγερση ενός φράκτη αναδεικνύει αμείλικτα το θανατηφόρο ρόλο του. Στην Ελλάδα, αυτό γίνεται επώδυνα ορατό με τους ακατάπαυστους πνιγμούς προσφύγων στο Αιγαίο. Στις ΗΠΑ, μετριούνται σε εκατοντάδες οι μετανάστες που πεθαίνουν κάθε χρόνο στις ερήμους ένθεν κακείθεν των συνόρων.

Η ουσιαστική αναποτελεσματικότητα του μέτρου, με καθαρά επιχειρησιακούς όρους, αποκρύπτεται επιμελώς από την κοινή γνώμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε πρόσφατη δήλωσή του, ο κ. Μουζάλας ανέφερε ότι το αίτημα να πέσει ο φράκτης στον Έβρο κινείται σε «σωστή ιδεολογική βάση, αλλά…»[5], ως να επρόκειτο για ένα ανεδαφικό ιδεολόγημα το οποίο πρέπει να υποχωρήσει μπροστά στις αναγκαιότητες χάραξης μιας σοβαρής κυβερνητικής πολιτικής.

Στην πραγματικότητα όμως, ο φράκτης είναι το ιδεολόγημα και όχι το αίτημα κατάργησής του. Η ανέγερση ενός συνοριακού φράκτη είναι μια κατ’ εξοχήν έκφραση εθνικής κυριαρχίας. Ένα κράτος είναι εθνικά κυρίαρχο όταν ελέγχει τα εξωτερικά σύνορά του, και η ισχύς της κυριαρχίας του επιτείνεται όταν ο έλεγχος των συνόρων του στρατιωτικοποιείται. Η στρατιωτικοποιημένη φύλαξη των συνόρων, σε συνδυασμό με την επιδεικτική χρήση υψηλής τεχνολογίας, ανάγονται σε σύμβολα ισχύος της εκάστοτε κυβέρνησης του «έθνους», με άμεση συνέπεια την α-κομματική αποδοχή τους ως φυσιολογικά εμβλήματα εξουσίας. Στην περίπτωση του Έβρου, η αρχική ανέγερση του φράκτη συνιστούσε ένα μήνυμα εθνικής κυριαρχίας που απευθυνόταν πρωτίστως στον ελληνικό λαό. Εντελώς φυσιολογικά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αρνήθηκε τη χρηματοδότησή του. Σήμερα όμως, που η προσφυγική κρίση θέτει με οξύτητα το ζήτημα των «ανοχύρωτων» εξωτερικών ευρωπαϊκών συνόρων, ο φράκτης ανάγεται σε σύμβολο κυριαρχίας της ΕΕ επί της επικράτειάς της. Το πέσιμό του, ή ακόμα και η de facto αναίρεσή του με το άνοιγμα των υπαρχόντων συνοριακών φυλακίων στον Έβρο για να δημιουργηθούν ασφαλείς χερσαίες δίοδοι για τους πρόσφυγες, θεωρούνται επομένως από τις ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ ενοχλητικά, αν όχι ανεπιθύμητα, μέτρα αντιμετώπισης της προσφυγικής κρίσης.   

Αυτή η μετάλλαξη του κατακριτέου «ελληνικού» φράκτη σε εγκεκριμένο «ευρωπαϊκό» συνοριακό ανάχωμα εξηγεί τη φαινομενικά παράδοξη στάση του κ. Τσίπρα, όταν κατακρίνει άλλους ευρωπαϊκούς συνοριακούς φράκτες προσφεύγοντας σε έωλα επιχειρήματα για να δικαιολογήσει τη διατήρηση του φράκτη στον Έβρο. Οι άλλοι φράκτες είναι διπλά κατακριτέοι: ως σύμβολα εθνικής και όχι ευρωπαϊκής κυριαρχίας, και ως εργαλεία υπονόμευσης μιας υπό επεξεργασία ενιαίας ευρωπαϊκής πολιτικής, βασισμένης στην αναχαίτιση, καθυστέρηση, και διαβαθμισμένη συλλογική απορρόφηση των προσφυγικών ροών. Αντιθέτως, ο φράκτης στον Έβρο, που εντάσσεται πλήρως στις ανάγκες της σημερινής ευρωπαϊκής πολιτικής, είναι πλέον απολύτως αποδεκτός σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός ότι, στους πρώτους δέκα μήνες του έτους, 454 πρόσφυγες και μετανάστες έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να διασχίσουν το Αιγαίο.