του Κωνσταντίνου Πουλή
Σκίτσο του Δημήτρη Δημαρέλου

Η ελπίδα είναι παράλογη, και δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστική εκδήλωση του παραλογισμού της ελπίδας από το λαχείο. Τα στατιστικά είναι συντριπτικά και πασίγνωστα: μία στα εβδομήντα εκατομμύρια για το κρατικό ή, όπως έχει πει κάποιος, οι πιθανότητες είναι ίδιες με το να σε χτυπήσει κεραυνός την ίδια στιγμή που σε τρώει καρχαρίας.  Αυτό όμως δεν έχει καμία σημασία. Η ελπίδα δεν τρέφεται από τη στατιστική. Όποιος επιμένει ότι το λαχείο είναι «φόρος ηλιθιότητας», «εθελοντικός φόρος» και «φόρος στατιστικού αναλφαβητισμού» ματαιοπονεί, διότι αγνοεί  τη φύση της ελπίδας. Το φυσικό ενδιαίτημά της είναι η φαντασίωση.

 
«Εσύ τι θα κάνεις αν κερδίσεις το λαχείο;» ρωτάμε πάντα. Παρελαύνουν μετά κλισέ φαντασιώσεις ευμάρειας, εξωτικά ταξίδια και άλλες μπαναλιτέ, παρέα με δηλώσεις πτωχοταπεινοφροσύνης: «θα εξακολουθήσω να εργάζομαι, δεν θα αλλάξει τίποτα στη ζωή μου». 
 
Σε όλα αυτά, το τελευταίο που μετράει είναι η πραγματική πιθανότητα της επιτυχίας. Το κέρδος είναι ακριβώς αυτή η πρόσκαιρη φαντασίωση. Π.χ.: σου λέει ο θείος σου ο ψεύτης ότι έχει μια άκρη να σε βάλει να παρουσιάζεις το δελτίο ειδήσεων του MEGA. Δεν σκέφτεσαι ποτέ ότι αυτή η θέση είναι πιασμένη ή ότι ο θείος σου είναι άνεργος εδώ και τρία χρόνια. Σκέφτεσαι ότι όταν θα μπαίνεις στο στούντιο θα είσαι κάπως απασχολημένος, μπαϊλντισμένος από ευθύνες και προβλήματα, αλλά πάντοτε ευγενής με τους πληβείους που ιδρώνουν πίσω από τις κάμερες. Δεν χρειάζεται να υλοποιηθεί η υπόσχεση και δεν χρειάζεται να διαψευστεί:  έχει εκτελέσει την αποστολή της ως φαντασίωση. Σου ρίχνει μια ματιά η λατρεμένη σου στο Δημοτικό. Σκέφτεσαι ότι σίγουρα σε αγαπά κι εκείνη, πέφτεις για ύπνο και τη φαντάζεσαι στην αγκαλιά σου, να σε φιλάει βιαστικά πριν να τελειώσει το διάλειμμα και επιστρέψουν οι συμμαθητές σας στην αίθουσα.
 
Δυστυχώς ή ευτυχώς, τα ίδια ισχύουν και όταν μεγαλώνεις και ψηφίζεις. Δεν έχει σημασία αν η ελπίδα είναι φρούδα. Σημασία έχει ότι αυτή η φαντασίωση είναι το μόνο παυσίπονο με το οποίο κανείς αντέχει τον πονόδοντο που του δώσαν για ζωή. Μάλιστα, σε αντίθεση με τη ρουλέτα, που περιέχει τον ίλιγγο της αναμονής και το ρίσκο της καταστροφής, το λαχείο είναι μια ήπια χαυνωτική συγκίνηση για τους πολλούς.
 
Το 2016, είπε ο Αλέξης Τσίπρας, θα είναι «η χρονιά που θα σηματοδοτήσει την οριστική έξοδο από την οικονομική κρίση και, μαζί,  το τέλος της επιτροπείας και την ανάκτηση της εθνικής μας κυριαρχίας». Ποιος ηλίθιος πιστεύει έστω και μία λέξη από όλα αυτά; Κανείς. Οι πιθανότητες να επιβεβαιωθούν είναι ακριβώς όσες και να σε χτυπήσει κεραυνός την ώρα που σε τρώει καρχαρίας. Κι όμως, η ώρα που πέφτεις στο κρεβάτι και λες «θα φιλιόμαστε και θα μπουν όλοι και θα μας δουν και θα λένε δεν είναι ξευτίλας, τον αγαπάει η Τιτίκα» και «θα ανακτήσουμε την εθνική μας κυριαρχία», «δεν θα πέφτει άλλη σφαλιάρα κάθε που βγαίνουμε απ’ το καβούκι μας» είναι πολύ ωραία. Αυτά ισχύουν από την πλευρά του κορόιδου.
 
Υπάρχει όμως και το ζήτημα που θέτει ο Άγγλος οικονομολόγος του 17ου αιώνα, που έγραψε το παράθεμα της αρχής: έστω ότι ο άλλος είναι εύπιστος, ή ακόμη χειρότερα ευήθης, βλαμμένος, στόκος. Πού βασίζεται το ηθικό δικαίωμα να τον εξαπατάς, απλώς επειδή μπορείς;
 
Ήδη από τον 16ο αιώνα υπήρχαν πραγματείες για την τύχη και τις πιθανότητες στα λαχεία, οι οποίες αποφαίνονταν και για το αν το παιχνίδι ήταν δίκαιο ή όχι. Και επειδή το λαχείο ήταν πάντοτε διαβόητα άδικο, από πολύ νωρίς συνδεόταν με τη χρηματοδότηση των καλών τεχνών και άλλων ευγενών σκοπών. Ήταν μια παράδοξη εξιλέωση, σαν τις γυναίκες που μάζευαν λεφτά από την πορνεία για να αγοράσουν άφεση αμαρτιών από την παπική εκκλησία. Τα λαχεία οργανώνονταν με αγαθούς σκοπούς, που να δικαιολογούν την κλοπή: χρηματοδοτούσαν δρόμους, εκκλησίες, γέφυρες, πανεπιστήμια σαν το Πρίνστον και το Κολούμπια. Σε μας, βεβαίως, από τα χρήματα που διοχετεύονταν στο υπουργείο «Πολιτισμού και Αθλητισμού», το 75% πήγαινε στον αθλητισμό και το υπόλοιπο 25 στον πολιτισμό. Και όταν λέμε πολιτισμό, εννοούμε και ενώσεις όπως ο Ομιλος Βρακοφόρων Κρήτης, ο Πολιτιστικός Μορφωτικός Σύλλογος των Απανταχού Καλλεργιανών Μαρεδιανών Βαρδιανών & Φίλων «Η Βαρδιά» και η  Ένωση Πλοιοκτητών Ελληνικών Σκαφών Τουρισμού.
 
Προσωπικώς, παίρνω λαχείο κάθε δύο ή τρία χρόνια, πρωτοχρονιάτικο. Μου αρέσει μάλιστα να σκέφτομαι κι εγώ τι θα κάνω αν κερδίσω, και σεμνύνομαι για το ότι σε αυτές τις φαντασιώσεις είμαι πάντα πολύ γενναιόδωρος. Δεν υπάρχει φίλος σε ανάγκη που να μην ανακουφίζεται οικονομικά από αυτή τη φανταστική γενναιοδωρία μου.  Όταν σκέφτομαι γιατί παίρνω λαχείο, νομίζω ότι  η απάντηση είναι ότι θέλω να ξεδιψάσω την ανάγκη μου για ελπίδα κι εγώ, με τον πιο ανορθολογικό τρόπο. Έτσι θέλω να πιστεύω ότι θα αποφύγω την παράδοσή μου σε πλανερές υποσχέσεις ελπίδας στην πραγματική ζωή. Εκεί που δεν κρίνεται η τύχη των λιγοστών ευρώ που θα ξοδέψω, αλλά η πολιτική μου απόφαση. Γιατί άλλο είναι να είσαι παιδί και να πιστεύεις ότι η Τιτίκα σε αγαπάει και θα σε φιλήσει γιατί σου έριξε μια ματιά, και άλλο να είσαι ψηφοφόρος και να χάφτεις ό,τι σου πουν. Ως παιδάκι είναι χαριτωμένο να είσαι αγαθιάρης. Ως πολίτης καθόλου. Και αυτή είναι η μόνη πλευρά που έχει σημασία να συζητήσουμε, γιατί το κράτος δεν έχει κανένα λόγο να συγκρατηθεί και να μην εξαπατά τους αφελείς. Το κράτος είναι παροιμιωδώς άκαρδο. Αν υπάρχει σωτηρία, θα προέλθει από την πλευρά των θυμάτων.