Η επιλεκτική αγανάκτηση για τα θύματα αμάχων στη Συρία - δηλαδή το να υπερτονίζονται οι παραβιάσεις της συριακής κυβέρνησης ενώ την ίδια στιγμή υποβαθμίζονται τα αποτελέσματα του συνασπισμού των Δυνάμεων που διενεργούν αεροπορικές επιθέσεις υπό την καθοδήγηση των Ηνωμένων Πολιτειών - έχει ως αποτέλεσμα να υπονομεύεται η ίδια η επίκληση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υποστηρίζει o Τζόναθαν Mάρσαλ.
Δημοσιεύτηκε στο consortiumnews.com
Λίγα πράγματα απειλούν τη νομιμότητα της επίκλησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων περισσότερο από τους φανατικούς που τα επικαλούνται επιλεκτικά προκειμένου να προωθήσουν τη μία πλευρά σε μία βίαιη σύγκρουση. Ακριβώς για αυτό όσοι ανησυχούν πραγματικά για τα δεινά των θυμάτων του πολέμου θα έπρεπε να ενοχλούνται από την πιο πρόσφατη υπερβολική εκστρατεία επιλεκτικής αγανάκτησης για το βομβαρδισμό της ανατολικής Γκούτα, ενός προαστίου της Δαμασκού, από τη συριακή κυβέρνηση.
Ο βομβαρδισμός ήταν χωρίς αμφιβολία βάρβαρος και ενδεχομένως ακόμη και εγκληματικός. Θα έπρεπε να καταδικαστεί χωρίς μισόλογα. Όμως αδικούμε κατάφωρα το σχεδόν μισό εκατομμύριο ανθρώπους που έχουν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη Συρία αν ξεχωρίσουμε τον τραγικό θάνατο των περισσότερων από τριακόσιους πολίτες σε αυτό το προάστιο ως κάτι το ιδιαίτερα αξιοσημείωτο. Στην πραγματικότητα αποκαλύπτει πολιτικά κίνητρα, που έχουν ως στόχο πολύ περισσότερο να τιμωρήσουν την κυβέρνηση της Δαμασκού παρά να προστατεύσουν αθώους.
Οι ειδήσεις βρίθουν από αφηγήσεις που εμφανίζουν την κατάσταση ως κάτι τόσο τρομακτικό που δεν έχει προηγούμενο: «κόλαση επί Γης», «δεν έχουμε δει ποτέ κάτι παρόμοιο», «Ένα κραυγαλέο έγκλημα πολέμου επικής κλίμακας». Ένα εντιτόριαλ στους New York Times αποκάλεσε τη μάχη «Ένα από τα πιο βίαια επεισόδια του επταετούς πολέμου» και απαιτεί ο Σύριος πρόεδρος Μπασάρ Αλ Άσαντ και οι Ρώσοι ηγέτες να δικαστούν για εγκλήματα πολέμου. Ένας αρθρογράφος του Guardian αναφέρει πως η Ανατολική Γκούτα γίνεται σταδιακά η Σεμπρένιτσα της Συρίας, βοσνιακός θύλακος όπου χιλιάδες μουσουλμάνοι σκοτώθηκαν από τις δυνάμεις των Σέρβων το 1995.
Οποίος προσπαθήσει να ανασκευάσει αυτή την εικόνα κινδυνεύει να θεωρηθεί ότι προσπαθεί να υποβαθμίσει τα δεινά που συμβαίνουν ή να υπερασπιστεί την κυβέρνηση. Δεν επιθυμώ τίποτε από τα δύο. Δεν τρέφω καμιά αυταπάτη για τα κίνητρα του καθεστώτος, και με δυσκολία μπορώ ακόμη και να διανοηθώ την αγωνία αυτὠν που ζουν καθημερινά τους βομβαρδισμούς, προσπαθώντας να περιθάλψουν τους τραυματισμένους την ώρα που αναρωτιούνται αν και πότε θα προστεθούν και αυτοί στο πλήθος των νεκρών.
Όμως η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί πρόσφατα στην Ανατολική Γκούτα δυστυχώς δεν είναι τόσο μοναδική όπως την παρουσιάζουν τα ειδησεογραφικά μέσα. Μόνο τον περασμένο μήνα, ο έγκριτος ανεξάρτητος φορέας Airwars, μας υπενθύμισε ότι οι αεροπορικές επιδρομές στη Ράκα από τον στρατιωτικό συνασπισμό του οποίου ηγούνται οι Ηνωμένες Πολιτείες προξένησαν περισσότερα θύματα, με την ίδια τακτική της «πολιορκίας, βομβαρδισμού και εκκένωσης».
Σε ένα μόνο τέτοιο περιστατικό τον Μάρτιο του 2017, ο βομβαρδισμός που διενήργησε ο συνασπισμός των συμμάχων είχε θύματα τετρακόσιους αμάχους σε ένα σχολείο κοντά στη Ράκα, όπου εκατοντάδες γυναίκες και παιδιά είχαν βρει καταφύγιο από τον πόλεμο.
Τα Ηνωμένα Έθνη και εργαζόμενοι σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, προς τιμήν τους, μίλησαν για τους θανάτους αμάχων, όμως οι αξιωματικοί των ΗΠΑ τους υποβάθμισαν συστηματικά, μιλώντας για υπερβολές. Οι βομβαρδισμοί των συμμάχων προξένησαν μόνο περιορισμένη ανησυχία στη Δύση διότι ήταν για καλό σκοπό: την απελευθέρωση της Ράκας από τον ISIS. (Στο τέλος, δήλωσε το BBC, εκατοντάδες μέλη του ISIS αφέθηκαν να αποδράσουν ήσυχα από την πόλη χωρίς να πάθουν τίποτα, ως αποτέλεσμα μιας μυστικής συμφωνίας με τον συνασπισμό).
Κι όμως, όταν έρχεται η στιγμή να αξιολογήσει κανείς την ηθική (ή την έλλειψη ηθικής) για τον βομβαρδισμό στην ανατολική Γκούτα από τη συριακή κυβέρνηση, ήταν ελάχιστες οι παρουσιάσεις στον τύπο που υπενθύμισαν στους αναγνώστες τους ότι οι περισσότεροι από αυτούς που περιγράφονταν γενικά ως αντάρτες σε αυτό το προάστιο είναι μέλη ισλαμιστικών εξτρεμιστικών ομάδων, που περιλαμβάνουν τουλάχιστον μία που συνδέεται με την Αλ Κάιντα. Καμία λογική κυβέρνηση στη Δαμασκό δεν θα τους ήθελε στο κατώφλι της.
Ο διευθυντής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην περιοχή δήλωσε ακόμη ότι οι δυνάμεις των ανταρτών χτυπούσαν τη Δαμασκό με όλμους, επισημαίνοντας ότι αυτή ίσως είναι μία πραγματικότητα που δεν αναφέρει κανείς.
Συγκρίνοντας τους θανάτους στην ανατολική Γκούτα με διαβόητα γεγονότα όπως είναι η σφαγή της Σεμπρένιτσας, είναι ένας τρόπος, μάλιστα όχι ιδιαίτερα διακριτικός, για να ζητήσουμε ακόμη μεγαλύτερη ξένη στρατιωτική επέμβαση εναντίον του συριακού κράτους στο όνομα των ανθρωπιστικών αρχών. Αυτό δηλαδή ακριβώς που επιδείνωσε αυτόν τον παρατεταμένο πόλεμο και την καταστροφή από την αρχή.
Οποιοσδήποτε ανησυχεί πραγματικά για τη σωτηρία ανθρώπινων ζωών θα πρέπει αντιθέτως να παροτρύνει τις ομάδες των ανταρτών να λάβουν μέρος στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις που γίνονται από τα Ηνωμένα έθνη στη Γενεύη, αντί να τις υπονομεύει. Και πάνω από όλα θα πρέπει να σκέφτεται τα λόγια του αρθρογράφου της Washington Post David Ignatius, που είπε μόλις είχε επιστρέψει από την αδιανόητη καταστροφή στη Ράκα:
«Η Ράκα είναι μία προειδοποίηση ότι θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν διαλύουμε την τάξη σε οποιοδήποτε μέρος χωρίς να γνωρίζουμε τι θα ακολουθήσει. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν επιμένει σε αυτό το σημείο: Οι Ηνωμένες Πολιτείες απερίσκεπτα ενθαρρύνουν την ανατροπή του κράτους στη Συρία, το Ιράκ, την Υεμένη και τη Λιβύη χωρίς να έχουν ένα καλύτερο σχέδιο για την επόμενη μέρα», και μάλλον έχει δίκιο. Πάρα πολύ συχνά το κενό καλύπτεται από πολέμαρχους, ξένους μισθοφόρους θρησκόληπτους ταγμένους στον θάνατο».
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους σχεδόν κατέστρεψαν τη Ράκα προκειμένου να τη σώσουν από ένα χαλιφάτο που κυβερνούσε με τα βασανιστήρια, καταλήγει. Ήταν ένας δίκαιος πόλεμος, αλλά θα πρέπει να προσπαθήσουμε σκληρά να αποφύγουμε να ξανακάνουμε έναν τέτοιο πόλεμο στο μέλλον».