Σκέψεις για μια αναδυόμενη ηθική ενός νέου τύπου πολέμου Ο πόλεμος της Συρίας, σε αντίθεση με τους πολέμους στη Μέση Ανατολή που προηγήθηκαν, έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας ιδιόμορφης αλλαγής παραδείγματος όσον αφορά την ηθική του πολέμου. Δηλαδή, είναι ένας πόλεμος που σε κανένα από τα σημεία του δεν μοιάζει με τους προηγούμενους κι αυτός είναι ο βασικός λόγος που οι θέσεις που παίρνει κανείς γι’ αυτόν, από όλες τις πλευρές μοιάζουν ταυτόχρονα ολοκληρωτικά λαθεμένες και στην επιφάνειά τους ίσως και σωστές σε διάφορες όψεις τους. Αλλά σίγουρα είναι απόλυτα ρευστές.

Με απλά λόγια, όλες οι πλευρές διεκδικούν με τον δικό τους τρόπο να θεωρηθούν ως ηθικά νομιμοποιημένες να συνεχίζουν αυτόν τον πόλεμο και αυτό επιβεβαιώνει μια νέα ηθική του πολέμου. Συνοπτικά, θεωρώ ότι αυτή η νέα ηθική του πολέμου εκφράζει ακριβέστερα από τις προηγούμενες πολεμικές αναμετρήσεις το δόγμα «Πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία» που ακολούθησε τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, αλλά στην περίπτωση της Συρίας το «παλιό» έχει μείνει πια τελείως πίσω όσον αφορά τις πρακτικές και την ηθική του πολέμου. Ακολουθώντας τη λογική ομόκεντρων κύκλων, θα επιχειρήσω να περιγράψω αυτή τη νέα ηθική που αναδύεται σε σχέση με τον πόλεμο «από έξω προς τα μέσα», δηλαδή από γενικές αρχές που άλλαξαν και προϋποθέσεις που χτίστηκαν, ως το κέντρο που είναι ο νέος ολοκληρωτικός πόλεμος με μια ηθική εντελώς μη-ηθική, χωρίς αρχές, χωρίς κατεύθυνση παρά μόνο την συντήρηση ενός πολεμικού δικτύου, για το οποίο θα καταλήξω στο τέλος του άρθρου.

Σκέψη πρώτη: ο διωγμός της ετερόδοξης σκέψης ως αναγκαίο καθεστώς

Σε ένα πολύ κλασικό δοκίμιό του, το Ο διωγμός και η τέχνη της γραφής, ο πολιτικός φιλόσοφος Λέο Στράους αναδεικνύει ότι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλές από τις δυτικές κοινωνίες προχωρούν σε μια διαρκή καταστολή της ανεξάρτητης σκέψης, εμφανίζοντας στο δημόσιο λόγο περιορισμένο αριθμό επιλογών -όσον αφορά τις απόψεις για σημαντικά ζητήματα- που κυρίως αποτελούν σημεία έντασης στον επίσημο πολιτικό λόγο της Εξουσίας. Δηλαδή, η Εξουσία, σε κάθε μορφή της φτιάχνει ένα πλαίσιο ελευθερίας κατά το οποίο η ανεξάρτητη σκέψη διώκεται και καταλήγει να γράφει «ανάμεσα στις γραμμές», δημιουργώντας ένα νέο είδος τέχνης του λόγου. Αυτή η σκέψη του Στράους άρχισε να αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια των ύστερων χρόνων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τότε δηλαδή που, οι περισσότεροι ιστορικοί και κοινωνιολόγοι συμφωνούν ότι άνθησε στην πλήρη μορφή του το φαινόμενο της προπαγάνδας. Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι αυτό το «κουσούρι» έμεινε στον δημόσιο λόγο παρόλο που, όπως προέβλεψε ο Στράους, ο διωγμός τούτος συμβαίνει κυρίως εντός των ορίων των νόμιμων μηχανισμών.
Εντούτοις, πήρε κάποιες δεκαετίες αλλά, τελικά ο διωγμός της κριτικής σκέψης έβγαλε τα δικά του άνθη, κάπου εκεί στις αρχές του 2000. Ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία αναδύθηκε ως καθολικά αποδεκτή αλήθεια για κάθε δυτικό άνθρωπο σήμερα και γι’ αυτό βοήθησαν όλες οι αντιλήψεις που κινούνται εντός του ανεκτού φάσματος που άφηνε η Εξουσία, ώστε να «γράφουν πάνω στις γραμμές» κι όχι «πίσω από τις γραμμές», για να χρησιμοποιήσω τη μεταφορά του Στράους. Παράλληλα εντάθηκε εντυπωσιακά ο περιορισμός της δυνατότητας της ανεξάρτητης σκέψης σήμερα. Ας μου επιτραπεί μια απλουστευτική παράθεση της εξέλιξης του προβλήματος: Στην εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ και το Αφγανιστάν το 2003 οι αντιδράσεις σε όλον τον κόσμο ενάντια στον πόλεμο ήταν σημαντικές. Αυτό αναδεικνύει, κατά τη γνώμη μου, ότι αυτές ήταν οι τελευταίες πολεμικές συρράξεις «παλαιού τύπου», όπου αναγνωρίζονταν πλευρές, συμμαχίες και αντιπαλότητες, καουμπόηδες και Ινδιάνοι έστω. Από αυτό το σημείο περάσαμε στην εισβολή στη Λιβύη και την ανατροπή του Καντάφι το 2011, την οποία χαιρέτησε μεγάλος αριθμός προοδευτικών ανθρώπων, της σπουδαίας Ροσάνα Ροσάντα συμπεριλαμβανομένης, η οποία μάλιστα δήλωνε:

«Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι η διαχείριση του πετρελαίου και η διεθνής θέση της χώρας  (ενν. της Λιβύης) μπορεί να παραμείνει στα χέρια της εμφάνισης ενός κράτους, το οποίο δεν έχει καν βασικό καταμερισμό εξουσιών και εντοπίζεται σε μια οικογένεια;»

Σήμερα ακόμα κι αν κανείς προσπαθεί πραγματικά να σκεφτεί ανεξάρτητα για το θέμα της Συρίας στο τέλος περιορίζεται από συγκεκριμένες επιλογές, όσον αφορά το δίκαιο των αντιμαχόμενων πλευρών· το Ισλαμικό Κράτος- είναι ο «τελικός κακός» ενός νέου θεαματικού πολεμικού βίντεο γκέημ και για την αντιμετώπισή του είτε θα συνταχθεί κανείς με το ΝΑΤΟικό άξονα, είτε με τον άξονα Ρωσίας, Άσαντ, Χεζμπολλάχ, Ιράν κλπ. Θα κρατήσω για την ώρα αυτή τη σκέψη, ότι δεν υπάρχει πραγματική εναλλακτική που να μην «βολεύει» με κάποιο τρόπο το ευρύτερο στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα και θα προχωρήσω παρακάτω.


 
Σκέψη δεύτερη: η αλλαγή στον ηθικό κώδικα του πολέμου

Αν υπάρχει μια πολιτική διαμάχη που σφράγισε την αρχή του 20ου αιώνα στην αριστερή σκέψη, είναι σίγουρα αυτή για τον χαρακτήρα του πολέμου[1]. Ανάμεσα στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους αναπτύχθηκαν όλες οι δυνατές επιχειρηματολογίες γύρω από τον χαρακτήρα του πολέμου, η βασική αρχή όμως για όλους έκλινε προς αυτό που περιέγραφε ο Λένιν στο βιβλίο «Για τους δίκαιους και άδικους πολέμους»: ο χαρακτήρας ενός πολέμου κρίνεται κυρίως από την πολιτική την οποία συνεχίζει με τα δικά του μέσα και έπειτα από το αν είναι αμυντικός ή επιθετικός.

Σε κάθε περίπτωση, ο 20ος αιώνας σφραγίζεται από το τέλος της ηθικής περί πολέμου και του ανταγωνισμού ισχύος μεταξύ των κρατών, όπως αυτή εισήχθη στη νεωτερικότητα μετά τη Συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648 μ.Χ. Οι πολεμικές αναμετρήσεις που προηγήθηκαν της Συριακής κρίσης, διατηρούσαν έστω και ως φύλλο συκής, το πρόσχημα της διερώτησης της διεθνούς κοινότητας πριν από την επέμβαση, τον σεβασμό στα υπάρχοντα σύνορα και όλα όσα διασφάλιζε η ηθική της πολεμικής διαμάχης μεταξύ κρατών.

Ένα επιπλέον ζήτημα είναι η διπλή ηθική του πολέμου που τώρα πλέον αμφισβητείται. Δηλαδή, όσον αφορά την ηθική, ο πόλεμος χωρίζεται σε δύο μέρη: Πρώτα με βάση τους λόγους για τους οποίους υιοθετείται η λύση του πολέμου και δεύτερον, αναφορικά με τον τρόπο που διεξάγεται. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στον χαρακτήρα του πολέμου, αν είναι δίκαιος ή άδικος. Το δεύτερο αναφέρεται στο αν ο πόλεμος διεξάγεται με δίκαια ή άδικα μέσα. Στον Μακιαβέλλι βρίσκουμε ολοκληρωμένη τη διάκριση αυτή που χωρίζει το δίκαιο του πολέμου σε jus ad bellum (τη δίκαιη νομιμοποίηση του πολέμου) και σε jus in bello (δικαιοσύνη του τρόπου διεξαγωγής του πολέμου). Μάλιστα τα δύο αυτά μέρη και οι κρίσεις που κάνουμε γι’ αυτά είναι λογικά ανεξάρτητα μεταξύ τους. Δηλαδή, δεν σημαίνει ότι ο δίκαιος χαρακτήρας ενός πολέμου δικαιώνει και τα μέσα που χρησιμοποιούνται.
Στη σημερινή εποχή, του δόγματος του πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία -και ειδικά στον πόλεμο της Συρίας- βλέπουμε να αμφισβητείται έντονα αυτό το διπλό δίκαιο και τη θέση του να παίρνει ένας ολοκληρωτικός πόλεμος που επιβάλει το δίκαιο του ως επιστέγασμα κι όχι ως προϋπόθεση. Στη Συρία το πεδίο μάχης, οι αντιμαχόμενες δυνάμεις, τα μέσα του πολέμου από όλες τις πλευρές δείχνουν ότι έχουμε φύγει τελείως από μια λογική να πολεμούμε με συμβατικούς κανόνες που όλοι αναγνωρίζουν. Οι κανόνες αυτοί, έστω κι αν η τήρησή τους στο παρελθόν δεν εξασφάλιζε λιγότερη αγριότητα μεταξύ των αντιπάλων, εξασφάλιζε όμως μια βασική διάκριση: τη διάκριση μεταξύ μάχιμου και άμαχου πληθυσμού. Το αποτέλεσμα αυτής της νέας ηθικής του πολέμου, είναι ένας πόλεμος που ξεφεύγει από το βασικό δόγμα, όπως μας το κληροδότησε ο Κλαούζεβιτς: Κάθε πόλεμος είναι απρόβλεπτος και έτσι κάθε πόλεμος είναι μια τέχνη κι όχι μια επιστήμη. Αυτό που δαιμονοποιεί τους αντιπάλους στρατούς είναι η έλλειψη πληροφοριών για τις προθέσεις του εχθρού και τις δυνατότητές του, η περίφημη «ομίχλη του πολέμου». Σε όλο αυτό το πλαίσιο η ηθική του πολέμου -κατά τον Κλαούζεβιτς- συγκρατεί τον πόλεμο να υπάρχει ως εναλλακτική λύση του πολιτικού ελέγχου για την ισχύ. Στην εποχή των πολεμικών αναμετρήσεων που διεξάγονται σήμερα, χωρίς ηθικές αναστολές, το σίγουρο είναι ότι θα ανεξαρτητοποιηθούν του πολιτικού ελέγχου και η Συρία είναι το πρώτο και προφανέστατο παράδειγμα. Δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε καμία κλασική περίπτωση πολέμου, καθώς στο ίδιο πεδίο εμπλέκονται μια εξωτερική επέμβαση (ΝΑΤΟ), οι ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις (ΗΠΑ-Ρωσία), ένας εμφύλιος πόλεμος και κυριολεκτικά αποτελεί ένα μέρος που ο αντίπαλος είναι ένας (Ισλαμικό Κράτος) αλλά και όλοι εναντίων όλων.

Σκέψη τρίτη: ο άμαχος πληθυσμός ως αναπόσπαστο μέρος του πολέμου

Θέλω να ξεκινήσω αυτή τη σκέψη με ένα παράδειγμα. Στον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου (1991) -τον οποίο θυμάμαι από την τηλεόραση του ΑΝΤ1- ένα πλάνο μου έχει μείνει: κονβόϊ να περνούν από ειδικούς διαδρόμους, καταμεσής στην έρημο· ήταν οι Ιρακινοί στρατιώτες που εγκατέλειπαν το Κουβέϊτ υπό την «εποπτεία» των Αμερικάνων. Οι φρικαλεότητες που εισήχθησαν τότε, με το επαναλαμβανόμενο μότο για έξυπνους πυραύλους Σκουντ και Πάτριοτ που περιόριζαν τα λάθη αλλά ουσιαστικά χτυπούσαν επιλεκτικά στόχους αμάχων, έφερε στις οθόνες όλων μας τότε τον όρο «παράλληλες απώλειες». Όμως τότε, ο άμαχος πληθυσμός και ο μάχιμος πληθυσμός ήταν σαφώς διαχωρισμένοι και ο πόλεμος συνέβαινε εντός προκαθορισμένων πεδίων μαχών.

Στην περίπτωση της Συρίας, τα βίντεο που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, δείχνουν καταρχάς μια εκτεταμένη εικόνα πλήρους καταστροφής στις μεγάλες πόλεις, ειδικά στη Χομς και στις νότιες περιοχές. Εδώ, φαίνεται ότι τόσο οι ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις, όσο και οι δυνάμεις των τζιχαντιστών, επέλεξαν μια λογική πλήρους καταστροφής υποδομών, ώστε να μην μπορεί να αναπτυχθεί στις πόλεις κανένας θύλακας μάχιμων (είτε «αντιστασιακών», είτε «τζιχαντιστών»). Συνεπώς, μπορούμε σήμερα να εκτιμήσουμε με σιγουριά, ότι ο δρόμος που πήραν οι προσφυγικές ροές -με την πλειοψηφία να πηγαίνει προς Λίβανο και Ιορδανία, μετά προς Τουρκία και μια μικρή μειοψηφία να ανεβαίνει προς την Ευρώπη- δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιου αυθόρμητου αντανακλαστικού των προσφύγων, αλλά ένα οργανωμένο σχέδιο διαχείρισης των ροών τη στιγμή της δημιουργίας τους. Ο τρόπος που αναπτύχθηκε και γενικεύτηκε ο πόλεμος στη Συρία, δείχνει ότι είχε προσχεδιαστεί η προσφυγική ροή ώστε να υπάρξουν συνολικά οφέλη από τον τρόπο που μετακινήθηκαν οι πληθυσμοί. Η επιλογή να ανοιχτεί ο δρόμος προς την Ευρώπη στα τμήματα εκείνα του πληθυσμού των πόλεων που μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως σύγχρονο, τσάμπα ειδικευμένο εργατικό δυναμικό στον γερασμένο πληθυσμό της Ε.Ε και στην ουσία η μεγάλη μάζα να διαχυθεί στις γειτονικές χώρες προκαλώντας θύλακες αποσταθεροποίησης σε επόμενες «χώρες-στόχους» (βλ. Λίβανος) μάλλον επιβεβαιώνεται εκ του αποτελέσματος. Επιπλέον, όλες οι ροές των προσφύγων ενισχύουν ένα συγκεκριμένο οικονομικό κομμάτι που αφορά την ανθρωπιστική βοήθεια μέσω ΜΚΟ και την περαιτέρω ανάπτυξη του στρατιωτικό-βιομηχανικού συμπλέγματος στα νότια σύνορα της Ευρώπης[2].  Οι πιο άτυχοι όλων, θα ενισχύσουν το δουλεμπόριο σκλάβων στη Λιβύη.

Επίσης, ο άμαχος πληθυσμός που παραμένει στη Συρία γίνεται ένα ενεργό μέρος του πολέμου. Το κύριο μέρος του χρησιμοποιείται ως ασπίδα από επιθέσεις (βλ. την περίπτωση της Ράκκα) από τη μεριά των τζιχαντιστών, είτε ως απόδειξη τιμωρητικής ισχύος του επελαύνοντα νικητή (βλ. Γκούτα). Τα παραπάνω δεν πρέπει να τα δει κανείς ως αποτελέσματα του πολέμου. Ας δώσω ένα παράδειγμα: η επιλογή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ να επεκτείνουν τους νυχτερινούς, τυφλούς βομβαρδισμούς για να καμφθεί το ηθικό του αντιπάλου, ήταν μια ανήθικη πολεμική τακτική η οποία έγινε υπολογίζοντας ότι οι Βιετναμέζοι θα έχαναν γρήγορα το ηθικό τους. Αυτή η επιλογή είχε ως αποτέλεσμα τον αριθμό-ρεκόρ (μέχρι τότε) 60 νεκρών άμαχων Βιετναμέζων για κάθε 1 νεκρό Αμερικάνο στρατιώτη. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα του πολέμου. Η επιλογή να χτυπιούνται νοσοκομεία και σχολεία, να διακόπτεται η ηλεκτροδότηση και η υδροδότηση ολόκληρων χωριών (τακτικές που έχουν χρησιμοποιήσει όλες οι πλευρές και κυρίως οι τζιχαντιστές) δείχνει ότι ο πόλεμος περιλαμβάνει πλέον τη διαχείριση του άμαχου πληθυσμού με όρους κόστους-οφέλους ως κανόνα κι όχι ως εξαίρεση.

Σκέψη τέταρτη: ο Θάνατος έρχεται από ψηλά (και από μακριά…)

Μια τελευταία σκέψη που ολοκληρώνει τα όσα προσπαθώ να συνθέσω για τη νέα ηθική του πολέμου, έχει να κάνει με τον τρόπο διεξαγωγής του. Στην εποχή του Μπους του νεότερου, όταν δηλαδή διακηρύχθηκε ο «Πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία», αυτό που έγινε ήταν να διασταλεί η ερμηνεία του στρατιωτικού αντιπάλου: στο πεδίο της μάχης, οι «τρομοκράτες» ήταν αντίπαλοι στρατιώτες εκτός αυτού ήταν ποινικοί εγκληματίες. Η σύμφυση αυτή οδήγησε στα πρώτα χρόνια σε μια, μάλλον αφελή, διατύπωση ότι η τρομοκρατία έχει πηγές της ορισμένα κράτη στα οποία μια στρατιωτική επέμβαση θα τέλειωνε με το ζήτημα της τρομοκρατίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα πτώματα των νεκρών Αμερικάνων που γύριζαν στις ΗΠΑ χωρίς να προβληθούν τηλεοπτικά ήταν η τελευταία πράξη που γκρέμισε αυτή την αφέλεια και έδειξε ότι πρέπει να αλλάξει η ηθική του πολέμου ως προς τον τρόπο διεξαγωγής του.

Στην περίπτωση της Συρίας, το δόγμα αυτό βρίσκει την πραγματική του εφαρμογή: πεδίο μάχης δεν είναι μόνο η χώρα, αλλά το διαδίκτυο, οι μουσουλμάνοι εντός και εκτός Μέσης Ανατολής, οι μεγάλες μητροπόλεις και η Συρία δεν χρησιμεύει ως η «πηγή της τρομοκρατίας» -όπως το Αφγανιστάν το 2003- αλλά ως ένα παράδειγμα χρηστής διαχείρισης του πολέμου. Ένα βασικό, νέο συστατικό αφορά την τεχνολογία του πολέμου. Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη αποτελούν μια σημαντική παράμετρο, η οποία εξαλείφει και την όποια ηθική διάσταση μπορεί αυτός να είχε για τον απλό στρατιώτη. Δε χρειάζεται να εμπλακεί σε κάποια αερομαχία, να διστάσει, να σκεφτεί τα παιδιά του ή την ειρηνική ζωή κάπου στο Ντελαγουέαρ. Το κόκπιτ και ο έλεγχος είναι από τόσο μεγάλη απόσταση που ο στόχος δεν έχει όνομα, ηλικία, χρώμα ή αίσθηση. Είναι ένα σύνολο από bits και bytes, δεδομένα και συντεταγμένες, φωτεινές κουκίδες σε οθόνες. Η επιτυχία ή όχι ενός χτυπήματος είναι πλέον ζήτημα διάδρασης ανθρώπου-υπολογιστή. Η αποανθρωποποίηση του εχθρού δεν έχει ανάγκη μια μεγάλη ιδεολογική αφήγηση. Είναι σαφώς ευκολότερο να σβήνεις κουκίδες από μια οθόνη· και αρκετά εθιστικότερο κατά μία έννοια.
Παράλληλα, η ένδειξη πυγμής που ακολουθεί διάφορες δηλώσεις γερακιών του πολέμου σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δηλαδή η εικόνα να εξαγγέλλονται χτυπήματα στο twitter και να εκτελούνται αμέσως, αναδεικνύει μια τρομακτικότερη διαστάση, από την προηγούμενη εικόνα επιτελείων πάνω σε χάρτες, να προετοιμάζουν μήνες την ανάπτυξη των δυνάμεων, του πλανητάρχη Μπους να επιτηρεί με τα κιάλια (χωρίς να βγάλει τα καπάκια των φακών…) από αεροπλανοφόρο κοκ. Εδώ, θα μου επιτραπεί μια μικρή φιλοσοφική παρένθεση. Η ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συνδέεται με τις ιστορίες ηρωικού αγώνα, νικών και μεγάλων μαχών που ήταν τόσο διαδεδομένες μεταξύ των Ναζί αλλά και των Συμμάχων εκείνη την εποχή. Ο Φουκώ, αναφέρει στον πρώτο τόμο της Ιστορίας της σεξουαλικότητας ότι το αίμα αποτελεί βασικό στοιχείο αναπαράστασης του κοινωνικού δεσμού και της εξουσίας, καθώς αυτός που αποφασίζει πότε χύνεται το αίμα, επιβεβαιώνει την εξουσία του και στην περίπτωση των σύγχρονων κοινωνιών αυτό είναι απόφαση των κρατών. Στα ύστερα έργα του θεωρεί ότι υπάρχει μια μετάθεση από το αίμα στη σεξουαλικότητα και στο σώμα. Πράγματι, οι μεταμοντέρνες δυτικές κοινωνίες έχουν μια εμμονή με την υγεία, το σώμα και τη σωματικότητα, η οποία μεταφέρεται σε όλα τα πεδία. Στον πόλεμο της Συρίας, τα μόνα σώματα που βλέπουμε εμείς να κακοποιούνται είναι κυρίως αμάχων και προσφύγων για τη χρήση προπαγανδιστικού υλικού της Δύσης. Στον αντίποδα, στο εσωτερικό των κρατών της Μέσης Ανατολής, όπου το αίμα παίζει ακόμα τον ρόλο του στις κοινωνίες, κυκλοφορούν εικόνες και βίντεο μεγάλης αγριότητας που περιλαμβάνουν και στρατιώτες από όλες τις πλευρές. Αυτό δεν είναι μόνο ζήτημα τρόπου προπαγάνδας: αναδεικνύει αυτό που η νέα ηθική του πολέμου επιβάλλει στον δυτικό άνθρωπο· την σωματική απόσταση από το πολεμικό συμβάν και όμως την ενεργή συμμετοχή. Εξ ου και η εκτεταμένη χρήση αεροπορίας, μη επανδρωμένων αεροσκαφών, ο εκτεταμένος τυφλός βομβαρδισμός στόχων κοκ.

Ο θάνατος έρχεται άτακτα, ο πόλεμος ως δίκτυο.

Καταλήγοντας, η νέα ηθική του πολέμου που δοκιμάζεται στη Συρία ολοκληρώνει μια εδραίωση αυτού που στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αναφερόταν ως εξαίρεση: ο πόλεμος αλληλοεξόντωσης.  Στη Συρία δεν υπάρχουν μέτωπα και πεδία μαχών, δεν υπάρχουν καν ακριβώς στρατοί και παρατάξεις με απόλυτα καθορισμένο τρόπο. Κανείς δεν ξέρει με πραγματική σιγουριά ποιοι αποτελούν σήμερα τον εθνικό στρατό του Άσαντ (κι αν είναι ίδιοι με τον εθνικό στρατό πριν έναν χρόνο για παράδειγμα), ποιες τζιχαντιστικές ομάδες πληρώνονται από τις ΗΠΑ, ποιες από τη Ρωσία, ποιοι συνεργάζονται με την Τουρκία. Οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες και διαρκώς θραυσματικές. Γνωρίζουμε μόνο κινήσεις που κάνουν μάζες ενόπλων (τις οποίες από τις ανακοινώσεις και τις κινήσεις τους ταυτίζουμε με κάθε μια αντιμαχόμενη μερίδα) και μάζες άοπλων. Σώματα που συμμετέχουν ενεργά στην καταστροφή και σώματα που τη βιώνουν.

Συμπερασματικά, η Συρία αναδεικνύει έναν πόλεμο στον οποίο εδραιώνεται η έννοια του πολεμικού δικτύου, σε αντικατάσταση της προηγούμενης μεταφοράς της πολεμικής μηχανής. Η μηχανή, στην πραγματική ζωή και στη μεταφορική της έννοια, υποτάσσεται στην λογική της αιτιοκρατίας. Αν σταματήσεις να παρέχεις καύσιμο σε μια μηχανή εσωτερικής καύσης θα σβήσει και αυτό θα συμβαίνει κάθε φορά. Το δίκτυο παρέχει μια μη-γραμμική σύλληψη της πραγματικότητας. Το πολεμικό δίκτυο είναι μια μεταφορά που περιγράφει καλύτερα αυτό που ζούμε στη Συρία: μια τεράστια δικτύωση αλληλεξαρτήσεων, πολύμορφων συσχετίσεων μεταξύ δρώντων που συμμετέχουν σε μια οριζόντια σχέση και όχι σε μια κάθετη δομή, όπως θα συνέβαινε στο παρελθόν. Εξ ου και η πιο μεγάλη πιθανότητα, την ώρα που ετοιμάζεται μια ακόμα επίθεση από τη Δύση στην Συρία, στην επόμενη στροφή η διαχείριση της κατάστασης στη Συρία και τη γύρω περιοχή να έχει αποκτήσει τον χαρακτήρα επίδικου αντικειμένου, αυτόνομου από την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους. Αυτό σημαίνει επίσης κάτι αρκετά απαισιόδοξο για το μέλλον. Το πολεμικό δίκτυο μπορεί να αναπαράγει τον εαυτό του διαρκώς, ανεξάρτητα από τις αρχικές αιτίες που το γέννησαν.



[1] Δεν είναι στους σκοπούς του παρόντος άρθρου η αναλυτική παρουσίαση ή η δικαίωση κάποιας από τις απόψεις αυτές. Ενδεικτικά, για όποιον-α ενδιαφέρεται να διαβάσει τα κλασικά έργα είναι:
Λένιν, Β., Για τους δίκαιους και άδικους πολέμους, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Λένιν, Β., Θέσεις του Απρίλη, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Λούξεμπουργκ, Ρ., Η εργατική τάξη και ο πόλεμος, Αθήνα: Κοροντζής κα.
Ενδιαφέρον έχει επίσης να παρακολουθήσει κανείς τα όσα έγιναν στην περίφημη “Συνδιάσκεψη του Τσίμμερβαλντ” το 1915, μέσα από τα ντοκουμέντα αλλά και μέσα από τα μάτια του Λένιν, στους τόμους 26 και 27 των Απάντων του (Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή).
[2] Ένα σημαντικό βιβλίο, που θεωρώ ότι αξίζει να διαβαστεί για τη σχέση Ε.Ε., στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος και προσφυγικών ροών και που ενισχύει το επιχείρημα που παραθέτω είναι το: Φωτιάδης, Απ., Εξουσίες εκτός ελέγχου. Αθήνα: , 2017