του Σπύρου Γιανναρά. Αναδημοσίευση από το Κοσμοδρόμιο
Ο καλλιτέχνης καθοδηγείται από το βλέμμα του, το οποίο άλλοτε μετουσιώνει σε λόγο, άλλοτε σε εικόνα ή κίνηση. Ο δοσμένος στη γραφή, το βλέμμα το κάνει λέξη. Μέρες τώρα, αν όχι μήνες που μοιάζουν χρόνια― μια ολόκληρη ζωή, λόγω ραγδαίων υπαρξιακών, ψυχικών και πρακτικών μεταβολών, με ταλανίζει μια και μόνη λέξη. Η εντυπωμένη λέξη έχει το ουρανόμηκες εύρος του κόσμου, τον οποίο όπως όλες οι λέξεις δυνητικά περιέχει και δύναται να εξαντλήσει. Επανέρχεται ξανά και ξανά σφυροκοπώντας… Ό,τι αρπάζω με το βλέμμα ωρύεται: Αναλγησία! Και όσο περνάει ο καιρός και πληθαίνουν τα διαγγέλματα, οι ομιλίες, οι ξεκάρφωτες δηλώσεις και κυρίως οι θλιβερές πόζες με το γουρλωμένο μάτι του μεγαλομανούς, η λέξη αποκτάει πρόσωπο. Φέρνω κατά νου τη χιλιοεπιβεβαιωμένη φράση του Ηλία Πετρόπουλου, ότι «ανέκαθεν ο λαός υφίσταται για να χρησιμοποιείται», θλίβομαι για την υπέρτατη ύβρη της αντιπολίτευσης που αυτοχειριάστηκε επιχειρώντας να παραποιήσει τη βουλή του λαού που η ίδια επικαλέστηκε, και επιστρέφω στον ανάλγητο ολετήρα που διαφεντεύει σήμερα τη μοίρα μας. Εικόνες κατακλύζουν τον αμφιβληστροειδή.
Οι κωμικοτραγικές γκριμάτσες αυτοθαυμασμού που απογειώνουν τη μικροαστική ακκιζόμενη κοκεταρία σε επίπεδο διαταραχής προσωπικότητας, ωρύονται: Αναλγησία! Πίσω από τη γνώριμη πια εικόνα εκβάλλει και πάλι κείμενο· πάλι ο καίριος και ακέραιος Πετρόπουλος: «ο νεοελληνικός μικροαστικός πολιτισμός πάσχει από προϊούσα κακοήθη κοκεταρία». Μόνο που εδώ είναι πλέον εμφανές, λόγω επαναλαμβανόμενου μοτίβου ότι δεν πρόκειται για κακοήθεια, αλλά για τερατωδία. Για την παραφροσύνη εκείνη που μετέχει του τερατώδους. Η τερατωδία είναι μια ύψιστης σημασίας συμβολική πράξη ανατροπής του Κόσμου, συθέμελου αναποδογυρίσματος, επί ποινής θανάτου της υφιστάμενης πραγματικότητας σε επίπεδο κοσμολογικό, οντολογικό, πολιτικό, ανθρωπολογικό.
Να έχεις τους περισσότερους νεκρούς ανά εκατομμύριο σε πανδημία, λόγω διάλυσης του εθνικού συστήματος υγείας, να γνωρίζεις, καθ’ ομολογίαν των δικών σου επιτετραμμένων, ότι το ένα τρίτο των θυμάτων πήγαν σαν το σκυλί στ’ αμπέλι λόγω ηθελημένης κακοδιαχείρισης με σκοπό την εκποίηση των νοσοκομείων, να προκαλεί ανατριχίλα ο πόνος και ο τρόμος όσων αφέθηκαν να πεθάνουν εξοστρακισμένοι, και εσύ να χαμογελάς ναρκισσευόμενος για την επιτυχία. Να παίζεις στα ζάρια με όρους μαφιόζικους το πιο πολύτιμο σήμερα κοινό αγαθό, την ηλεκτρική ενέργεια για να θησαυρίσουν οι μεγαλοπλούσιοι φίλοι σου, καταδικάζοντας μικρούς και μικρομεσαίους στην πιο συντριπτική ένδεια, χωρίς φως, ψυγείο, μαγειρεμένο φαγητό, στον τρόμο, πάλι στον τρόμο, της απόλυτης εξαθλίωσης κι εσύ να θριαμβολογείς. Και να πιστεύεις στον προσωπικό σου θρίαμβο.
Τερατωδία. Δεν πρόκειται για την ιδιόμορφη άγνοια, τη στένωση του ορίζοντα και την απώλεια συνείδησης, η οποία σύμφωνα με τον Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ «εξηγεί γιατί πέρα από τις όποιες διανοητικές του ικανότητες, ο πολιτικός είναι κατά κανόνα ο τελευταίος που κατανοεί τι συμβαίνει στην κοινωνία». Όχι. Η πιο τερατώδης, δηλαδή ηθελημένη αναλγησία είναι πάντα ιδεολογική. Είναι η αναλγησία του Στάλιν απέναντι στου λιμοκτονούντες κουλάκους, η αναλγησία της Θάτσερ απέναντι στους εξαθλιωμένους ανθρακωρύχους. Οι λέξεις μονάχα βοούν. Γιατί όπως καίρια μας υπενθυμίζει ο Ηλίας Πετρόπουλος «οι συμπατριώτες μου καθεύδουν όταν η χώρα δημοπρατείται». Και ο ύπνος του λαού (μια λέξη που κάθε τύραννος βαθιά περιφρονεί) είναι πληρωμένος. Η αλήθεια διαστρεβλωμένη, η δημοσιογραφία εξωνημένη και η αναλγησία ιδεολογική. Λέξεις που περιγράφουν τις προϋποθέσεις κάθε ξεπουλήματος. Τη φορά αυτή μεθοδικού, σαρωτικού και τερατώδους. Χωρίς κανένα σεβασμό για τίποτα αιώνιο: την αρχαία κληρονομιά, το φυσικό τοπίο, ακόμα και το εθνικό έδαφος. Αυτή είναι όμως η ύβρις που εγκαινίασε η βαθιά περιφρόνηση της ανθρώπινης ζωής. Μια περιφρόνηση που δεν αναγνωρίζει λαό, αλλά μονάχα λαϊκισμό, ταυτίζοντας τους υπηκόους όχι με τη σταδιακή τους ανέχεια τους μονάχα, η οποία αποκτά ιδεολογικό αξιολογικό πρόσημο αποτυχίας, αλλά με το ψέμα. Ο λαός λαϊκίζει δηλαδή ψεύδεται.
Ταυτόχρονα τα εκατομμύρια ρέουν σε τσέπες golden boys στο όνομα του φιλελευθερισμού (άλλη μια λέξη που ουρλιάζει το φόνο της ελευθερίας χάριν της αγοράς και κάθε χυδαίας απάνθρωπης εξαγοράς) golden boys που αυξάνουν μόνα τους τους αστρονομικούς μισθούς τους για την επιτυχή φτωχοποίηση κάθε εργατικού δυναμικού. Κρατικό χρήμα πάει σε φρεγάτες δισεκατομμυρίων, ενώ χρειώδη οπλικά της χώρας συστήματα προσφέρονται μαζί με κάθε είδους δουλική κολακεία, από τον σατράπη στην πολιτική ολιγαρχία που λυμαίνεται την Ευρώπη. Όμως οι λέξεις βοούν. Αναλγησία, κολακεία, δουλικότητα. Μαζί με έπαρση, αυταρχισμό, υφέρποντα ολοκληρωτισμό και βία. Αστυνομική, πολιτική, λεκτική βία συνθέτουν την ολιστική καθημερινότητα μιας τερατωδίας.
Οι λέξεις ωστόσο βοούν, ουρλιάζουν και ωρύονται, κυρίως μέσα στα φαύλα λόγια του σατράπη, την πιο ένδοξη στιγμή της πολιτικής του θητείας· την ώρα που αποθεώνεται στο απόγειο της πιο ευτελούς δουλοπρέπειας, στη Γερουσία της γερασμένης υπερδύναμης. Οι λέξεις κραυγάζουν την παραποίηση, τη φαλκίδευση και το ψεύδος. Οι ελαφρές λεκτικές μετατοπίσεις που ισοδυναμούν με μετακίνηση των τεκτονικών πλακών της ιστορίας και του πολιτισμού τον οποίο εκπροσωπεί ποδοπατώντας, χωρίς την αξιοπρέπεια του ηττημένου, αλλά με το τρεμάμενο χαμόγελο του υπόδουλου, ξεγυμνώνουν τον απολίτιστο πολιτικό άνδρα. Δεν πρόκειται για την άγνοια του ανίδεου ή του αποκομμένου από την πραγματικότητα, τον οποίο σκιαγραφεί ο Εντσενσμπέργκερ στο βιβλίο του Πολιτική και πολιτισμός (Scripta, 2004), αλλά για την εγνωσμένη και ηθελημένη εκείνη ύβρι του τέρατος που μαγαρίζει την κοινή περιουσία, τον ιστορικό και οντολογικό επιούσιο. Παρόν, παρελθόν και μέλλον.
Δεν γλύφει κατουρημένες ποδιές απλώς, τονίζοντας ότι «εμείς», δηλαδή οι πρόγονοι τους οποίους εκείνη τη στιγμή προδίδει, εφηύραμε τη δημοκρατία, την οποία οι Αμερικανοί εξέλιξαν και ολοκλήρωσαν, αλλά φτάνει να διαστρέψει ακόμη και τον Πλάτωνα μπολιάζοντας τον με παιδαριώδεις αναχρονισμούς προκειμένου να αποκτήσει την πιο ευτελή μετα-νεωτερική εκείνη χροιά που θα χαϊδέψει τα αυτιά του φιλελεύθερου ακροατηρίου του. Ξεστομίζει λοιπόν ότι ο Πλάτων ήταν ο πρώτος που «υποστήριξε ίσα δικαιώματα για τις γυναίκες», θέλοντας να προσδώσει αρετές (τις οποίες δεν έχει) ο άξεστος με τέτοια σημερινά μέτρα φιλόσοφος, ταΐζοντας ταυτόχρονα το τέρας, δηλαδή την αναποδογυρισμένη αλήθεια, καθώς έτσι παρουσιάζει μια αρχαία ελληνική δημοκρατία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της αμερικανικής, ως εάν η πρώτη αποτελεί πρωθύστερη απόρροια της πρώτης. Στη συνέχεια, υπερθεματίζει, ταυτίζοντας το Μνημείο του Λίνκολν με την Ακρόπολη εξομοιώνοντας το αντίγραφο με το πρωτότυπο μνημείο και τον κολακευόμενο με τον κόλακά του.
Φτάνει δε, χωρίς την παραμικρή ντροπή (Αναλγησία!) μέχρι την πλήρη διαστρέβλωση των όρων της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας, η οποία, λέει, προήγαγε την «ριζοσπαστική» «ιδέα της ατομικής ελευθερίας». (Σε ελεύθερη μετάφραση, δεν είμαστε, ούτε ήμασταν ποτέ τίποτα, ψελλίσαμε απλώς κάποτε αυτό που εσείς κάνατε πράξη: την αντίληψη της ελευθερίας ως ακραίο ατομικισμό). Η αναίρεση της αρχαίας ελληνικής Πόλης σε μια φράση. Η ελευθερία για τον αρχαίο Έλληνα ήταν αποκλειστικά συλλογική κατάκτηση και η έννοια του Πολίτη, της μετοχής στα κοινά ιερή υποχρέωση. Ο μη πολίτης ήταν δούλος, άνθρωπος χωρίς πατρίδα και συλλογική αναφορά. Η ελευθερία για τον Αμερικανό η αποδέσμευση από κάθε συλλογική ευθύνη και μέριμνα. Η τερατωδία όμως αυτή δεν ήταν απ’ ό,τι φαίνεται αρκετή· ο αυλοκόλακας έχει μόλις αρχίζει να ζεσταίνεται. Ύστερα πιάνει το θεμέλιο της νεότερης ελληνικής πόλης, την Ελληνική Επανάσταση, την οποία ούτε λίγο ούτε πολύ περιγράφει ως μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας, αποκλειστικά αμερικανικής. Παραπέμπει σε επιστολή του μεγάλου κοτζαμπάση της Μάνης (και μεγάλου Δημοκράτη) Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ηθικού αυτουργού της δολοφονίας του Καποδίστρια, ο οποίος επιβεβαιώνει επίσης πρωθύστερα τα λεγόμενα του κόλακος, σύμφωνα με τα οποία έμπνευση και αιτία της ελληνικής επανάστασης υπήρξε ξανά η αμερικανική. Δεν είχε δε ούτε την ελάχιστη τσίπα να αποδώσει τα οφειλόμενα στον ρωσικό παράγοντα πάνω στον οποίο είχαν στηρίξει όλες τους τις ελπίδες οι εξεγειρόμενοι. Δεν αρκείται όμως ούτε σε αυτό.
Μη γνωρίζοντας φραγμό στον λιβανωτό, δεν διστάζει να παραποιήσει (με την πιο ωμή νομική σημασία της λέξης) ακόμα και το πρώτο Σύνταγμα της Επιδαύρου του 1882, το οποίο εισήγαγε, όπως λέει, «στα νεοαπελευθερωμένα ελληνικά εδάφη την νέα γλώσσα των δικαιωμάτων». Πώς είναι δυνατόν να ψελλίζει κανείς τέτοια ψεύδη ατιμωρητί; Και για να αποδείξει το αναπόδειχτο, παραθέτει απόσπασμα από την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας μας, όπου έχει αλλάξει «τα δίκαια» και τα έχει κάνει «δικαιώματα». Δεν πρόκειται απλώς για κατάργηση της ιδιοπροσωπείας του ενός πολιτισμού, για χυδαία κακουργηματική παραχάραξη της ταυτότητάς του, αλλά για το πιο ριζικό και απόλυτο ξεπούλημα ενός ολόκληρου έθνους. Πώς μπορεί να σεβαστεί τη χώρα του, από τα χώματα ως τους πολίτες της ένας τόσο βαθιά χαλασμένος άνθρωπος που δεν διστάζει να απαλλοτριώσει στο ακέραιο ολόκληρη την πολιτιστική και πνευματική του υπόσταση; Κι αυτό όχι μόνο λόγω βαθιάς νοσηρής μειονεξίας αντάξιας ενός Κώστα Σημίτη, αλλά ενεργώντας οργανωμένα ξεπουλώντας όλα τα τζιβαϊρικά και πολυτίμητα διαθέτει ο τόπος, μεθοδικά με όρους συμμορίας αντάξιας μιας cosanostra. Τερατώδης, ούτε απ’ τα όνειρα του Γκόγια βγαλμένη, τέτοια αναλγησία. Ο νους επιστρέφει καταθλιμμένος στη ρήση του Κατακουζηνού, διοικητή του Ιερού Λόχου: «Ποτέ ξένος δεν θέλει μάς χορηγήσει ετοίμην ευδαιμονίαν. Ποτέ Γραικοί δεν πρέπει να ελπίσουν ελευθερία από ξένους». Οι λέξεις βοούν, κραυγάζουν, οι λέξεις δεν συγχωρούν.