Μια φορά και έναν καιρό, ο Χένρι Κίσινγκερ παραπονιόταν για το γεγονός ότι στην Ευρώπη δεν υφίστατο κανένας μοναδικός αριθμός για να τηλεφωνήσει, με την έννοια ότι έπρεπε να κάνει πολλές κλήσεις ώστε να γίνει το οτιδήποτε, αποτελώντας μια πολύ άβολη ιεραρχική κλίματα που χρήζει απλοποίησης. Τότε, μετά το τέλος του Φράνκο και του Σαλαζάρ, επήλθε η επέκταση της ΕΕ προς το νότο, με την Ισπανία να εντάσσεται στο ΝΑΤΟ το 1982 (η Πορτογαλία ήταν ήδη μέλος από το 1949), καθησυχάζοντας τον Κίσινγκερ και τις ΗΠΑ, τόσο ενάντια στον Ευρωκομμουνισμό όσο και ενάντια σε κάποια άλλη στρατιωτική πρόσδεση πέραν του ΝΑΤΟ. Αργότερα, κατά την ανάδυση της Νέας Παγκόσμιας Τάξης μετά το 1990, η ΕΕ ανέλαβε να ενσωματώσει τα περισσότερα κράτη-μέλη του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, την ίδια ώρα που βρίσκονταν σε τροχιά ταχείας ένταξης στο ΝΑΤΟ. Σταθεροποιώντας τα νέα παιδιά στην καπιταλιστική γειτονιά, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά, καθοδηγώντας την εθνοδόμηση τους και την οικοδόμηση κράτους, η αποστολή της ΕΕ, εκούσα άκουσα, ήταν να τους παρέχει την δυνατότητα να καταστούν τμήμα «της Δύσης», όπως αυτή καθοδηγούνταν από τις ΗΠΑ σε έναν μονοπολικό, πλέον, κόσμο.

Τα επόμενα χρόνια, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που ανέμεναν την ένταξή τους στη ΕΕ αυξήθηκαν, με τις ΗΠΑ να πιέζουν προς αυτή την κατεύθυνση. Με τον καιρό, η Αλβανία, η Βόρεια Μακεδονία, το Μαυροβούνιο και η Σερβία εξασφάλισαν επισήμως το καθεστώς υποψήφιας προς ένταξης χώρας, ενώ το Κόσοβο, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η Μολδαβία περιμένουν ακόμα τη σειρά τους. Στο μεταξύ, μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ ο ενθουσιασμός για την διεύρυνση μειώθηκε, ειδικά για την Γαλλία όπου προτιμούσε και προτιμά την «εμβάθυνση» έναντι της «διεύρυνσης». Η προτίμηση αυτή συνέπλεε με την ιδιόρρυθμη γαλλική finalité [Στμ: στόχος- γαλλικά στο πρωτότυπο] της «ακόμα βαθύτερης ένωσης των λαών της Ευρώπης»: μια ένωση κρατών, σχετικά ομογενής πολιτικά και κοινωνικά, που θα μπορεί συλλογικά να παίζει έναν ρόλο ανεξάρτητο, αυτοκαθοριζόμενο, «κυρίαρχο» και πάνω απ’ όλα σε έναν ρόλο στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, καθοδηγούμενο από τη Γαλλία («μια πιο ανεξάρτητη Γαλλία σε μια ισχυρότερη Ευρώπη», όπως αρέσει στον πρόσφατα νεοεκλεγέντα Γάλλο πρόεδρο να το θέτει).

Το οικονομικό κόστος της αναβάθμισης των νέων κρατών-μελών στα ευρωπαϊκά στάνταρντς, καθώς και ο η απαιτούμενη προσπάθεια εξωγενούς θεσμικής οικοδόμησης, θα έπρεπε να διατηρηθούν σε διαχειρίσιμα επίπεδα, δεδομένου ότι η ΕΕ ήδη δυσκολευόταν με το διαρκές οικονομικό χάσμα μεταξύ των κρατών της Μεσογείου και των Βορειοδυτικών κρατών, για να μην αναφέρουμε τη βαθιά πρόσδεση στις ΗΠΑ για κάποια νέα μέλη στην Ανατολή. Έτσι, η Γαλλία παρεμπόδισε την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, ενός μέλους του ΝΑΤΟ εδώ και πολλά χρόνια (το οποίο και θα παραμείνει, παρά το γεγονός ότι μόλις έστειλε τον ακτιβιστή Οσμάν Καβάλα στη φυλακή, σε ισόβια απομόνωση χωρίς δυνατότητα αναστολής). Το ίδιο συνέβη και με ορισμένες χώρες στα Δυτικά Βαλκάνια, όπως η Αλβανία και η Βόρεια Μακεδονία, την ώρα που απέτυχε να αποτρέψει το 2004 την ένταξη της Εσθονίας, της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Πολωνίας, της Τσεχίας, της Σλοβακίας, της Σλοβενίας και της Ουγγαρίας, κατά το πρώτο κύμα της προς ανατολάς διεύρυνσης (Osterweiterung). Τέσσερα χρόνια μετά, ο Σαρκοζί και η Μέρκελ εμπόδισαν (προς ώρας) τις ΗΠΑ του Τζορτζ Μπους του Νεότερου να εντάξουν την Γεωργία και την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ,  εκτιμώντας ότι στην συνέχεια θα έπρεπε να ακολουθήσει η ένταξή τους και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, το παιχνίδι άλλαξε. Το τηλεοπτικό διάγγελμα του Ζελένσκι στους ηγέτες των κυβερνήσεων της ΕΕ προκάλεσε έναν ενθουσιασμό που οι Βρυξέλλες επιθυμούν εναργώς αλλά σπάνια το βιώνουν, ενώ το αίτημά του για πλήρη ένταξη στην ΕΕ, tutto e subito [ΣτΜ: πλήρως και άμεσα- ιταλικά στο πρωτότυπο], προκάλεσε χειροκρότημα χωρίς τερματισμό. Η φον ντερ Λάιεν, όντας, ως συνήθως, υπερβολικά ενθουσιώδης, ταξίδεψε στο Κίεβο για να παραδώσει στον Ζελένσκι το μεγάλο ερωτηματολόγιο που χρειάζεται να συμπληρωθεί προκειμένου να ξεκινήσουν οι διαδικασίες ένταξης. Παρόλο που στις εθνικές κυβερνήσεις παίρνει κανονικά μήνες, αν όχι χρόνια, για να συμπληρώσουν τις σύνθετες λεπτομέρειες που περιλαμβάνονται στο ερωτηματολόγιο, ο Ζελένσκι, την ώρα που ήταν σε εξέλιξη η κατάσταση πολιορκίας του Κιέβου, υποσχέθηκε να ολοκληρώσει τη δουλειά μέσα σε λίγες εβδομάδες, όπως και έγινε. Δεν είναι ακόμα γνωστό ποιες είναι οι απαντήσεις σε ερωτήματα όπως η μεταχείριση των εθνικών και γλωσσικών μειονοτήτων, ειδικά της Ρωσικής, ή τον βαθμό διαφθοράς και την κατάσταση της δημοκρατίας, όπως για παράδειγμα ο ρόλος των ολιγαρχών εντός των πολιτικών κόμματων ή του Κοινοβουλίου.

Αν η Ουκρανία ενταχθεί τόσο γρήγορα όπως της έχουν τάξει, και όσο γρήγορα αναμένουν τόσο η κυβέρνησή της όσο και οι ΗΠΑ, δεν θα υπήρχε πλέον λόγος να αρνηθούν την ένταξη ούτε στα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων, αλλά και ούτε στην Γεωργία και την Μολδαβία, οι οποίες υπέβαλαν αίτηση μαζί με την Ουκρανία. Σε κάθε περίπτωση, αυτό θα προσέθετε ισχύ στην αντιρωσική και φιλοαμερικανική πτέρυγα εντός της ΕΕ, της οποίας ηγείται σήμερα η Πολωνία, η οποία, όπως και η Ουκρανία, συμμετείχε ενθουσιωδώς στην «συμμαχία των προθύμων», που συγκρότησαν οι ΗΠΑ με στόχο την ενεργητική εθνοδόμηση στο Ιράκ. Όσο για την ΕΕ εν γένει, η ένταξη της Ουκρανίας θα την μετατρέψει ακόμα περισσότερο σε ένα φροντιστήριο προετοιμασίας ή προθάλαμο του μαντριού, για μελλοντικά μέλη του ΝΑΤΟ. Αυτό θα ισχύει ακόμα και στην περίπτωση που η Ουκρανία χρειαστεί να ανακηρυχθεί επισήμως ουδέτερη, στα πλαίσια ενός πιθανού διακανονισμού του πολέμου, αποτρέποντας την άμεση ένταξη της στο ΝΑΤΟ. (Στην πραγματικότητα, από το 2014, ο Ουκρανικός Στρατός έχει επανασυγκροτηθεί ριζικά υπό αμερικανική καθοδήγηση, σε βαθμό τέτοιο που το 2021 επετεύχθη τελικά αυτό που αποκαλείται «διαλειτουργικότητα» στη ΝΑΤΟϊκή ιδιόλεκτο).

Πέρα της «εξημέρωσης» των νέων μελών, το νέο καθεστώς της ΕΕ ως πολιτικός βραχίονας του ΝΑΤΟ συνοδεύεται από την επινόηση οικονομικών κυρώσεων που θα μεν πλήξουν όσο χρειάζεται τον εχθρό Ρώσο αλλά ταυτόχρονα θα προστατεύσουν δε, φίλους και συμμάχους. Με το ΝΑΤΟ να ελέγχει τα όπλα, η ΕΕ επιφορτίζεται με τον έλεγχο των λιμανιών. Η φον ντερ Λάιεν, ενθουσιώδης ως συνήθως, από τα τέλη Φεβρουαρίου ξεκαθάρισε στον κόσμο ότι οι “made in EU” κυρώσεις θα ήταν οι πιο αποτελεσματικές που έχουν γίνει ποτέ και ότι «θα αφάνιζαν κομμάτι-κομμάτι τη βιομηχανική βάση της Ρωσίας» (Stück für Stück die industrielle Basis Russlands abtragen). Ίσως είχε κατά νου, ως Γερμανίδα, κάτι σαν ένα Σχέδιο Μόργκενταου, όπως είχε προταθεί από συμβούλους του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, για να περιοριστεί η ηττημένη Γερμανία σε μια παντοτινή αγροτική κοινωνία. Αυτό το σχέδιο εγκαταλείφθηκε ταχύτατα, το αργότερο όταν οι ΗΠΑ συνειδητοποίησαν ότι η (Δυτική) Γερμανία μπορεί να τους χρειαστεί για την ψυχροπολεμική «ανάσχεση» της Σοβιετικής Ένωσης.

Δεν είναι σαφές το ποιος είπε στην φον ντερ Λάιεν να μην το παρακάνει, όμως η μεταφορά του «αφανισμού» δεν ξαναακούστηκε, ίσως γιατί αυτό που υπονοούνταν μπορεί να αντιστοιχούσε σε ενεργή συμμετοχή στον πόλεμο. Σε κάθε περίπτωση, αποδείχτηκε σύντομα ότι η Κομισιόν, παρά τους ισχυρισμούς της για την τεχνοκρατική της φήμη, απέτυχε εξίσου άσχημα στην επιβολή κυρώσεων όσο απέτυχε και στον σχεδιασμό μακροοικονομικών συγκλίσεων. Με αξιοσημείωτο ευρωκεντρικό στυλ, η Κομισιόν φαινόταν να έχει ξεχάσει ότι υπάρχουν μέρη του κόσμου που δεν βλέπουν κανέναν λόγο να στηρίξουν ένα, επιβαλλόμενο από τη Δύση, μποϊκοτάζ έναντι της Ρωσίας. Για αυτά τα μέρη του κόσμου, οι στρατιωτικές παρεμβάσεις δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο, συμπεριλαμβανομένων των παρεμβάσεων από τη Δύση προς όφελος της Δύσης. Επιπλέον στο εσωτερικό της,  εν μέσω κλωτσοπατινάδας, η ΕΕ συνάντησε δυσκολίες στην επιβολή απαγορεύσεων στα κράτη- μέλη για τις αγοραπωλησίες τους. Οι εκκλήσεις προς τη Γερμανία και την Ιταλία να σταματήσουν αμέσως την εισαγωγή ρωσικού φυσικού αερίου αγνοήθηκαν, με τις δύο κυβερνήσεις να επιμένουν ότι οι εθνικές θέσεις εργασίας και η εθνική ευημερία θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν. Οι λάθος υπολογισμοί έγιναν σαφείς ακόμα και στην χρηματοοικονομική σφαίρα όπου, παρά τις εξεζητημένες κυρώσεις εναντίον των ρωσικών τραπεζών, συμπεριλαμβανομένης και της κεντρικής τράπεζας της Μόσχας, το ρούβλι πρόσφατα αυξήθηκε κατά περίπου 30% μεταξύ 6 Απριλίου και 30 Απριλίου [1].

Όταν οι βασιλείς επιστρέφουν στον τόπο τους, εξαπολύουν διώξεις ώστε να αποκαταστήσουν τις ανωμαλίες που έχουν συσσωρευτεί κατά την απουσία τους. Οι παλιοί λογαριασμοί παρουσιάζονται εκ νέου και συλλέγονται, η έλλειψη αφοσίωσης που αποκαλύπτεται κατά την απουσία του βασιλιά τιμωρείται, οι ιδέες για ανυπακοή και οι ακατάλληλες μνήμες εξαλείφονται, και οι ρωγμές στο πολιτικό σώμα εκκαθαρίζονται από τους πολιτικά αποκλίνοντες οι οποίοι στο μεταξύ το έχουν πληθύνει. Η συμβολική δράση μακαρθικού τύπου είναι χρήσιμη, αφού καλλιεργεί τον φόβο ανάμεσα στους πολιτικούς αντιφρονούντες. Σήμερα, σε όλη τη Δύση, παίκτες του πιάνου, του τένις και [επιστήμονες] της θεωρίας της σχετικότητας που τυχαίνει να κατάγονται από τη Ρωσία και θέλουν να συνεχίσουν να παίζουν ό,τι παίζουν, πιέζονται να κάνουν δημόσια δηλώσεις που, στην καλύτερη θα δυσκόλευαν τις ζωές τους, τόσο τις δικές τους, όσο και των οικογενειών τους πίσω στην πατρίδα. Οι ερευνητικοί δημοσιογράφοι ανακαλύπτουν μια άβυσσο φιλανθρωπικών δωρεών από Ρώσους ολιγάρχες σε μουσικά και άλλα φεστιβάλ, δωρεές οι οποίες ήταν ευπρόσδεκτες στο παρελθόν αλλά τώρα θεωρείται ότι περιορίζουν την καλλιτεχνική ελευθερία, σε αντίθεση με φιλανθρωπικές από τους δυτικούς συν-ολιγάρχες κλπ.

Με φόντο τον πολλαπλασιασμό όρκων πίστης, η δημόσια συζήτηση περιορίζεται στη διάδοση της αλήθειας του βασιλιά και τίποτα άλλο. Η verstehen [ΣτΜ: κατανόηση – γερμανικά στο πρωτότυπο] του Πούτιν – η προσπάθεια κατανόησης κινήτρων και σκεπτικών, η αναζήτηση στοιχείων σχετικά με το πώς μπορεί, ενδεχομένως, να διαπραγματευτεί τον τερματισμό του αιματοκυλίσματος – εξισώνεται με την verzeihen [ΣτΜ: συγχώρεση-γερμανικά στο πρωτότυπο] του Πούτιν. Οι βιαιότητες του Ρωσικού στρατού «σχετικοποιούντα» (όπως λένε οι Γερμανοί) από τις προσπάθειες να τερματιστούν με μη στρατιωτικά μέσα. Σύμφωνα με μία καινοφανή αλήθεια, υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να αντιμετωπιστεί ένας τρελός: Η αναζήτηση άλλων τρόπων, προωθεί τα συμφέροντά του και, συνεπώς, ισούται με προδοσία. (Θυμάμαι τους καθηγητές στη δεκαετία του 1950 να διδάσκουν στη νέα γενιά ότι «η μόνη γλώσσα που καταλαβαίνει ο Ρώσος είναι η γλώσσα της πυγμής»). Η διαχείριση της μνήμης είναι σημαντική: Ας μην αναφέρουμε τις συμφωνίες του Μινσκ (2014 και 2015) μεταξύ Ουκρανίας, Ρωσίας, Γαλλίας και Γερμανίας, μην ρωτήσετε τι έγινε με αυτές και γιατί, μην ασχοληθείτε με προεκλογικό πρόγραμμα για διαπραγματεύσεις για επίλυση της σύγκρουσης, βάσει του οποίου εξελέγη ο Ζελένσκι από σχεδόν τα τρία τέταρτα των Ουκρανών ψηφοφόρων και ξεχάστε τις αμερικάνικες απαντήσεις, δια της «διπλωματίας  των συνεντεύξεων τύπου», στις πρόσφατες, του 2022,ρωσικές προτάσεις για ένα κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας. Πάνω απ’ όλα, μην ανασύρετε τις διάφορες αμερικανικές «ειδικές επιχειρήσεις» του πρόσφατου παρελθόντος, όπως για παράδειγμα στο Ιράκ και στη Φαλούτζα εντός του Ιράκ (800 θάνατοι πολιτών μόλις μέσα σε λίγες μέρες). Εάν τις ανασύρετε, διαπράττετε το έγκλημα του «whataboutism» [2] το οποίο βρίσκεται ηθικά εκτός ορίων, στο φόντο των  «φωτογραφιών από τη Μπούτσα και τη Μαριούπολη».

Σε όλη τη Δύση, οι πολιτικές της ιμπεριαλιστικής επανοικοδόμησης στοχεύουν οτιδήποτε και οποιονδήποτε μοιάζει να διαφοροποιείται ή να έχει διαφοροποιηθεί στο παρελθόν από την αμερικανική θέση για τη Ρωσία και τη Σοβιετική Ένωση αλλά και συνολικά για την Ευρώπη. Εδώ είναι που χαράσσεται η γραμμή ανάμεσα στην δυτική κοινωνία και τους εχθρούς της, μεταξύ του καλού και του κακού, μια γραμμή που δεν αφορά μόνο το παρόν αλλά και την εκκαθάριση του παρελθόντος . Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στη Γερμανία, τη χώρα που βρισκόταν υπό καθεστώς αμερικανικής (Κισινγκεριανής) καχυποψίας ήδη από την εποχή της Οστπολιτίκ του Βίλι Μπραντ και τη γερμανική αναγνώριση των μεταπολεμικών δυτικών συνόρων της Πολωνίας. Από τότε, για τους Αμερικάνους, η Γερμανία ήταν ύποπτη για επιθυμία να έχει δική της φωνή για την εθνική και ευρωπαϊκή ασφάλεια, προς το παρόν ως μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, πιθανόν όμως αυτόνομα στο μέλλον.

Δεν συνιστούσε ποτέ πρόβλημα, το γεγονός ότι ο Σρέντερ, όπως ο Μπλερ, ο Ομπάμα και πολλοί άλλοι, εξαργύρωσε το πολιτικό του παρελθόν, τρεις δεκαετίες αφότου ολοκλήρωσε τη θητεία του. Αυτό διέφερε από την ιστορική άρνηση του Σρέντερ, μαζί με τον Σιράκ, να στηρίξει την καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ συμμαχία που εισέβαλε στο Ιράκ παραβιάζοντας με αυτόν τον τρόπο, το ίδιο ακριβώς διεθνές δίκαιο που παραβίασε ο Πούτιν. (Το γεγονός ότι η Μέρκελ, σε ομιλία της στη Ουάσινγκτον λίγες μέρες πριν την εισβολή, ως αρχηγός της αντιπολίτευσης εκείνη την περίοδο, είπε ότι ο Σρέντερ δεν εκπροσωπούσε την αληθινή βούληση του γερμανικού λαού μπορεί να ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους η ίδια έχει γλιτώσει από τα αμερικανικά πυρά για ενάντια στην ενεργειακή της πολιτική που κατέστησε την Γερμανία εξαρτημένη από το Ρωσικό φυσικό αέριο, κάτι που θεωρείται ότι ήταν βασική αιτία του Ουκρανικού πολέμου).

Σήμερα, σε κάθε περίπτωση, κύριο στόχος των διώξεων δεν είναι ο Σρέντερ, ο οποίος φαίνεται να είναι μεθυσμένος από τα εκατομμύρια που του δίνουν οι Ρώσοι ολιγάρχες. Αντίθετα, είναι το ίδιο το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) το οποίο, σύμφωνα με την Bild και το νέο αρχηγό των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) Φρίντριχ Μερτς, ενός επιχειρηματία με άριστες αμερικανικές διασυνδέσεις, έχει Russlandproblem (ΣτΜ: ζήτημα με την Ρωσία- γερμανικά στο πρωτότυπο) . Σε μεγάλο βαθμό, ο ρόλος του Μεγάλου Ιεροεξεταστή αναλαμβάνεται από τον Ουκρανό πρέσβη στη Γερμανία, έναν Αντρίι Μέλνικ, αυτοπροσδιοριζόμενος ως η νέμεση του Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαϊερ, του σημερινού προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, που στοχοποιείται για να προσωποποιήσει τη «ρωσική διασύνδεση» του SPD. Ο Στάινμαϊερ ήταν υπεύθυνος του πολιτικού γραφείου του Σρέντερ από το 1999 μέχρι το 2005 στο γραφείο του καγκελαρίου, διατελώντας δύο φορές (2005-2009 και 2013-2017) υπουργός Εξωτερικών υπό την Μέρκελ, ενώ ήταν για τέσσερα χρόνια (2009-2013) αρχηγός της αντιπολίτευσης στη Μπούντεσταγκ.

Σύμφωνα με τον Μέλνικ, έναν ακούραστο τουιτερά και παραχωρητή συνεντεύξεων, ο Στάινμαϊερ «επί τέσσερα χρόνια, έχει υφάνει έναν ιστό αράχνης δια των επαφών με την Ρωσία», και μαζί του «είναι συνδεδεμένοι πολλοί άνθρωποι για τη λήψη τελικών αποφάσεων στη γερμανική κυβέρνηση». Για τον Στάινμαϊερ, σύμφωνα με τον Μέλνικ, «η σχέση με τη Ρωσία ήταν και είναι κάτι θεμελιώδες, κάτι ιερό, ανεξαρτήτως του τι θα γίνει. Ακόμα και ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας δεν σημαίνει πολλά γι’ αυτόν». Τούτων λεχθέντων, η ουκρανική κυβέρνηση ανακήρυξε τον Στάινμαϊερ ως persona non grata την τελευταία στιγμή, την ώρα που είχε μόλις επιβιβαστεί σε ένα τρένο από τη Βαρσοβία προς το Κίεβο, μαζί με τον Πολωνό υπουργό Εξωτερικών και αρχηγούς κυβερνήσεων των βαλτικών κρατών. Την ώρα που σε όλους τους υπόλοιπους επετράπη να εισέλθουν στην Ουκρανία, ο Στάινμαϊερ έπρεπε να ενημερώσει τους δημοσιογράφους που τον συνόδευαν ότι δεν ήταν ευπρόσδεκτος και ότι έπρεπε να επιστρέψει στη Γερμανία.

Η κατάσταση του Στάινμαϊερ είναι ενδιαφέρουσα αφού φανερώνει τον τρόπου που επιλέγονται οι στόχοι των εκκαθαρίσεων. Εκ πρώτης όψεως, τα νεοφιλελεύθερα-Ατλαντίστικα διαπιστευτήριά του φαίνονται αψεγάδιαστα. Όντας συγγραφέας της Agenda 2010, ως αρχηγός της καγκελαρίας και συντονιστής των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών, επέτρεψε στις ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν τις γερμανικές στρατιωτικές βάσεις για να συλλέξουν και να ανακρίνουν κρατούμενους από όλο τον κόσμο κατά τη διάρκεια του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» – θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μιας μορφής αποζημίωση για την άρνηση του Σρέντερ να στηρίξει την αμερικανική περιπέτεια στο Ιράκ. Δεν έκανε πολλή φασαρία, στην πραγματικότητα δεν έκανε καθόλου φασαρία, όταν οι ΗΠΑ είχαν υπό κράτηση Γερμανούς πολίτες λιβανέζικης και τουρκικής καταγωγής στο Γκουαντάναμο, εκ των οποίων όλοι είχαν λανθασμένα ταυτοποιηθεί ως άλλα πρόσωπα. Μέχρι σήμερα, τον ακολουθούν κατηγορίες για την αποτυχία του να παρέχει την αρωγή που προβλεπόταν από την γερμανική νομοθεσία.

Αληθεύει όμως ότι ο Στάινμαϊερ βοήθησε ώστε η Γερμανία να καταστεί εξαρτημένη από την Ρωσική ενέργεια, όχι, όμως στην έκταση που του προσάπτεται. Ήταν αυτός που, το 1999, διαπραγματεύτηκε την εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας για την Γερμανία, για λογαριασμό της Κοκκινοπράσινης κυβέρνησης υπό τον Σρέντερ, μια απαίτηση όμως των Πρασίνων και όχι του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Αργότερα, ως αρχηγός της αντιπολίτευσης μετά την καταστροφή στη Φουκουσίμα το 2011, ευελπιστώντας ότι έτσι θα άνοιγε η πόρτα για κυβέρνηση συνεργασίας με τους Πράσινους, συναίνεσε με μαεστρία, όταν η Μέρκελ, αφού προηγούμενα είχε ανακαλέσει το αρχικό σχέδιο εγκατάλειψης της πυρηνικής ενέργειας, έκανε πάλι στροφή για να προωθήσει το νέο σχέδιο της για εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας. Λίγα χρόνια μετά, ο Στάινμαϊερ στήριξε εκ νέου την Μέρκελ όταν αποφάσισε να υλοποιηθεί η εγκατάλειψη του άνθρακα, ιδιαίτερα του λιγνίτη, μαζί με το κλείσιμο του τελευταίου πυρηνικού αντιδραστήρα [3].  Παρ’όλα αυτά, για την γερμανική ενεργειακή εξάρτηση και την συνεργασία με τη Ρωσία, κατηγορείται εκείνος και όχι η Μέρκελ. Ίσως, εξαιτίας της μακροχρόνιας αμερικανικής ευγνωμοσύνης για τη βοήθεια της Μέρκελ κατά την προσφυγική κρίση της Συρίας, μετά την αποτυχημένη αμερικανική (μισο-)επέμβαση στη Συρία. Στο μεταξύ, οι Πράσινοι, η ηγετική δύναμη πίσω από τη γερμανική ενεργειακή πολιτική από την εποχή του Σρέντερ, προσπαθούν, όπως και το CDU, να διαφύγουν από κάρδο της αμερικανικής οργής στρέφοντας την επίθεση στο SPD και στον Σολτς για τη διστακτικότητά τους να αποστείλουν «βαρύ οπλισμό» στην Ουκρανία.

Και ο Nord Stream 2; Και εδώ η Μέρκελ ήταν πάντα στη θέση του οδηγού, ειδικά διότι το γερμανικό άκρο του αγωγού θα βρισκόταν στο κρατίδιο καταγωγής της, που είναι και η εκλογική της περιφέρεια. Σημειωτέο ότι ο αγωγός δεν λειτούργησε ποτέ, με ένα μεγάλο μέρος του ρωσικού αερίου που φτάνει στην Γερμανία να διακινείται μέσω ενός συστήματος αγωγών που περνάει εν μέρει από την Ουκρανία. Για την Μέρκελ, ο αγωγός Nord Stream 2, κατέστη αναγκαίος λόγω της χαοτικής θεσμικής και πολιτικής κατάσταση στην Ουκρανία μετά το 2014, εγείροντας ερωτήματα για την ασφάλεια της διαμετακόμισης αερίου στην Γερμανία και τη Δυτική Ευρώπη – ένα ερώτημα το οποίο επιδέξια θα λυνόταν με τον Nord Stream 2. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς Ukraineversteher [ΣτΜ: Ουκρανολόγος- γερμανικά στο πρωτότυπο] για να κατανοήσει ότι αυτή εξέλιξη ενόχλησε τους Ουκρανούς. Παρ’ όλα αυτά έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι το ρωσικό αέριο μεταφέρεται ακόμα μέσω ουκρανικών αγωγών, μετά από πάνω από δύο μήνες πολέμου. Παρόλο που η ουκρανική κυβέρνηση θα μπορούσε να κλείσει την στρόφιγγα ανά πάσα στιγμή, δεν το κάνει. Πιθανόν για να μπορεί η ίδια και οι σχετιζόμενοι με αυτή ολιγάρχες να συνεχίζουν να συλλέγουν τέλη διέλευσης. Αυτό δεν εμποδίζει την Ουκρανία να απαιτεί από την Γερμανία και άλλες χώρες να λήξουν άμεσα τη χρήση ρωσικού αερίου έτσι ώστε να μην χρηματοδοτούν πλέον τον «πόλεμο του Πούτιν».

Ακόμα και έτσι, γιατί τον Στάινμαϊερ και το SPD αντί για τη Μέρκελ και το CDU, ή τους Πράσινους; Ο σημαντικότερος λόγος μπορεί να είναι ότι στην Ουκρανία, ειδικά στα άκρα δεξιά του πολιτικού φάσματος, το όνομα Στάινμαϊερ είναι γνωστό και μισητό, κυρίως λόγω της σύνδεσης με την λεγόμενη «φόρμουλα Στάινμαϊερ»: ενός οδικού χάρτη ή λίστας προ απαιτούμενων, στην ουσία, για την εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ, ο οποίος διαμορφώθηκε από τον Στάινμαϊερ όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών της Μέρκελ. Ενώ, από ουκρανική σκοπιά, ο Nord Stream 2 ήταν ασυγχώρητος, το Μινσκ ήταν ένα θανάσιμο αμάρτημα στα μάτια όχι μόνο της ουκρανικής δεξιάς (μεταξύ άλλων, προβλεπόταν η παραχώρηση αυτονομίας στις ρωσόφωνες περιοχές της Ουκρανίας) αλλά και των ΗΠΑ, οι οποίες παρακάμπτονταν δια μέσω του Μινσκ, όπως ακριβώς θα παρακάμπτονταν και η Ουκρανία δια του Nord Stream 2. Αν o Nord Stream 2 ήταν μία μη-φιλική ενέργεια μεταξύ επιχειρηματιών που συνεργάζονταν, το Μινσκ ήταν ενέργεια εσχάτης προδοσίας απέναντι σε έναν προσωρινά απόντα βασιλιά, ο οποίος τώρα επέστρεψε για να καθαρίσει και για να πάρει εκδίκηση.

Όσο κι αν η ΕΕ έχει γίνει παράρτημα του ΝΑΤΟ, είναι ασφαλές το συμπέρασμα ότι οι αξιωματούχοι της γνωρίζουν τόσα λίγα για τους απώτερους πολεμικούς στόχους των ΗΠΑ, όσο ο οποιοσδήποτε άλλος. Με την πρόσφατη επίσκεψη [ΣτΜ: 24 Απριλίου] των Αμερικανών υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας στο Κίεβο, φαίνεται ότι οι Αμερικανοί έχουν ανεβάσει τον πήχυ, μεταβαίνοντας πλέον από την υπερασπιστή της Ουκρανίας ενάντια στην ρωσική εισβολή, στη μόνιμη φθορά του ρωσικού στρατού. Η έκταση της ανάληψης των ηνίων από τις ΗΠΑ, έγινε σαφής με τον πλέον βίαιο τρόπο όταν, κατά την επιστροφή τους στις ΗΠΑ, οι δύο υπουργοί έκαναν στάση στην αμερικανική βάση στο Ράμσταϊν της Γερμανίας- η ίδια βάση που χρησιμοποιήθηκε από τις ΗΠΑ για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις. Εκεί συναντήθηκαν με τους υπουργούς Άμυνας τουλάχιστον 40 κρατών, τους οποίους διέταξαν να εμφανιστούν ώστε να δώσουν όρκο πίστης για την υποστήριξη της Ουκρανία και, φυσικά, των ΗΠΑ. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η συνάντηση δεν διεξήχθη στα γραφεία του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, μια τουλάχιστον επίσημα πολυεθνική έδρα, αλλά σε μια στρατιωτική βάση που σύμφωνα με τους Αμερικανικούς ισχυρισμούς βρίσκεται υπό τον δικό τους αποκλειστικό έλεγχο, κόντρα στις περιστασιακές διαμαρτυρίες που προβαίνει στα μουγκά η Γερμανική κυβέρνηση. . Στην βάση του Ράμστάϊν ήταν που, υπό την προεδρία των ΗΠΑ με την παρουσία δύο τεράστιων αμερικανικών και ουκρανικών σημαιών, η κυβέρνηση Σολτς επιτέλους συμφώνησε να παραδώσει τον πολυαναμενόμενο «βαρύ οπλισμό» στην Ουκρανία, χωρίς προφανώς να της πέφτει λόγος για τον ακριβή σκοπό χρήσης των τανκς και των οβιδοβλόλων της [4]. (Τα 40 κράτη συμφώνησαν να συναντώνται μία φορά τον μήνα ώστε να διαπιστώνεται τι είδους επιπλέον εξοπλισμό μπορεί να χρειαστεί η Ουκρανία). Υπό αυτό το πρίσμα, είναι αναπόφευκτη η υπενθύμιση της παρατήρησης απόστρατου Αμερικανού διπλωμάτη, κατά τα πρώτα στάδια του πολέμου, ότι οι ΗΠΑ θα πολεμήσουν τους Ρώσους «μέχρι τον τελευταίο Ουκρανό».

Όπως είναι γνωστό, η δυνατότητα των Αμερικανών πολιτών αλλά και του αμερικανικού κατεστημένου εξωτερικής πολιτικής να παραμένουν συγκεντρωμένοι σε κάτι, είναι περιορισμένη. Τα δραματικά γεγονότα εντός και εκτός των ΗΠΑ μπορούν να περιορίσουν δραστικά το εθνικό ενδιαφέρον για ένα μακρινό μέρος όπως η Ουκρανία – για να μην αναφερθούμε πιο συγκεκριμένα στις επερχόμενες ενδιάμεσες εκλογές και στην εξελισσόμενη εκστρατεία του Ντόναλντ Τραμπ για την ανάκτηση της προεδρίας το 2024. Από πλευράς Αμερικής, αυτό δεν συνιστά ιδιαίτερο πρόβλημα διότι οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τις περιπέτειες των ΗΠΑ στο εξωτερικό σχεδόν πάντα σκάνε στους εκάστοτε ντόπιους- βλέπε Αφγανιστάν. Με βάση αυτό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι καθίσταται ακόμα πιο σημαντικό για τα ευρωπαϊκά κράτη να γνωρίζουν ποιοι ακριβώς είναι οι πολεμικοί στόχοι των ΗΠΑ και πώς θα επικαιροποιηθούν καθώς εξελίσσεται ο πόλεμος.

Ύστερα από τη συνάντηση στο Ράμσταϊν, η συζήτηση δεν αφορούσε απλώς την «μόνιμη αποδυνάμωση» της ρωσικής στρατιωτικής ισχύος, με την ειρηνική επίλυση να έχει φύγει από το τραπέζι, αλλά την ξεκάθαρη νίκη της Ουκρανίας και των συμμάχων της. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον ψυχροπολεμικό κοινό τόπο για την αδυναμία νίκης σε έναν συμβατικό πόλεμο εναντίον μιας πυρηνικής δύναμης. Για τους Ευρωπαίους, το αποτέλεσμα θα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου – κάτι που μπορεί να εξηγήσει γιατί η γερμανική κυβέρνηση, για μερικές εβδομάδες, δίστασε να εφοδιάσει την Ουκρανία με όπλα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν π.χ. για διείσδυση σε ρωσικά εδάφη, αρχικά πιθανόν για να πληγούν οι ρωσικές γραμμές εφοδιασμού, αργότερα και για άλλα. (Όταν ο συγγραφέας αυτού του κείμενο διάβασε για τις νέες αμερικανικές φιλοδοξίες περί «νίκης», ένιωσε, για ένα μικρό διάστημα που όμως δεν θα το ξεχάσει, ένα βαθύ αίσθημα φόβου). Αν η Γερμανία είχε το κουράγιο να ζητήσει να έχει λόγο στην αμερικανο-ουκρανική στρατηγική, τίποτα από αυτά δεν θα προσφερόταν: τα γερμανικά τανκς, όπως φαίνεται, θα παραχωρηθούν με carte blanche [ΣτΜ: λευκή επιταγή, χωρίς όρους- γαλλικά στο πρωτότυπο]. Φήμες λένε ότι τα πολυάριθμα πολεμικά σενάρια που εμπλέκουν Ουκρανία, ΝΑΤΟ και Ρωσία και έχουν σχεδιαστεί, τα τελευταία χρόνια, από στρατιωτικά think tanks με παραγγελία της αμερικανικής κυβέρνησης , καταλήγουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε πυρηνικό Αρμαγεδδώνα, τουλάχιστον στην Ευρώπη.

Σίγουρα, μια πυρηνική κατάληξη δεν είναι κάτι που διαφημίζεται δημόσια. Αντίθετα, αυτό που ακούγεται είναι πως οι ΗΠΑ θεωρούν ότι η ήττα της Ρωσίας θα πάρει πολλά χρόνια για να επιτευχθεί, με μία παρατεταμένη σύγκρουση, ένα τέλμα που θα διατηρείται επί μακρόν στο λασπωμένο έδαφος του χερσαίου πόλεμου, με κανένα μέρος να μην μπορεί να κάνει κινήσεις: οι δε Ρώσοι επειδή οι Ουκρανοί θα λαμβάνουν επ’ άπειρον περισσότερα χρήματα και περισσότερο εξοπλισμό, αν όχι και στρατεύματα, από μία αμερικανοποιημένη «Δύση», οι μεν Ουκρανοί επειδή θα είναι πολύ αδύναμοι ώστε να εισβάλλουν στη Ρωσία και να απειλήσουν την πρωτεύουσά της. Για τις ΗΠΑ, αυτό μπορεί να φανεί ιδιαίτερα βολικό: ένας πόλεμος δι’αντιπροσώπων, με τον συσχετισμό δύναμης να ρυθμίζεται και να καλιμπράρεται ανάλογα από εκείνες, σύμφωνα με τις μεταβαλλόμενες στρατηγικές ανάγκες. Στην πραγματικότητα, όταν ο Μπάιντεν, τις τελευταίες μέρες του Απριλίου, ζήτησε άλλα 33 δις. δολάρια οικονομικής βοήθειας προς την Ουκρανία μόνο για το 2022 [5], πρότεινε ότι αυτό θα ήταν μόνο η αρχή μιας μακροπρόθεσμης δέσμευσης, εξίσου ακριβής με το Αφγανιστάν αλλά, όπως είπε, αξίζει. Εκτός, βέβαια, αν οι Ρώσοι αρχίσουν να ρίχνουν περισσότερους από τους θαυματουργούς τους πυραύλους, απασφαλίσουν τα χημικά τους όπλα και, εν τέλει, χρησιμοποιήσουν το πυρηνικό τους οπλοστάσιο, με πρώτες τις μικρές κεφαλές πεδίων μάχης [6]. 

Παρ’ όλα αυτά, μήπως τυχόν υφίσταται προοπτική ειρήνης μετά τον πόλεμο ή, λιγότερο αισιόδοξα προοπτική για μια περιφερειακή αρχιτεκτονική ασφαλείας, ίσως αφότου οι Αμερικανοί έχουν χάσει το ενδιαφέρον τους, ή η Ρωσία νοιώθει ότι δεν μπορεί ή δεν χρειάζεται να συνεχίσει τον πόλεμο; Μία Ευρασιατική συμφωνία, αν θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε έτσι, πιθανότατα προϋποθέτει κάποιου είδους αλλαγής καθεστώτος στη Μόσχα. Ύστερα από όσα συνέβησαν, είναι δύσκολο να φανταστούμε τους Δυτικοευρωπαίους ηγέτες να εκφράζουν δημόσια την εμπιστοσύνη τους προς τον Πούτιν ή προς κάποιον διάδοχο τύπου Πούτιν. Την ίδια στιγμή, δεν υπάρχουν λόγοι να πιστέψει κανείς ότι οι οικονομικές κυρώσεις που επιβάλλονται από την Ενωμένη Δύση στη Ρωσία θα προκαλέσουν έναν λαϊκό ξεσηκωμό για την ανατροπή του καθεστώτος Πούτιν. Στην πραγματικότητα, αν αναλογιστούμε την εμπειρία των Συμμάχων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τον βομβαρδισμό των γερμανικών πόλεων, οι κυρώσεις μπορεί να έχουν το αντίστροφο αποτέλεσμα, στοιχίζοντας τον λαό τους πίσω από την κυβέρνηση.

Ούτως ή άλλως, η, κατά φον ντερ Λάιεν, διάλυση της ρωσικής βιομηχανικής βάσης, δεν θα καταστεί εφικτή, μιας και, τελικά, η Κίνα δεν θα το επιτρέψει: ιδιαίτερα καθώς χρειάζεται ένα λειτουργικό ρωσικό κράτος για το εγχείρημα του Νέου Δρόμου του Μεταξιού. Ακόμα και μόνο εξαιτίας αυτού του λόγου, λαϊκά αιτήματα στην Δύση για τη δίκη του Πούτιν και των συμβούλων του στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης θα παραμείνουν ανεκπλήρωτα. Ούτως ή άλλως, η Ρωσία, όπως οι ΗΠΑ, δεν έχουν υπογράψει τη ιδρυτική συνθήκη του δικαστηρίου, με συνέπεια να εξασφαλίζεται η ασυλία των πολιτών τους από διώξεις. Επομένως, ο Πούτιν, όπως ο Κίσινγκερ και ο Μπους ο νεότερος και άλλοι στις ΗΠΑ, θα παραμείνει ελεύθερος μέχρι το τέλος των ημερών του, όπως κι αν μοιάζει αυτό το τέλος. Εκείνες οι ευρωπαϊκές χώρες που, ιστορικά, δεν τείνουν ακριβώς προς τη ρωσοφιλία, όπως πχ οι χώρες της Βαλτικής και η Πολωνία, αλλά και αδιαμφισβήτητα η Ουκρανία, έχουν πολλές πιθανότητες να πείσουν το κοινό σε χώρες όπως η Γερμανία και η Σκανδιναβία ότι η εμπιστοσύνη προς τη Ρωσία μπορεί να είναι επικίνδυνη για την εθνική τους υγεία.

Παρ’όλα αυτά, στην Ουκρανία μπορεί, κάλλιστα, να χρειαστεί μια αλλαγή καθεστώτος. Τα τελευταία χρόνια, το υπερεθνικιστικό άκρο της ουκρανικής πολιτικής σκηνής, με βαθιές ρίζες στο φασιστικό και νεοναζιστικό ουκρανικό παρελθόν, φαίνεται να έχει αποκτήσει δυναμική συνάπτοντας μια νέα συμμαχία με δυνάμεις στις ΗΠΑ, που αναφανδόν τάσσονται υπέρ του επεμβατισμού. Μεταξύ άλλων, συνέπεια αυτού ήταν η απάλειψη του Μινσκ από την ουκρανική πολιτική ατζέντα. Ένας από τους επιφανείς υποστηρικτές της ουκρανικής ακροδεξιάς είναι ο, προαναφερθείς, Ουκρανός πρέσβης στη Γερμανία, ο οποίος ξεκαθάρισε σε μια συνέντευξη στην Frankfurter Allgemeine ότι, για τον ίδιο, περιπτώσεις ανθρώπων τύπου Ναβάλνι ταυτίζονταν με ανθρώπους σαν τον Πούτιν, όταν η συζήτηση φτάνει στο ζήτημα του δικαιώματος της Ουκρανίας να υπάρχει ως ένα κυρίαρχο έθνος-κράτος. Όταν ερωτήθηκε τι θα έλεγε στους Ρώσους φίλους του, αρνήθηκε ότι έχει τέτοιους φίλους, προσθέτοντας ότι δεν είχε ποτέ κανέναν Ρώσο φίλο στην ζωή του, αφού οι Ρώσοι από τη φύση τους θέλουν να εξολοθρεύσουν τον ουκρανικό λαό.

Οι ρίζες της οικογένειας Μέλνικ, πάνε πίσω στα μεσοπολεμικά χρόνια και στα χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Οργάνωση Ουκρανών Εθνικιστών (OUN), της οποίας οι ηγέτες συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς κατακτητές, μέχρι που ανακάλυψαν ότι οι Ναζί, όταν ερχόταν η ώρα να σκοτώσουν και να εξανδραποδίσουν. δεν ξεχώριζαν ανάμεσα Ρώσους και Ουκρανούς. Η OUN ηγούνταν από δύο άνδρες, έναν Αντρέι Μέλνικ (συνωνόματος με τον πρέσβη) και έναν Στέπαν Μπαντέρα, με τον δεύτερο να βρίσκεται κάπως πιο δεξιά από τον πρώτο. Και για τους δύο είναι καταγεγραμμένο ότι διέπραξαν εγκλήματα πολέμου με άδεια των Γερμανών: ο Μπαντέρα ως αρχηγός της αστυνομίας στο Λβιβ (Λέμπεργκ), διορισμένος από τους Ναζί. Αργότερα, ο Μπαντέρα παραγκωνίστηκε από τους Γερμανούς και τέθηκε σε κατ’οίκον περιορισμό, όπως και άλλοι ντόπιοι φασίστες σε άλλα μέρη (Οι Ναζί δεν πίστευαν στην ομοσπονδιοποίηση). Μετά τον πόλεμο, η Σοβιετική Ένωση αποκαταστάθηκε, ο Μπαντέρα κατέφυγε στο Μόναχο, την μεταπολεμική πρωτεύουσα- καταφύγιο των Ανατολικοευρωπαίων δοσιλόγων, μεταξύ αυτών και των Κροατών Ουστάζι. Εκεί, έχοντας ήδη καταδικαστεί σε θάνατο από ένα σοβιετικό δικαστήριο, δολοφονήθηκε το 1959  από έναν Σοβιετικό πράκτορα,. Ο Μέλνικ κατέληξε επίσης στη Γερμανία και πέθανε τη δεκαετία του ’70 σε νοσοκομείο στην Κολωνία.

Ο σημερινός Μέλνικ αποκαλεί τον Μπαντέρα «ήρωά του». Το 2015, λίγο αφότου διορίστηκε πρέσβης, επισκέφτηκε τον τάφο του στο Μόναχο όπου κατέθεσε λουλούδια, δημοσιεύοντας την επίσκεψή του στο Twitter. Αυτό προκάλεσε επίσημη διαμαρτυρία από το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών, του οποίου τότε ηγούνταν ο Στάινμαϊερ. Επίσης, ο Μέλνικ τοποθετήθηκε δημόσια υπέρ του αποκαλούμενου Τάγματος Αζόφ, μιας ένοπλης παραστρατιωτικής ομάδας στην Ουκρανία που ιδρύθηκε το 2014, το οποίο θεωρείται γενικά ως ο στρατιωτικός βραχίοντας διαφόρων νεοφασιστικών κινημάτων της χώρας. Για κάποιον μη ειδικό, δεν είναι ακριβώς ξεκάθαρο το εύρος της επιρροής που έχει, σήμερα, στην κυβέρνηση της Ουκρανίας το πολιτικό ρεύμα του Μέλνικ. Φυσικά και υπάρχουν και άλλα ρεύματα στον κυβερνητικό συνασπισμό. Φαίνεται δύσκολο να μπορεί να προβλεφθεί σε αυτή τη φάση αν η επιρροή τους θα μειωθεί περαιτέρω ή, αντιθέτως, θα αυξηθεί όσο εξελίσσεται ο πόλεμος. Κάποιες φορές, τα εθνικιστικά κινήματα οραματίζονται ένα έθνος που αναδύεται μέσα από τον θάνατο των καλύτερων τέκνων του στα πεδία των μαχών, ένα νέο ή αναγεννημένο έθνος που είναι δεμένο με την ηρωική θυσία. Από τη στιγμή που η Ουκρανία κυβερνάται από πολιτικές δυνάμεις αυτού του είδους, που στηρίζονται εξωτερικά από ΗΠΑ, που διακαώς θέλουν να παραταθεί ο πόλεμος, είναι δύσκολο να δούμε τον τρόπο και τον χρόνο λήξης του αιματοκυλίσματος, εκτός αν ο εχθρός παραδοθεί ή πάρει το πυρηνικό του όπλο.

Αφήνοντας στην άκρη την ουκρανική πολιτική σκηνή, ένας αμερικανικός πόλεμος δι’ αντιπροσώπων για την Ουκρανία μπορεί να ωθήσει τη Ρωσία σε μια στενή σχέση εξάρτησης με το Πεκίνο, εξασφαλίζοντας στην Κίνα έναν προσδεδεμένο ευρασιατικό σύμμαχο και δίνοντάς της εξασφαλισμένη πρόσβαση στους ρωσικούς πόρους σε τέτοιες τιμές ευκαιρίας που η Δύση δεν θα μπορεί πλέον να τις διαγκωνιστεί για αυτούς. Η Ρωσία, αντίθετα, στον βαθμό θα είχε στην διάθεση της κινέζικη τεχνολογία μπορεί να επωφεληθεί από αυτήν. Εκ πρώτης όψεως, μια συμμαχία τέτοιου είδους μπορεί να φαίνεται διαμετρικά αντίθετη με τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Θα μπορούσε, όμως, να συνοδεύεται από μια εξίσου στενή και ασύμμετρη συμμαχία μεταξύ των ΗΠΑ και της Δυτικής Ευρώπης, η οποία θα μπορούσε να κρατήσει υπό έλεγχο τη Γερμανία και να καταστείλλει τις γαλλικές φιλοδοξίες για «ευρωπαϊκή εθνική κυριαρχία». Είναι πολύ πιθανόν, αυτό που η Ευρώπη μπορεί να προσδώσει στις ΗΠΑ να ξεπερνά αυτό που η Ρωσία μπορεί να προσδώσει στην Κίνα, με αποτέλεσμα η, υπέρ της Κίνας, απώλεια της Ρωσίας να υπερσκελίζεται από τα κέρδη της σύσφιξης της αμερικανικής ηγεμονίας επί της Δυτικής Ευρώπης. Έτσι, ενας πόλεμος δι’ αντιπροσώπων στην Ουκρανία θα μπορούσε να είναι ελκυστικός για τις ΗΠΑ, στην προσπάθεια τους να οικοδομήσουν μια παγκόσμια συμμαχία για την επικείμενη αναμέτρηση με την Κίνα με έπαθλο την επόμενη Νέα Παγκόσμια Τάξη, είτε μονοπολική είτε διπολική, με παλιούς ή νέους τρόπους. Μια αναμέτρηση που θα διεξαχθεί τα επόμενα χρόνια, μετά το τέλος του τέλους της ιστορίας.

[1] Στμ: Στην έναρξη του πολέμου (24/2), η ισοτιμία δολαρίου/ ρουβλιού βρισκόταν στο 1/84,95. Κορυφώθηκε στις 9/3 με ισοτιμία 1/138,75. Στις 6/4 βρισκόταν στο 1/84,00 και στις 30/4 στο 1/71,35. Στις 23/5 το ρούβλι βρισκόταν στο πιο ενισχυμένο σημείο του έναντι του δολαρίου από τον Απρίλιο του 2018, με ισοτιμία 1/63,03. Τα επίπεδα αυτά της ισοτιμίας δολαρίου/ ρουβλιού, αντιστοιχούν στην πραγματικότητα στα επίπεδα του τέλους του 2014- αρχές 2015, όταν επιβλήθηκε το τρίτο πακέτο κυρώσεων από ΗΠΑ (Ίουλιος 2014) και ΕΕ (Φεβρουάριος 2015).

[2] ΣτΜ: Νεολογισμός που αφορά το ρητορικό επιχείρημα Tu-quoque (Και εσύ επίσης). Η ρίζα του βρίσκεται στον δημόσιο διάλογο της δεκαετίας του ’70, γύρω από τον αγώνα του IRA στην Β. Ιρλανδία για απελευθέρωση από την Βρετανική κατοχή και χρησιμοποιήθηκε για να απαξιώσει τα ρεπουμπλικανικά επιχειρήματα υπέρ της ένοπλης πάλης, ως απάντηση στην βία των βρετανικών αρχών ασφαλείας και των φιλο-βρετανών παρακρατικών. Επανήλθε κατά την δεκαετία του 2000, στην δημόσια σφαίρα πέρα από τον Ατλαντικό, ως κατηγορία απέναντι στην Ρωσία, όταν εκείνη ανταπαντούσε στις κριτικές που δεχόταν για τα ανθρώπινα δικαιώματα, δια της ανάδειξης των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων» των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, καθώς και περιορισμούς δημοκρατικών ελευθεριών σε χώρες της Δύσης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι συγγενεύει με το «Ναι, αλλά και εσείς σκοτώνετε τους μαύρους» πριν το ’90, το οποίου αποτελούσε την ειρωνική απάντηση στις περιπτώσεις που υπερασπιστές του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, επιχειρούσαν να απαντήσουν στις κριτικές για τις ελλείψεις σε ελευθερίες και δικαιώματα, αναφέροντας τους περιορισμούς που υφίστανται στην δύση, με χαρακτηριστικότερο τον θεσμοποιημένο ρατσισμό των ΗΠΑ ενάντια στην Αφροαμερικάνικη κοινότητα. Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί το σύστοιχο του «Ναι, αλλά για την Μαρφίν δεν λέτε τίποτα»: στο μεν επιχείρημα «Μαρφίν» το ακραίο κέντρο προσπαθεί να απαντήσει στις κριτικές που δέχεται ανασύροντας άσχετα θέματα που θεωρεί ευνοϊκά για την ατζέντα του, ενώ με την κριτική για «Whataboutism» προσπαθεί να επιβάλλει την αφήγηση του, αποσιωπώντας κάθε κριτική της εξέταση. Εν αναμονή πετυχημένης απόδοσης, το διατηρούμε αμετάφραστο.

[3] ΣτΜ: Το γερμανικό σχέδιο εγκατάλειψης της πυρηνικής ενέργειας προέβλεπε το κλείσιμο του τελευταίου πυρηνικού αντιδραστήρα το 2022. Το 2021 έκλεισαν οι τρεις από τους τελευταίους έξι εναπομείναντες πυρηνικούς αντιδραστήρες (από τους 17 που λειτουργούσαν το 2011). Μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, διεξάγονται συζητήσεις για αναβολή του κλεισίματος των τελευταίων τριών αντιδραστήρων και επανέναρξη της λειτουργίας των τριών που έκλεισαν το 2021, αλλά δεν έχουν ακόμα αποσυναρμολογηθεί.

[4] ΣτΜ: Τα οβιδοβόλα (Howitzers), σαν τύπος όπλου τοποθετούνται ανάμεσα στους όλμους και τα πυροβόλα, συνδυάζοντας την καμπυλωτή τροχιά των πρώτων (δίνοντας την δυνατότητα προσβολής στόχων πίσω από εμπόδια) και την εμβέλεια και το διαμέτρημα των δεύτερων.

[5] ΣτΜ: Τελικά το Κογκρέσο ενέκρινε 40 δις δολάρια οικονομική βοήθεια προς την Ουκρανία στις 19/5.

[6] ΣτΜ: Ο συγγραφέας αναφέρεται στα τακτικά πυρηνικά όπλα, τα οποία είναι σχεδιασμένα για επιχειρησιακή χρήση με φίλιες δυνάμεις σε κοντινό περιβάλλον. Αντιπαρατίθενται στα στρατηγικά πυρηνικά όπλα τα οποία χρησιμοποιούνται στα μετόπισθεν τα εχθρού, έχοντας μεγαλύτερη ισχύ.

 

Μετάφραση: Σ. Λαπιέρης, Θ. Τσαβέας

Το πρωτότυπο κείμενο εδώ.