του Δημήτρη Τσίρκα
Η κριτική στη Μεταπολίτευση ή μάλλον, μιας καρικατούρας της, συνοδεύεται από τη συστηματική επίθεση στη διανόηση και τους διανοούμενους που κατεξοχήν παράγουν τα πανεπιστήμια, ως φορείς του εθνικού και πολιτιστικού εκμαυλισμού και υπονομευτές των αξιών που συνέχουν το έθνος και την κοινωνία. Αυτός ο αντιδιανοουμενισμός χαϊδεύει, όχι τα λαϊκά, αλλά τα λούμπεν αντανακλαστικά της κοινωνικής βάσης της Δεξιάς και παράγει ισχυρά αισθήματα μνησικακίας έναντι όσων πέτυχαν την κοινωνική άνοδο μέσω της εκπαίδευσης.
Το δεύτερο σκέλος της κυβερνητικής επίθεσης ενδύεται τον μανδύα του τεχνοκρατισμού και μιας υποτιθέμενα απολίτικης και ουδέτερης αποτελεσματικότητας. Ξεκινά από ορισμένα υπαρκτά φαινόμενα παραβατικότητας σε δύο τρία πανεπιστήμια της χώρας και αφού τα αναμορφώνει μέσα από το πρίσμα μιας υποτιθέμενης γενικευμένης ανομίας, με την απλόχερη βοήθεια των ΜΜΕ, βγάζει σαν λαγό από το καπέλο και τη μοναδική λύση – την πανεπιστημιακή αστυνομία.
Παράλληλα, ο ίδιος τεχνοκρατικός λόγος υποβιβάζει τα σύνθετα και πολλαπλά προβλήματα των ΑΕΙ σε ένα και απλό: τον «υπερβολικά» μεγάλο αριθμό εισακτέων που παράγει η απουσία βάσεων εισαγωγής, εξοβελίζοντας από τη δημόσια συζήτηση τις τεράστιες περικοπές στη χρηματοδότηση, τις τραγικές ελλείψεις σε διδακτικό προσωπικό ή υλικοτεχνικές υποδομές.
Φυσικά και εδώ η λύση εμφανίζεται απλή και σχεδόν αυταπόδεικτη: η επιβολή υψηλών βάσεων και ο περιορισμός των εισακτέων, με κριτήρια «αριστείας», που στην πράξη σημαίνει περισσότερους ταξικούς φραγμούς για τα παιδιά των λαϊκών τάξεων. Έτσι, όχι μόνο αναβαθμίζεται άμεσα η τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά αποκαθίσταται και η αδικία να μπαίνουν στα ΑΕΙ όσοι δεν το «αξίζουν». Με έναν σμπάρο, δυο τρυγόνια!
Έχουμε δηλαδή μια στρατηγική που ενώ κινητοποιεί τις πιο συντηρητικές και αντιδημοκρατικές ιδεολογίες και κολακεύει έως και πρωτοφασιστικά αντανακλαστικά, όπως το μίσος για τους διανοούμενους/ακαδημαϊκούς, ταυτόχρονα επικαλείται την τεχνοκρατική ουδετερότητα και την αποτελεσματική αντιμετώπιση των «προφανών» προβλημάτων.
Παρουσιάζεται μάλιστα, ως η μόνη που δεν φοβάται να θέσει τον δάκτυλον επί των τύπον των ήλων, να σπάσει αυγά, για να έχουμε, επιτέλους, αποτελέσματα. Και την ίδια στιγμή, εμφανίζει τους επικριτές της της ως οπαδούς της αδράνειας, που επιθυμούν να διαιωνιστεί η σημερινή άρρωστη κατάσταση, για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Δεν είναι λοιπόν, η κυβέρνηση αυταρχική και ταξική, αλλά προοδευτική, που υλοποιεί τολμηρές μεταρρυθμίσεις και λύνει προβλήματα. Αντίθετα, συντηρητικοί είναι οι αντίπαλοί της που αντιδρούν για να μην αλλάξει τίποτα.
Αυτή η συγχώνευση του νεοφιλελευθερισμού με την ακροδεξιά αταβιστική ιδεολογία δεν είναι, ασφαλώς, μόνο ελληνικό φαινόμενο. Είναι όμως εξαιρετικά δύσκολο να αντιμετωπιστεί, γιατί εμφανίζεται ταυτόχρονα συντηρητική και επαναστατική. Μια πρόταση που θέλει μεν να τα αλλάξει όλα, να φέρει τα πάνω κάτω, αλλά για να προστατεύσει τις παραδοσιακές αξίας της αριστείας, του νόμου και της τάξης. Είναι προληπτική αντεπανάσταση.
Απέναντί της οι μάχες οπισθοφυλακής δεν έχουν ιδιαίτερη τύχη. Η αφηρημένη επίκληση της ακαδημαϊκής ελευθερίας, η γενική υπεράσπιση των πανεπιστημίων ως χώροι δημιουργίας, έκφρασης και κοινωνικής ανόδου δεν πείθουν παρά τους πεισμένους. Πρωτίστως γιατί δεν απαντούν στο πλειοψηφικό αίτημα για αλλαγή και βελτίωση που ύπουλα εκμεταλλεύεται η κυβερνητική αντιμεταρρύθμιση.
Ασφαλώς πρέπει να υπάρξει συστηματική και τεκμηριωμένη απάντηση σε όλα τα ψέματα και τις συκοφαντίες σε βάρος του ακαδημαϊκού χώρου που διακινεί η κυβέρνηση και τα μηντιακά παπαγαλάκια της. Όπως και πρέπει να φωτιστούν οι αντιδημοκρατικές λογικές και τα ταξικά κίνητρα που κρύβονται πίσω από τις πολιτικές της.
Όλα αυτά είναι καλά και χρήσιμα, αλλά παραμένουν εντελώς αναποτελεσματικά όσο η απέναντι πλευρά δεν προτάσσει θαρραλέα τη δική της πρόταση για τη βελτίωση της παιδείας. Η οποία όμως, δεν μπορεί να εξαντλείται στο περισσότερα λεφτά και πιο πολλές προσλήψεις.
Τουναντίον, πρέπει να απαντά στον σκληρό πυρήνα της κυβερνητικής αντιμεταρρύθμισης: τον αυταρχικό έλεγχο, δηλαδή, την εμπορευματοποίηση και την ταξική περιχαράκωση της παιδείας.
Και αυτό δεν μπορεί να γίνει δίχως να προτάξει τη μόρφωση ως καθολικό δικαίωμα και όχι ως εμπόρευμα. Χωρίς να διεκδικήσει τον ανθρωπιστικό προσανατολισμό της παιδείας και όχι τη μετατροπή της σε προέκταση της αγοράς και να παλέψει για ένα σχολείο και ένα πανεπιστήμιο που προάγουν στ’ αλήθεια την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και της δημιουργικότητας των παιδιών και όχι ως τόπους πειθάρχησης και κανονικοποίησης σωμάτων έτοιμων για τα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις.
Να παλέψει, με άλλα λόγια, για την εκπαιδευτική επανάσταση που θέλει να προλάβει η κυβερνητική αντεπανάσταση.