Δημοσιεύθηκε στον Guardian. Μεταφράζεται με την άδεια του συντάκτη.
Η παραίτηση της Τερέζα Μέι, η άνοδος του Νάιτζελ Φάρατζ και οι εκλογές για την ηγεσία των Συντηρητικών έχουν φέρει στο φως τα διλήμματα που αντιμετωπίζει το Εργατικό Κόμμα. Φαίνεται πως παρά τις συχνές διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου, η ισορροπία ανάμεσα στους υποστηρικτές της παραμονής και σε αυτούς της εξόδου δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά από το δημοψήφισμα. Μόλις υπήρξε πολιτική ηγεσία, η λαϊκή στήριξη της αποχώρησης από την Ε.Ε. επαναβεβαιώθηκε, σε ολόκληρη την Αγγλία και την Ουαλία, ακόμη και στα προπύργια των Εργατικών ανάμεσα στα εργατικά στρώματα.
Ο Φάρατζ εξέφρασε τη μαζική δυσφορία προς τις κοινοβουλευτικές σκιώδεις διαδικασίες γύρω από τη συμφωνία της Μέι και τη σχετική αποτυχία των δημοκρατικών διαδικασιών μετά το 2016. Αποτελεί δυστύχημα ότι ένας δεξιός λαϊκιστής έχει κατορθώσει να δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας με τον φυσικό χώρο επιρροής της Αριστεράς. Η επιτυχία του αυτή καθιστά ζωτικής σημασίας ζήτημα για το Εργατικό Κόμμα προσφέρει καινούργια καθοδήγηση, διατηρώντας τις ρίζες του στην εργατική τάξη. Γι’ αυτό, το Εργατικό κόμμα δεν πρέπει να ταχθεί με την παραμονή στην ΕΕ.
Η πτώση της Μέι και της συμφωνίας της οφείλεται μόνο κατά ένα μέρος στην εγγενή πολυπλοκότητα του Brexit. Πιο σημαντικό είναι ότι τα μεγαλύτερα κέντρα κοινωνικής και οικονομικής εξουσίας στη Βρετανία είναι αποφασισμένα να διατηρήσουν τους στενότερους δυνατούς δεσμούς με την ενιαία αγορά της ΕΕ και την τελωνειακή ένωση. Το Σίτυ, που είναι η οικονομική καρδιά της ΕΕ, επιθυμεί να λειτουργεί ελεύθερα στις συναλλαγές ξένου συναλλάγματος, την εκκαθάριση παραγώγων, την έκδοση ομολόγων κλπ. Η κατασκευαστική βιομηχανία, ανταγωνιστική στον τομέα της αεροναυπηγικής, της φαρμακευτικής, των αμυντικών εξοπλισμών και της υψηλής τεχνολογίας, βλέπει την Ευρώπη ως το προνομιακό πεδίο δράσης της. Χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και βιομήχανοι ασκούν μανιωδώς πιέσεις στο Κοινοβούλιο για να αποφευχθεί μια ρήξη με την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση. Μέσω αυτής της διαδικασίας, η δημοκρατική βούληση του βρετανικού λαού έχει υπονομευθεί τα τελευταία δύο χρόνια.
Εδώ και δεκαετίες η πολιτική στρατηγική του Βρετανικού κατεστημένου ήταν να αποδέχεται τη θέση του καθαρού συνεισφέροντος (net contributing member) της ΕΕ με αντάλλαγμα την εξασφάλιση ρητρών εξαίρεσης (οpt outs). Αυτή η στρατηγική έφτασε σε αδιέξοδο όταν ο Ντέιβιντ Κάμερον δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει ένα ειδικό καθεστώς την περίοδο 2015-2016.
Μετά το δημοψήφισμα η Μέι προσπάθησε να αντιστρέψει τη στρατηγική του κατεστημένου, βγάζοντας την Βρετανία από την ΕΕ, επιλέγοντας όμως την παραμονή της σε πεδία που ήταν σημαντικά για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Η συμφωνία της Μέι επισήμως ικανοποιούσε τη λαϊκή απαίτηση για έξοδο, αλλά ταυτόχρονα επέτρεπε στις βρετανικές επιχειρήσεις να διατηρήσουν στενούς δεσμούς με την ΕΕ. Απέτυχε όμως να την επιβάλει επειδή – πέρα από τη δική της πολιτική αδεξιότητα- το βρετανικό πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε βαθιά πολιτική κρίση και δεν μπορεί να εκπληρώσει ούτε καν τις βασικές του λειτουργίες.
Το πιο σημαντικό στοιχείο της πολιτικής κρίσης της Βρετανίας, είναι ότι πρακτικά οι Συντηρητικοί έχουν σταματήσει να μιλούν για λογαριασμό των συμφέρόντων του μεγάλου βρετανικού κεφαλαίου. Οι δικαιολογημένες ανησυχίες τους σχετικά με τα κυριαρχικά δικαιώματα μιας χώρας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν πλέον αποκτήσει αυτόνομη ύπαρξη και κυριαρχούν στην εθνικιστική πτέρυγα των Τόρις. Από την πλευρά του κατεστημένου, τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο ρευστά από τη στιγμή που ο Τζέρεμι Κόρμπιν μετατόπισε δραστικά το κόμμα των Εργατικών προς τα αριστερά. Σε αυτό το πλαίσιο η κυβέρνηση μειοψηφίας της Μέι δεν είχε καμία δυνατότητα επιβίωσης.
Ο Φάρατζ μπόρεσε να γίνει εκφραστής του θυμού των οπαδών του Brexit, όμως δεν μπορεί να προσφέρει διέξοδο στη χώρα, καθώς το κόμμα του δεν διαθέτει ούτε ένα στοιχειώδες πρόγραμμα και τείνει προς τα δεξιά. Αυτό που κατάφερε ήταν να αναγκάσει τους υποψήφιους για την ηγεσία των Συντηρητικών να υιοθετήσουν τη γλώσσα ενός «σκληρού» Brexit.
Ωστόσο ο διάδοχος στην ηγεσία θα κληρονομήσει ένα άλυτο πρόβλημα εξαιτίας των αγεφύρωτων διαφορών εντός του κόμματος των Τόρις και της παγιωμένης αριθμητικής κατανομής των βουλευτών του Κοινοβουλίου, που δεν επιτρέπει ένα Brexit χωρίς συμφωνία. Τα ωραία λόγια των υποψηφίων θα αποδειχθούν παντελώς άχρηστα. Καθώς η 31η Οκτωβρίου πλησιάζει, είναι πολύ πιθανό να προκύψει μια ακόμη οξεία πολιτική κρίση, η οποία μάλλον θα προκαλέσει νέες βουλευτικές εκλογές.
Δεν πρέπει να ξαφνιάζει λοιπόν ότι έχει αρχίσει πάλι η μάχη για την ψυχή του Εργατικού Κόμματος, ειδικά μετά τα απογοητευτικά αποτελέσματα των Ευρωεκλογών. Το χειρότερο αποτέλεσμα αυτής της μάχης θα ήταν το Εργατικό Κόμμα να ταχθεί ανοικτά υπέρ της παραμονής στην ΕΕ. Μια τέτοια απόφαση θα το απέκοπτε από τις ιστορικές του καταβολές, θα κατέστρεφε το σοσιαλιστικό εγχείρημα του Κόρμπιν και θα υπονόμευε τη θέση του ίδιου ως αρχηγού.
Είναι επίσης πιθανό ότι θα διέλυε την εκλογική υποστήριξη ειδικά στις εκλογικές περιφέρειες που η διαφορά με τους Τόρις είναι πολύ μικρή και τις οποίες το κόμμα πρέπει να κερδίσει. Τον κίνδυνο αυτόν τόνισαν με ιδιαίτερη πυγμή 26 βουλευτές του Εργατικού κόμματος με επιστολή τους στον Κόρμπιν.
Τέλος, το πιό κρίσιμο λάθος για τους Εργατικούς θα ήταν να υποστηρίξουν τη μονομερή ανάκληση του Άρθρου 50, κάτι το οποίο θα ήταν ταυοτόχρονα μια βαριά προσβολή στη δημοκρατία και ένας εθνικός εξευτελισμός.
Η ριζική αλλαγή που υποσχέθηκε ο Κόρμπιν είναι αδύνατο να επιτευχθεί εντός του ρυθμιστικού πλαισίου της ΕΕ. Οι δομές της ΕΕ είναι σχεδιασμένες για να υπηρετούν τα συμφέροντα των μεγάλων τραπεζών και επιχειρήσεων. Οι Βρυξέλλες δεν θα ανεχθούν σοσιαλιστικές πολιτικές στη Βρετανία (ή οπουδήποτε αλλού). Θα χρησιμοποιήσουν τις εκτενείς δυνάμεις τους για να τις υπονομεύσουν, σε απόλυτη συνεργασία με τα μεγάλα βρετανικά κέντρα συμφερόντων, εμποδίζοντας έτσι και τη δημοκρατική ανανέωση της Βρετανίας.
Όσον αφορά την ιδέα της παραμονής και της παράλληλης μεταρρύθμισης της ΕΕ, πρόκειται περί ενός τελείως ανούσιου εγχειρήματος. Οι δομές της ΕΕ είναι σχεδιασμένες ώστε να μένουν ανεπηρέαστες από τη δημοκρατική λαϊκή εντολή. Οποιαδήποτε μεταρρύθμιση των Συνθηκών θα απαιτούσε απόλυτη ομοφωνία ανάμεσα στα κράτη-μέλη, ενώ οποιαδήποτε μεταρρύθμιση μέσω δευτερεύουσας νομοθεσίας θα χρειαζόταν την κατά πλειοψηφία έγκριση της επιτροπής, των εθνικών κυβερνήσεων και των Ευρωβουλευτών πριν τελικά καταφέρει να υπερπηδήσει και το εμπόδιο του ανώτατου Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Δεν υπάρχει απολύτως καμία περίπτωση ριζοσπαστικής μεταρρύθμισης στο πλαίσιο αυτό.
Η Βρετανία χρειάζεται μια νέα αρχή και ο λαός της το απαιτεί. Ο ριζικός μετασχηματισμός που υποσχέθηκε ο Κόρμπιν -ειδικά στους νέους- είναι δυνατός μονάχα αν οι Εργατικοί δεν προσκολληθούν στην παραμονή στην ΕΕ. Το κόμμα πρέπει να συνεχίσει να τιμά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2016, αλλά θα πρέπει επίσης να προωθήσει πιο τολμηρά τις ριζοσπαστικές δυνατότητες που προσφέρει η έξοδος από την ΕΕ. Μέχρι τώρα οι Εργατικοί έχουν διστάσει να το κάνουν, εκπέμποντας σύγχυση και επιτρέποντας στα απλά μέλη να στραφούν προς τη παραμονή. Δεν είναι πολύ αργά για να αλλάξει αυτή η ισορροπία, εάν το κόμμα θέλει την εξουσία.
Ο Κώστας Λαπαβίτσας είναι καθηγητής οικονομικών στο τμήμα Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών (SOAS), στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, και πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
Η μετάφραση έγινε συλλογικά από μέλη της πλατφόρμας των 1101.