Όπως ενημερώνουν αρχικά οι συντάκτες/τριες του σημειώματος: «H ΕΕΔΑ με έκπληξή της, κατόπιν σχετικών ανακοινώσεων του Πρωθυπουργού στη Βουλή, διαπίστωσε ότι κατατέθηκε τροπολογία του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου σε άσχετο νομοσχέδιο το οποίο βρισκόταν προς συζήτηση στη Βουλή την Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025».
Η τροπολογία, δηλαδή, συντάχθηκε και ψηφίστηκε, χωρίς να ερωτηθεί το ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο της ελληνικής Πολιτείας και Εθνικός Θεσμός σε θέματα προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που λειτουργεί βάσει κανονισμού των Ηνωμένων Εθνών.
Η ΕΕΔΑ υπογραμμίζει, εκ των προτέρων, ότι «την καίρια σημασία της προστασίας του δικαιώματος πρόσβασης στο άσυλο και της απαγόρευσης επαναπροώθησης. Πρόκειται για κανόνες που κατοχυρώνονται ρητά σε διεθνή και ευρωπαϊκά συμβατικά κείμενα και αποτελούν θεμελιώδη πυλώνα του διεθνούς προσφυγικού δικαίου και του διεθνούς δικαίου δικαιωμάτων του ανθρώπου, στα οποία έχουν οικοδομηθεί η παγκόσμια και ευρωπαϊκή κοινότητα (βλ. αναλυτικότερα τις πάγιες θέσεις της ΕΕΔΑ στο Κεφ. Β’)».
Στη συνέχεια, εξηγεί πως «το παρόν επεξηγηματικό σημείωμα της ως άνω Δήλωσης της ΕΕΔΑ για την αναστολή του ασύλου εστιάζει στα ζητήματα παρεκκλίσεων, κατάστασης ανάγκης και εργαλειοποίησης, ούτως ώστε να διευκρινιστούν τα εν λόγω ζητήματα και να υπογραμμιστεί εμφατικά η αδιαπραγμάτευτη θέση της ΕΕΔΑ για την προστασία των ως άνω δικαιωμάτων και αρχών. Η ΕΕΔΑ θα ήθελε να τονίσει ότι, όπως αναφέρεται ρητά και στη Δήλωσή της, η αναστολή του ασύλου -όπως εμπεριέχεται στο άρθρο 79 του ν. 5218/2025- παραβιάζει ευθέως το διεθνές δίκαιο το οποίο δεσμεύει την Ελλάδα».
Σύμβαση της Γενεύης για το Καθεστώς των προσφύγων
Όπως σημειώνει η ΕΕΔΑ: «Το άρθρο 33 της Σύμβασης για το Καθεστώς των Προσφύγων αποτυπώνει την αρχή της μη επαναπροώθησης, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα του διεθνούς προσφυγικού δικαίου, ως θεμελιώδης υποχρέωση των Συμβαλλόμενων Κρατών».
«Η εν λόγω αρχή συνδέεται και με το δικαίωμα αναζήτησης και απόλαυσης ασύλου σε άλλες χώρες λόγω διώξεων, όπως ορίζεται στο Άρθρο 14 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ενώ αντικατοπτρίζει τη δέσμευση της διεθνούς κοινότητας να διασφαλίζει σε όλα τα άτομα την απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων στη ζωή, στην απαλλαγή από βασανιστήρια ή σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, και στην ελευθερία και την ασφάλεια του ατόμου» συμπληρώνει.
Προειδοποιεί, έτσι, ότι «αυτά και άλλα δικαιώματα απειλούνται όταν ένας πρόσφυγας επιστρέφεται σε χώρα όπου διώκεται ή κινδυνεύει. Άλλωστε, η μη επαναπροώθηση έχει οριστεί σε μια σειρά διεθνών κειμένων για την προστασία των προσφύγων, τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, ενώ ισχύει, όχι μόνο για τη χώρα καταγωγής, αλλά και για οποιαδήποτε χώρα όπου ένα άτομο έχει λόγους να φοβάται τη δίωξη».
«Η επίκληση των λόγων εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας (και ήδη άρθρο 79 του ν. 5218/2025) δεν εναρμονίζεται με το περιεχόμενο των εν λόγω άρθρων της Σύμβασης» ξεκαθαρίζει.
Τα περί απειλής της «Εθνικής Ασφάλειας»
«Το άρθρο 9 της Σύμβασης αναφέρεται σε κατάσταση πολέμου και σοβαρών και εξαιρετικών περιστάσεων και σε συγκεκριμένο πρόσωπο στο οποίο εφαρμόζονται προσωρινά μέτρα για την εθνική ασφάλεια μέχρι να αποφανθεί η χώρα ότι το πρόσωπο αυτό είναι πρόσφυγας» αναφέρεται στο σημείωμα.
«Εν προκειμένω, για το μεν πρώτο σκέλος χρειάζεται να παραπέμψουμε στην παρακάτω ανάλυση του άρθρου 15 ΕΣΔΑ, καθώς δεν υφίσταται κατάσταση πολέμου, οι σοβαρές και εξαιρετικές περιστάσεις και ο βαθμός της σοβαρότητας και της εξαιρετικότητας δεν αναλύονται και δεν αιτιολογούνται, ενώ η έκφραση “άλλες σοβαρές και εξαιρετικές περιστάσεις” υποδηλώνει συνθήκες που αγγίζουν τα όρια του πολέμου, π.χ. κατάσταση ουδετερότητας σε σύγκρουση μεταξύ σημαντικών ή γειτονικών χωρών· περίοδο κατά την οποία το κράτος απειλείται με ένοπλη επίθεση από άλλο κράτος ή την ύπαρξη ή απειλή εμφυλίου πολέμου» εξηγεί η ΕΕΔΑ.
Όσον αφορά, λοιπόν, τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης περί «απειλής της εθνικής ασφλείας» λόγω της έλευσης των προσφύγων, η ΕΕΔΑ τονίζει ότι ευθυγραμμίζεται με τα άρθρα της σύμβασης. Αναλυτικά:
«Εξάλλου, ως προς το δεύτερο σκέλος το άρθρο αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο και για λόγους εθνικής ασφάλειας έως ότου υπάρχει απόφαση για το προσφυγικό καθεστώς του προσώπου αυτού. Το άρθρο 79 και ειδικά η παράγραφος 1 εμπεριέχει το στοιχείο της μαζικής επιστροφής, χωρίς καταγραφή, στις χώρες προέλευσης και καταγωγής. Το Συμβαλλόμενο Κράτος πρέπει να ενεργεί καλή τη πίστει και να εφαρμόζει μόνο μέτρα που πραγματικά θεωρεί απαραίτητα για τη διατήρηση της εθνικής του ασφάλειας. Ο όρος “εθνική ασφάλεια” είναι ένας σαφώς καθορισμένος όρος.
Χρησιμοποιείται σε μια σειρά διεθνών συμφωνιών, ενώ ο όρος και ανάλογες αναφορές χρησιμοποιούνται επίσης σε εθνικούς νόμους και αναφέρονται σε αποφάσεις διεθνών και εθνικών δικαστηρίων. Προσεγγίζεται ως οτιδήποτε απειλεί την κυριαρχία, την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα, το Σύνταγμα, την κυβέρνηση, την εξωτερική ειρήνη, τις ένοπλες δυνάμεις ή τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις μιας χώρας μπορεί να ερμηνευτεί ως απειλή για την “εθνική ασφάλεια”.
Συνεπώς, δεν αντιστοιχεί το άρθρο 9 της Σύμβασης με την κατάσταση που περιγράφεται στο άρθρο 79.
Επίσης, η επίκληση του άρθρου 32 της Σύμβασης σχετικά με την απέλαση δεν λαμβάνει υπόψη το πλαίσιο των ορίων του άρθρου και των προϋποθέσεών του, οι οποίες δεν συμβαδίζουν με το άρθρο 79, όπως αναλύεται και στο συγκεκριμένο επεξηγηματικό σημείωμα και στα άλλα σημεία.
Η δε νομική βάση για την επίκληση των λόγων εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης χρειάζεται να ακολουθεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις και κριτήρια, τα οποία δεν υφίστανται στην αιτιολογική έκθεση».
Εφαρμογή της αρχής της Αλληλεγγύης
Κλείνοντας, επομένως, το επεξηγηματικό της σημείωμε, η ΕΕΔΑ πληροφορεί ότι:
- κάλεσε την ελληνική πολιτεία να απόσχει από την υιοθέτηση του εν λόγω άρθρου που παραβιάζει ευθέως το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο και ενδέχεται να οδηγήσει σε μελλοντική καταδίκη της Ελλάδας σε διεθνή όργανα ελέγχου ως προς τη συμμόρφωση με τα ανθρώπινα δικαιώματα.
- πρότεινε την εξεύρεση άλλης ευρωπαϊκής λύσης (π.χ. εφαρμογή της αρχής της αλληλεγγύης), η οποία σημειωτέον θα ήταν δυνατή αν είχε τεθεί σε εφαρμογή το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο.
Επίσης ,τόνισε την αναγκαιότητα δημιουργίας κατάλληλων υποδομών για τη διαχείριση των μεικτών αυτών μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών και στην Κρήτη.
Αναλυτικά εδώ.