του Θάνου Καμήλαλη
Από τον Νοέμβριο δηλαδή του 2017, η Εθνική Τράπεζα έχει σταματήσει μονομερώς να καταβάλλει επικουρικές συντάξεις στους συνταξιούχους της, μέσω του Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (ΛΕΠΕΤΕ), με στόχο, όπως έχει αναφέρει ο τέως διευθύνων σύμβουλος, Λεωνίδας Φραγκιαδάκης, να εξοικονομήσει 110 εκατ. ευρώ ετησίως. Αυτή η κίνηση, έχει ως αποτέλεσμα, περίπου 16.500 συνταξιούχοι της τράπεζας, να χάνουν άδικα και αδικαιολόγητα επικουρικές συντάξεις εκατοντάδων ευρώ κάθε μήνα. Όπως τονίζουν, δεν πρόκειται για «μπόνους» αλλά για τη μόνη επικουρική σύνταξη που λαμβάνουν, αλλάζοντας τα δεδομένα για χιλιάδες οικογένειες που έχουν καθορίσει τις ζωές τους σύμφωνα με τα ποσά που η Τράπεζα είχε δεσμευτεί να καταβάλλει.
Ο ΛΕΠΕΤΕ είναι ένα ταμείο που ιδρύθηκε το 1949, με διμερή συμφωνία των εργαζομένων και της τράπεζας και τροφοδοτείται από τις εισφορές τόσο των εργαζομένων, όσο και του εργοδότη, επομένως οισυνταξιούχοι χάνουν και δικά τους χρήματα. Όπως σημειώνουν εργαζόμενοι της τράπεζας, η Διοίκηση ανέλαβε «εν λευκώ», από τη μία τη διαχείριση του λογαριασμού κι από την άλλη την κάλυψη πιθανών ελλειμμάτων του. Σύμφωνα μάλιστα με κοινή καταγγελία εργαζομένων και συνταξιούχων, που είχε δημοσιευτεί τον περασμένο Δεκέμβριο, «Δεν είναι λίγες οι φορές που ο «κουμπαράς» έσπασε, με ευθύνη των διαχειριστών του και σε πλήρη άγνοια από τα μέλη του, είτε για να χρηματοδοτηθούν πολιτικές επιλογές (χρηματιστήριο, ομόλογα κλπ), είτε πρόσφατα για να αγοραστούν μετοχές της Εθνικής Τράπεζας που θα συνέβαλλαν στην ανακεφαλαιοποίησή της! Δηλαδή υπήρχε, κανονική «αιμοδοσία» του εργοδότη από τις παρακρατήσεις των εργαζομένων.»
Την καταγγελία ότι η Τράπεζα ουσιαστικά «υπεξαίρεσε τα πλεονάσματα του λογαριασμού» έχει υποστηρίξει και ο πρώην Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Εργασίας, Γιώργος Ρωμανιάς. «Η τράπεζα, δηλαδή, για να το πω έτσι χοντρά, υπεξαίρεσε τα πλεονάσματα του λογαριασμού. Τον άφηνε γυμνό και φτάσαμε στο 2008 να μην επαρκούν τα ετήσια έσοδα να καλύψουν τις ετήσιες δαπάνες» ανέφερε συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 2018.
Συν τοις άλλοις, η Τράπεζα, σε συνεργασία με την εκάστοτε κυβέρνηση, φαίνεται να είναι αυτή που τελικά υπέσκαψε τη βιωσιμότητα του Ταμείου, καθώς, από το 2005, οι νέοι εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται ασφαλίζονται στο επικουρικό του ΙΚΑ, με απώτερο σκοπό η Τράπεζα να απαλλάσσεται από ένα μέρος του βάρους των εργοδοτικών εισφορών. Σύμφωνα με εργαζόμενους και συνταξιούχους, η βιωσιμότητα κλυδωνίστηκε ακόμα περισσότερο, καθώς με σειρά «μεθοδεύσεων» στα χρόνια της κρίσης (εθελούσιες, bonus & παροχές χωρίς ασφαλιστικές εισφορές, ελαστικές σχέσεις εργασίας, δάνειο για αγορά μετοχών της κατά την ανακεφαλαιοποίηση του 2013), η Εθνική, (όπως και οι άλλες τράπεζες) προσπαθεί επανειλημμένα να μειώσει το μισθολογικό κόστος.
Πορεία διαμαρτυρίας συνταξιούχων της ΕΤΕ για τις συντάξεις, Αθήνα, 19 Απριλίου, 2018. George Vitsaras / SOOC
Από την πλευρά της, η Εθνική Τράπεζα, σύμφωνα με δύο επιστολές που είχε στείλει ο Φραγκιαδάκης το 2017, χρησιμοποιεί δύο επιχειρήματα, που φαίνεται όμως να καταρρίπτονται. Το πρώτο είναι η «αδυναμία χρηματοδότησης» του λογαριασμού, με έμμεσες αναφορές σε «πιέσεις» που δέχεται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το δεύτερο, είναι η προσπάθεια της να χαρακτηρίσει το ΛΕΠΕΤΕ από λογαριασμό Εγγυημένων Παροχών σε Οργανισμό Επικουρικής Ασφάλισης.
Η «μετονομασία» μπορεί να μοιάζει ανεπαίσθητη, αλλά είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς αν κριθεί όντως ότι έχει να κάνει με επικουρική ασφάλιση, το ΛΕΠΕΤΕ θα πρέπει να απορροφηθεί στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης & Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ), το Ταμείου του Δημοσίου που μεταφέρονται όλα τα ελλειμματικά επικουρικά Ταμεία. Οι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι τονίζουν εδώ ότι η Τράπεζα «παίζει σκόπιμα με τις λέξεις» και ότι επιχειρεί να συσχετίσει την έννοια της επικούρησης με την επικουρική σύνταξη. «Δεν είναι ασφαλιστικό ταμείο, δεν έχει καμιά σχέση με τα ασφαλιστικά ταμεία.» υποστηρίζει ο Ρωμανιάς, εξηγώντας ότι ως μέλος της κυβέρνησης το 2015 είχε εξετάσει το ζήτημα, αφήνοντας το ΛΕΠΕΤΕ εκτός του ΕΤΕΑΕΠ.
Μετά την αλλαγή της διοίκηση και την αποχώρηση Φραγκιαδάκη, η «συμβιβαστική λύση» που κατατέθηκε είναι μείωση της επικούρησης κατά 70%, από τα 110 εκατ. στα 35 εκατ. και μεταφορά των βαρών στον ΕΦΚΑ. Εν τω μεταξύ, το μονομερές κόψιμο των συντάξεων προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις, κινητοποιήσεις και δικαστικές προσφυγές των εργαζομένων απέναντι στην Τράπεζα. Από τον Ιούνιο σειρά δικαστικών αποφάσεων έχουν δικαιώσει ολοκληρωτικά τους συνταξιούχους, που με ομαδικές αγωγές διεκδίκησαν τα χρήματά τους.
Η πρώτες μικρές νίκες των συνταξιούχων απέναντι στην Τράπεζα ήρθαν το διάστημα Απριλίου – Ιουνίου, όταν πάνω από 230 συνταξιούχοι δικαιώθηκαν στις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων που είχαν καταθέσει, αναγκάζοντας την Εθνική να καταβάλλει αναδρομικά 200 ευρώ το μήνα στον καθένα, μέχρι να εκδικαστούν οι κύριες προσφυγές τους.
Οι σημαντικότερες αποφάσεις όμως, εκδόθηκαν πριν από μερικές μέρες, με εκατοντάδες συνταξιούχους να δικαιώνονται πρωτόδικα στις αγωγές τους έναντι της Εθνικής, η οποία οφείλει να καταβάλλει αναδρομικά στους προσφεύγοντες όλα τα ποσά που παρακράτησε παράνομα. Όπως προκύπτει από τις δύο αποφάσεις που έχει στην κατοχή του και δημοσιεύει το TPP, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών διατάσσει την Τράπεζα να επιστρέψει αναδρομικά τα ποσά που έχει παρακρατήσει σε συνολικά 650 συνταξιούχους της (290 στην πρώτη προσφυγή και 360 στη δεύτερη)
Ειδικότερα, με τις δύο αυτές αποφάσεις (1875/2018 και 1896/2018) η επιχειρηματολογία εργαζομένων και συνταξιούχων δικαιώνεται πλήρως, καθώς το Δικαστήριο κρίνει ότι το ΛΕΠΕΤΕ αποτελούσε μια «κατά κυριολεξία μισθολογική εργοδοτική παροχή». Το Δικαστήριο προσθέτει ακόμη στο σκεπτικό του ότι η παροχή αυτή «θεωρείται μέρος των ατομικών συμβάσεων εργασίας και υπόκειται στην αρχή περί τηρήσεων των συμπεφωνημένων (pacta sunt servanta) και ότι «πουθενά δεν γίνεται λόγος για ολοκληρωτική διακοπή της παροχής»
«Ακόμη και σε περίπτωση μη ορθής διαχείρισης των πόρων του, είτε λόγω μη ορθής διαχείρισης των πόρων του είτε για τυχαίο λόγο» το Δικαστήριο τονίζει ότι η Εθνική «πάντοτε στήριζε τη λειτουργία του ΛΕΠΕΤΕ» ενώ λίγο παρακάτω διαβάζουμε ότι το επιχείρημα πως «οι ενάγοντες ήδη λαμβάνουν σύνταξη» δεν μπορεί «πειστικά να αντληθεί».
Μάλιστα, το Δικαστήριο κρίνει την απόφαση της Τράπεζας «αδικαιολόγητη, καθώς από τη μία οδηγεί τους συνταξιούχους «σε πλήρη απορρύθμιση των οικογενειακών τους προϋπολογισμών» (καθώς αποτελεί περίπου το 40% της συνολική σύνταξης), ενώ ταυτόχρονα η Εθνική «έχει ήδη καταβάλει, κατά την περίοδο 2010-2015, πλείστα όσα οικονομικά κίνητρα για την αποχώρηση πρώην, υψηλόβαθμων κυρίως, στελεχών της, με αντίστοιχη επιβάρυνση του προϋπολογισμού της.
Μολονότι οι αποφάσεις αυτές αφορούν μόνο τους προσφεύγοντες και δεν είναι τελεσίδικες, εκφράζεται ήδη η αισιοδοξία ότι, σε συνδυασμό και με αυτές για ασφαλιστικά μέτρα, θα δημιουργήσουν δεδικασμένο για τις επόμενες που έρχονται.
Επίσημα, η νέα διοίκηση της Εθνικής δεν έχει τοποθετηθεί για τς κινήσεις της γύρω από το θέμα, με διαρροές να τονίζουν ότι πρόκειται να ασκήσει έφεση. Σύμφωνα με τον «Ελεύθερο Τύπο», που είχε αναφερθεί στη μία εκ των δύο αποφάσεων, «η διοίκηση της Εθνικής θα κάνει ό τι είναι δυνατό για να λυθεί το θέμα», δήλωσε από την πλευρά του ο νέος CEO της Τράπεζας Παύλος Μυλωνάς, προσθέτοντας ότι «θα χρειαστεί θάρρος»
Βέβαια, «θάρρος» για άλλα έξοδα πάντα υπάρχει. Για παράδειγμα, όπως κατήγγειλε πρόσφατα η Ανεξάρτητη Αριστερή Κίνηση Εργαζομένων Εθνικής Τράπεζας, «Πρόταση Προοπτικής», την ίδια ώρα που εκτελείται ένα «βίαιο σχέδιο διάλυσης των εργασιακών δικαιωμάτων», η Εθνική «μόνο το α΄ εξάμηνο του 2018, ανακοίνωσε ότι έδωσε πάνω από 3.3 εκ ευρώ για διαφημίσεις σε ΜΜΕ και καναλάρχες, ενώ πάνω από 4 εκ ευρώ διέθεσε για χορηγίες και δωρεές σε εκλεκτούς επιχειρηματίες και φυσικά πρόσωπα. Έτσι χτίζεται το δήθεν «κοινωνικό» προφίλ, έτσι πετυχαίνει να θάβονται όλες οι καταγγελίες μας σε όλα σχεδόν τα μέσα ενημέρωσης».
Τα ποσά αυτά επιβεβαιώνονται από τη σχετική ανακοίνωση, στην οποία η ΕΤΕ εκθέτει αναλυτικά τα ποσά που δαπάνησε σε ΜΜΕ (2,6 εκατ. αν αφαιρεθούν οι φόροι) και 3,8 εκατ. ευρώ για το «εταιρικό προφίλ». Το αποτέλεσμα της διαφήμισης το βλέπουμε καθημερινά, με σωρεία δελτίων Τύπου για την «ευαίσθητη Τράπεζα» και ελάχιστη ενημέρωση για υποθέσεις όπως του ΛΕΠΕΤΕ.