του Νίκου Βασιλόπουλου

Ξεκινώντας, θέλω να θέσω μια βασική αρχή. Είτε μιλάμε για το Γιώργο Λάνθιμο, είτε για τα γλυπτά του Μικελάντζελο, είτε για τις πυραμίδες των Φαραώ και τον Παρθενώνα, υπάρχει ένα ελάχιστο δυνατό επιχείρημα το οποίο νομιμοποιείται να μπαίνει στη συζήτηση χωρίς να χρειάζεται να δικαιολογηθεί κανείς γι’ αυτό κι εκεί να τελειώνει το ζήτημα. Το προσωπικό γούστο. Το «μου αρέσει» ή «δεν μου αρέσει» κάτι, πρέπει να γίνεται σεβαστό ως τέτοιο χωρίς να σημαίνει διάφορα πράγματα για τον φέροντα του συγκεκριμένου γούστου. Βέβαια για κάποιον λόγο η πανάρχαια σοφία «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα» ή «de gustibus et coloribus non est disputandum» των Λατίνων (περί ορέξεως και χρωμάτων δεν μπορεί να υπάρξει διαφωνία) πολύ συχνά φαίνεται να προσπερνιέται, γιατί το προσωπικό γούστο λειτουργεί συχνά ως δείκτης ευρύτερων κοινωνικών και πολιτισμικών συνυποδηλώσεων. Λειτουργεί δηλαδή ως προκατάληψη και μάλιστα με δυο μορφές. Η πρώτη είναι: είσαι μορφωμένος ή/και αριστερός ή/και προοδευτικός ή/και σινεφίλ; Πρέπει να, σου αρέσει ο Γκοντάρ, η μογγολική τζαζ, ο Παρατζάνοφ, οι Einstürzende Neubauten, με αυτή τη σειρά. Η πιο ύπουλη μορφή της προκατάληψης είναι η αντίστροφη: σου αρέσει ο Γκοντάρ, η μογγολική τζαζ, ο Παρατζάνοφ, οι Einstürzende Neubauten; Τότε συνεπάγεται πως είσαι μορφωμένος ή/και αριστερός ή/και προοδευτικός ή/και σινεφίλ. Γιατί οι κοινωνικές ιδιότητες πρέπει κάπως να αποδεικνύονται.
 
Περί κριτικής
 
Το τι σχέση έχει ο παραπάνω προβληματισμός με τη νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου θα αναλυθεί παρακάτω. Πρώτα θα μιλήσουμε για την ανάγκη κριτικής και για την ίδια την ταινία. Η κριτική των πολιτιστικών προϊόντων (σινεμά, βιβλία, θέατρο κλπ.) είναι μια δουλειά – τέχνη, που στις μέρες μας φαίνεται πρώτον περιττή και δεύτερον εύκολη να γίνει. Περιττή γιατί η κρίση των ΜΜΕ και η επέλαση των ιστότοπων ενημέρωσης που λειτουργούν με ένα διαρκές copy-paste, επιβάλλει άλλες προτεραιότητες και εύκολη να γίνει γιατί η πρόσβαση στο δημόσιο διάλογο πλέον είναι μεγαλύτερη. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση ένα μεγάλο κομμάτι των εγχώριων κριτικών κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό του, διεκπεραιώνοντας κριτικές παρά εξηγώντας το απλό: «τι μου άρεσε εμένα στο τάδε ή το δείνα έργο» και γιατί να το επιλέξει κανείς ανάμεσα στα άλλα. Με αυτή την έννοια, η σύγχρονη κριτική δεν «εκπαιδεύει» το κοινό από τη θέση του ιδανικού θεατή, αλλά από τη θέση του ιδανικού αναλυτή.
 
Περί Ευνοούμενης
 
Η ταινία καθαυτή είναι μια ταινία που φέρει όλες τις γνωστές τεχνικές κινηματογραφικές εμμονές του Γιώργου Λάνθιμου οι οποίες έχουν αναδειχθεί σε προηγούμενες ταινίες του και γενικά πάει ένα επίπεδο πιο πάνω το στυλιζάρισμα σε σχέση, λόγου χάρη, με το Θάνατο του Ιερού Ελαφιού ή τον Αστακό. Στα θετικά της ταινίας και η πολύ καλή «πρώτη ύλη», το σενάριο και οι πρωταγωνίστριες. Έτσι λοιπόν, ο θεατής που έχει δει άλλες ταινίες του θα αναγνωρίσει αμέσως την εμμονή στις έντονες αντιθέσεις φωτός-σκιας, στον υπερκορεσμό του γκρι και στον υπο-κορεσμό άλλων χρωμάτων όπως το μπλε. Θα ξεχωρίσει τη χρήση της μουσικής ως φέροντος στοιχείου της εξέλιξης αλλά όχι ως κεντρικού στοιχείου των σκηνών και το πιο «λανθιμικό» από όλα τα λανθιμικά στοιχεία: τον κάπως ιδιαίτερο τρόπο ομιλίας των χαρακτήρων που τονίζουν τη θέση τους στην πλοκή, αν και το χαρακτηριστικό αυτό εμφανίζεται αρκετά περιορισμένο σε σχέση με την (σχεδόν) ρομποτική ομιλία των χαρακτήρων στον Αστακό.
 
Με τα παραπάνω, θέλω να τονίσω ότι στην ηλικία του και στην εποχή του ο Γιώργος Λάνθιμος έχει καταφέρει κάτι σπάνιο. Να αναγνωρίζει κανείς ένα δικό του πλάνο ανάμεσα σε άλλα. Να βλέπει μια προσωπική τεχνοτροπία κι ένα στυλ. Αυτό είναι το πρώτο βήμα για την καταξίωση σε έναν τόσο απαιτητικό χώρο όπως το σινεμά, αλλά και γενικά στην Τέχνη. Αρκεί άραγε μόνο αυτό όμως; Το δεύτερο που μπορεί κανείς να αναγνωρίσει ακολουθώντας την πορεία του Λάνθιμου από τα βίντεο-κλιπ, στην Κινέττα, στον Κυνόδοντα ως την Ευνοούμενη, είναι ότι σταδιακά γνωρίζει όλο και καλύτερα το διεθνές φεστιβαλικό παιχνίδι και γίνεται και καλύτερος σε αυτό. Και εδώ έρχεται η πρώτη μου μεγάλη ένσταση.
 
Θεωρώ την Ευνοούμενη στροφή στο σινεμά του Λάνθιμου και μάλιστα αρνητική στροφή. Δεν πρόκειται για εξαγωγή του weird wave of Greek cinema σε διεθνές επίπεδο, ούτε για μια ταινία που ολοκληρώνει ένα πιθανό σύμπαν του Γιώργου Λάνθιμου. Η Ευνοούμενη είναι μια ταινία που φτιάχτηκε για τα διεθνή φεστιβάλ και αυτό ως πρόθεση δεν είναι απαραίτητα κακή, εξάλλου γιατί όχι Όσκαρ; Περιορίζει βέβαια τον ορίζοντα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και ως εκ τούτου αντικειμενικά το βάρος πέφτει στα επιμέρους στοιχεία της ταινίας που θα την προωθήσουν στο ειδικό κοινό των κριτών των φεστιβάλ, παρά στο τελικό αποτέλεσμα που αφήνει στους θεατές.
 
Η Ευνοούμενη είναι μια ταινία που διαρκώς τρέχει να κρύψει τις ατέλειές της. Δεν είναι μια ιστορική ταινία, ενώ είναι ταινία εποχής. Δεν καταπιάνεται με την ιστορία με τον τρόπο που το έκανε λόγου χάρη το Darkest Hour πέρσι, δηλαδή αναπαριστώντας ένα συγκεκριμένο και ιστορικό επεισόδιο, έστω και για αρκετά προπαγανδιστικούς σκοπούς. Προσπαθώντας να βρω μια αναλογία στο ερώτημα «γιατί μια ταινία εποχής για τη Βασίλισσα Άννα της Μεγάλης Βρετανίας;» επιλέγω να δω την χρήση της ιστορίας στην Ευνοούμενη με τον τρόπο που απέδωσε την μάχη της Δουνκέρκης ο Κρίστοφερ Νόλαν στο αριστουργηματικό Dunkirk το 2017. Είναι προφανές από το υλικό του σεναρίου ότι ο Λάνθιμος δεν θέλει (και δεν χρειάζεται να είμαστε ειλικρινείς) να εμβαθύνει στο συγκεκριμένο κομμάτι της ιστορίας που αναπαριστά. Θέλει να βγάλει κάτι μέσα από τη συγκεκριμένη εποχή και ιστορία της Βασίλισσας Άννας, της Άμπιγκεηλ και της Σάρα, Δούκισσας του Μάρλμπορο⸱ να αναδείξει μια μεγαλύτερη αλήθεια.
 
Κάπου εκεί βρίσκεται και η μεγάλη αστοχία της ταινίας. Στην προσπάθεια που κάνει ο ίδιος, κυρίως μέσω των τεχνικών κινηματογράφησης, να εξάγει μια μεγάλη αλήθεια που ξεπερνά την εποχή της ταινίας. Κάτι τέτοιο για να γίνει χρειάζεται ή ένα σκηνικό που να είναι κυρίαρχο σημείο της ταινίας, όπως στην περίπτωση της παραλίας της Δουνκέρκης στην ταινία του Νόλαν ή χρειάζεται μια άλλη σύμβαση την οποία θεωρώ ότι ο Γιώργος Λάνθιμος δεν είναι ακόμα έτοιμος να κάνει: να χρησιμοποιήσει το εκτόπισμα τεχνικής που φέρουν οι ηθοποιοί του ακόμα και «εις βάρος» (σε πολλά εισαγωγικά) των τέλειων πλάνων του. Όπως έχει πει κι ο ίδιος πριν μερικά χρόνια, δεν τον «ενδιαφέρουν τα τεχνητά εργαλεία των ηθοποιών» που σε αυτόν «δείχνουν εντελώς εμφανή», ενώ προτιμά «μια γενικότερη συμπεριφορά. Μια άμεση και απλή έκθεση». Στην Ευνοούμενη βλέπουμε το αποτέλεσμα αυτής της «σύγκρουσης» ανάμεσα στο να εστιάζει ο ίδιος στο στυλιζάρισμα των πλάνων του και οι ηθοποιοί του να αποδίδουν τα μέγιστα εντός των πλάνων αυτών. Το παιχνίδι της εικόνας ανάμεσα στα κάδρα και την ομορφιά του περιβάλλοντος χώρου στα δωμάτια του παλατιού και στο διαρκώς παραμορφωμένο από εκφράσεις πρόσωπο της Ολίβια Κόλμαν, συχνά χάνεται και τον θεατή τον κερδίζει στο τέλος πάντα το παίξιμο. Όπως και τους κριτικούς.
 
Τούτων δοθέντων, θεωρώ υπερβολή την τόσο διαρκή χρήση του ευρυγώνιου φακού, η οποία αποδίδει μεν όλο αυτό το κλειστοφοβικό περιβάλλον του παλατιού και των μηχανορραφιών που εξελίσσονται εντός του αλλά οξύνει δε την επιλογή του ύψους της κάμερας να βρίσκεται κοντρ πλονζέ (δηλαδή να κοιτάζει από κάτω προς τα επάνω) σε πάρα πολλές στιγμές. Κι εδώ πάλι δεν μπορώ να αποφύγω τη σύγκριση με τη Δουνκέρκη του Νόλαν. Ο τελευταίος πήρε ένα μπάτζετ κοντά στα 150 εκατομμύρια δολάρια και κυριολεκτικά κόντεψε να βουλιάξει ένα κανονικό Spitfire με ΙΜΑΧ κάμερες στην παραλία της Δουνκέρκης για να πετύχει τη σκηνή που ήθελε αποδίδοντας την ένταση της μάχης και την αγωνία. Αναλογικά, τα 15 εκατομμύρια δολάρια μπάτζετ της Ευνοούμενης, τα οποία είναι πάνω από τα διπλά σε σχέση με την προηγούμενη ταινία του Λάνθιμου τον Θάνατο του Ιερού Ελαφιού και μοιάζουν δυσθεώρητα μπροστά στις 250.000 ευρώ του Κυνόδοντα, θα έπρεπε να προσδώσουν μεγαλύτερη δημιουργική ελευθερία κι όμως τελικά φαίνεται να έδρασαν περιοριστικά για το αισθητικό αποτέλεσμα.
 
Γυναίκες, εξουσία και ηδονή
 
Το μεγάλο ερώτημα προφανώς είναι «για τί μας μιλάει η Ευνοούμενη;». Για αρχή πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η ερμηνεία είναι η δουλειά του θεατή και το υλικό είναι η δουλειά του κινηματογραφιστή. Μεταξύ των δύο, αν υπάρχει κάποιο νόημα, αυτό μένει να μας το πει ο ίδιος ο κινηματογραφιστής. Μια πρώτη ανάγνωση, η οποία έχει ήδη γραφτεί πολλές φορές, είναι ότι η Ευνοούμενη θέλει να μιλήσει για το απάνθρωπο πρόσωπο της εξουσίας το οποίο δεν βρίσκεται κάθε φορά μόνο στον άνθρωπο που φορά το βασιλικό στέμμα. Η εξουσία και η διαφθορά, οι άνθρωποι και η παρακμή του περιβάλλοντος γύρω από την εξουσία είναι μοτίβα που εμφανίζονται συχνά σε τέτοιες ταινίες εποχής και η Ευνοούμενη ακολουθεί, ως ένα βαθμό, αυτή την παράδοση. Στην Αγγλία, όπου υπάρχει σημαντικό ενδιαφέρον λόγω θέματος για την ταινία, οι κριτικοί την εντάσσουν στο δράμα και τη συγκρίνουν με ταινίες όπως Το συμβόλαιο του σχεδιαστή (The Draughtsman's Contract) του Πήτερ Γκρήναγουεη. Δηλαδή ένα δράμα γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις. Σε αυτή την ανάγνωση συμβάλει το έντονο τρίγωνο μεταξύ της Βασίλισσας Άννας (Ολίβια Κόλμαν), της Σάρα (Ρέητσελ Βάις) και της Άμπιγκεηλ (Έμμα Στόουν) και η διαρκής εξουσιαστική διαπάλη η οποία ξεδιπλώνεται σε όλη την ταινία, η οποία θυμίζει άλλες, κλασικές ταινίες που εκτυλίσσονται τέτοια τρίγωνα, όπως το Jules et Jim του Φρανσουά Τρυφώ, χωρίς όμως την αντίστοιχη συναισθηματική ένταση. Αυτή είναι και η τελική αστοχία στη σύγκρουση που περιέγραψα νωρίτερα. Ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια μας σπουδαίες ερμηνείες που η σκηνοθετική ματιά δεν τις αφήνει να γίνουν πραγματικά τριδιάστατες και με βάθος, αλλά καταλήγουν παραμορφωτικές, όπως ακριβώς καταλήγουν παραμορφωτικά τα πλάνα με τη χρήση του ευρυγώνιου φακού.
 
Τελικά, η δεύτερη ισχυρή αδυναμία της ταινίας είναι ότι δεν εκμεταλλεύεται το σενάριό της στο έπακρο. Διερωτώμενος γύρω από αυτό έπεσα πάνω σε μια συνέντευξη των σεναριογράφων Deborah Davis και Tony McNamara, όπου λένε το εξής αποκαλυπτικό. Η Davis έγραψε το σενάριο πριν 20 χρόνια, με αφορμή από ένα μάθημα ιστορίας σε σχέση με τη Βασίλισσα Άννα. Μέσα από διάφορα στάδια γραψίματος του σεναρίου από την Davis, ο Λάνθιμος αναθέτει στον Tony MacNamara «να το ανασχεδιάζει, για να δημιουργήσει μια πολύ περίπλοκη ιστορία, αλλά να την κάνει να μοιάζει φρέσκια και σύγχρονη ταυτόχρονα». Αυτή η λεπτομέρεια στην εξέλιξη του σεναρίου εξηγεί από τη μία το έντονο γυναικείο βλέμμα που μπορεί κανείς να εντοπίσει σε μια σειρά περιπτώσεων και τελικά την ανδρική κυρίαρχη ματιά που επισφραγίζει το αποτέλεσμα. Ως παράδειγμα τέτοιας σύνθεσης είναι ο διάλογος Άννας και Σάρα στην παρακάτω σκηνή:
 

ΑΝΝΕ: I am ready for the Russian ambassador.
SARAH Who did your make up?
ANNΕ: We went for something dramatic. Do you like it?
SARAΗ: You look like a badger.
ANNE: Oh. [Her eyes start to tear.]
SARAH: You’re going to cry? Really? [She stops her. They look in a mirror.]
SARAH (CONT’D): What do you think you look like?
ANNE (sadly): A badger. [Sarah smiles ruefully.]
SARAH: And do you really think you can meet the Russian delegation looking like that? [She shakes her head.]
SARAH (CONT’D): I will manage it. Go back to your rooms. [She nods sadly.]

 
Η κουβέντα για το μακιγιάρισμα θα έλεγε κανείς ότι είναι μια τυπική γυναικεία κουβέντα, με τον τρόπο που έχουν οι γυναίκες να μιλούν γι’ αυτά τα θέματα. Στην πραγματικότητα, αυτή η στοργή που δείχνει η Σάρα δεν είναι μια στοργή που εμπεριέχεται σε ένα φεμινιστικό sisterhood, αλλά μια ανδρική προσέγγιση της τρυφερότητας και της προστασίας μέσω της απόκρυψης και του τυπικού «θα φροντίσω εγώ γι’ αυτό». Συμπερασματικά, θα είχε ενδιαφέρον να δει κανείς τη γυναικεία γραφή για τη γυναικεία εξουσία, όπως θα είχε ενδιαφέρον να το δει κανείς όλο αυτό υπό το βλέμμα μιας γυναίκας σκηνοθέτριας. Εδώ όμως έχουμε μια κανονική αναπαράσταση της πραγματικής ζωής. Το γυναικείο σύμπαν δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα σύμπαν στο οποίο οι εξουσιαστικές συμπεριφορές είναι συμπεριφορές ανδρών, ακόμα κι αν οι τελευταίοι παρουσιάζονται ως καρικατούρες ή ανίκανοι κι οριακά ηλίθιοι. Ή να το πω αλλιώς. Νομίζω πως μια γυναίκα σκηνοθέτρια και μια γυναίκα σεναριογράφος δεν θα παρουσίαζαν τόσο χαζούς τους άνδρες δευτερεύοντες χαρακτήρες, καθώς αυτό αντανακλά μια αντρική φοβία περισσότερο που βγαίνει μπροστά λόγω πατριαρχικών προνομίων παρά μια πραγματική πρόσληψη της πραγματικότητας.
 
Παρόλα αυτά, ένα θετικό του σεναρίου και της απόδοσής του είναι ότι ο γυναικείος έρωτας δεν παρουσιάζεται εντελώς υπό την αντρική σκοπιά⸱ κάτι το οποίο θα ξενίσει υποθέτω όσους άνδρες έχουν καλλιεργηθεί με το γνωστό λεσβιακό πρότυπο των πορνό. Όμως στο τέλος της προβολής της, η Ευνοούμενη είναι μια γυναικεία ταινία για τη γυναικεία όψη της εξουσίας όσο ήταν λεσβιακή ταινία το Η ζωή της Αντέλ (2013) του Αμπντελατίφ Κεσίς, δηλαδή καθόλου.
 
Από την αίσθηση στην αισθητικοποίηση του «εθνικού σκηνοθέτη»
 
Τελικά η Ευνοούμενη είναι μια καλή ταινία για τα Όσκαρ σήμερα, αλλά μέτρια ταινία για το σινεμά γενικά. Καταλήγοντας προσωπικά στο ερώτημα που έθεσα στην αρχή, «γιατί μια ταινία εποχής για τη Βασίλισσα Άννα της Μεγάλης Βρετανίας;» κλίνω περισσότερο προς την απάντηση: γιατί απευθύνεται προς το γυναικείο mainstream κοινό αλλά και στη βιομηχανία του θεάματος, στην ενοχή που υπάρχει στο διεθνές σινεμά σε σχέση με το κίνημα #meetoo και όλη τη συζήτηση γύρω από το θέμα της γυναικείας καταπίεσης με όρους που σήμερα καθίστανται εμπόρευμα.
 
Προσωπικά δεν βρήκα εκεί κάτι απ’ το λανθιμικό σύμπαν των Κυνόδοντα, Αστακού, Θάνατος του Ιερού Ελαφιού. Μάλιστα, θεωρώ ότι οι πιο γνωστές ταινίες του Λάνθιμου είναι και οι χειρότερές του, καθώς όσο ανεβαίνει το μπάτζετ ανεβαίνει και η εμμονή στο στυλιζάρισμα ενώ μειώνεται το περιεχόμενο⸱ εξ ου και θεωρώ ότι στη μέχρι τώρα καριέρα του η χρυσή τομή βρίσκεται στις Άλπεις (2011). Από την άλλη, όποιος ψάχνει για μια συνέχεια αυτού του λανθιμικού σύμπαντος θα του συνιστούσα να δει τον Οίκτο του Μπάμπη Μακρίδη, το σενάριο του οποίου υπογράφει ο Ευθύμης Φιλίππου. Τελικά, θαρρώ ότι η Ευνοούμενη είναι αυτό που είναι οι σύγχρονες οσκαρικές ταινίες⸱ ένα ευχάριστο δίωρο προϊόν το οποίο βγαίνει σε πολλές εκδοχές για όλα τα γούστα που όμως η ημερομηνία λήξης του είναι η επομένη της τελετής με τα χρυσά αγαλματάκια. Αυτό το εφήμερο νομίζω πως σκοτώνει πολλές καλές ιδέες και πολλές δυνατότητες και γενικά αλλά και στη συγκεκριμένη ταινία.
 
Παράλληλα, η Ευνοούμενη είναι μια ταινία άτυχη γιατί δεν της επιτρέπεται να είναι μέτρια, αν και είναι, εφόσον έχει εξόφθαλμα σημαντικά κενά και τελικά αποδεικνύεται ότι το είδος ταινίας εποχής δεν ταιριάζει στον Γιώργο Λάνθιμο. Σε αυτό το θέμα δεν συμβάλλει βέβαια ο Γιώργος Λάνθιμος, αλλά η ελληνική πραγματικότητα που ψάχνει κάμποσα χρόνια τώρα να εξάγει έναν νέο «εθνικό σκηνοθέτη», έναν νέο Αγγελόπουλο, που όμως δεν θα έχει τα «κουσούρια» του εκλιπόντος αλλά θα είναι και auteur και για το μαζικό κοινό, κάτι σαν τον Έλληνα Όλιβερ Στόουν της εποχής μας. Επίσης δεν επιτρέπεται, για τους λόγους που αναφέρθηκαν νωρίτερα και αφορούν τα μεγάλα φεστιβάλ, μια ταινία να είναι μέτρια γιατί αλλιώς πώς μπορεί να έχει θέση σε αυτά;
 
Τα παραπάνω εξηγούν εν μέρει και το hype γύρω από την ταινία στα μεγάλα κινηματογραφικά sites και ΜΜΕ, έναν μίνι παροξυσμό που δεν ανταποκρίνεται τόσο πολύ στην αντίστοιχη πορεία της ταινίας στα σινεμά, όπως δεν συμβαίνει πχ. στην αντίστοιχου μεγέθους μπάτζετ ταινίας BlacKkKlansman, του Spike Lee με την οποία η Ευνοούμενη βρίσκεται συνυποψήφια για Όσκαρ καλύτερης ταινίας και η οποία έχει κάνει και περισσότερα έσοδα και δεν συνοδεύεται από κάποιον αντίστοιχο παροξυσμό, θεωρώ όμως ότι βρίσκονται σε παρόμοιο καλλιτεχνικό επίπεδο. Το οποίο δεν το λες και λίγο πράγμα, υποθέτω.
 
Αυτό με το οποίο σίγουρα είμαστε αντιμέτωποι στην ελληνική πραγματικότητα είναι ότι δεν μπορούν να γραφτούν με ευκολία οι εξής λέξεις Η Ευνοούμενη είναι μια μέτρια ταινία  χωρίς αυτός που τις εκφέρει να αντιμετωπιστεί ως περίπου προδότης, αρνητής της σύγχρονης κινηματογραφικής τέχνης, άσχετος και πλείστα όσα κοσμητικά. Το ερώτημα δεν ξαναγυρίζει στο ελληνικό σινεμά ή τις παθογένειές του αλλά στην ανάγκη νέων «εθνικών επιτυχιών» σε κάθε τομέα κι η οποία είναι η γενεσιουργός αιτία του προβλήματος. Το καλό για τον Γιώργο Λάνθιμο και την Ευνοούμενή του είναι ότι δεν αποτελούν με κανέναν τρόπο ένα τέτοιο «εθνικό προϊόν» καθώς δεν έχουν τίποτα ελληνικό, πέρα από το όνομα του σκηνοθέτη και του μοντέρ. Το κακό είναι ότι αυτό δεν έχει καμία σημασία για την εγχώρια πραγματικότητα, που δεν διστάζει να πολιτογραφήσει εθνικό οτιδήποτε τη βολεύει για να επιτείνει την αίσθηση του ελληνικού μεγαλείου, ακόμα κι αν οι ίδιοι άνθρωποι που σήμερα κατακλύζουν τα σινεμά και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χειροκροτώντας την Ευνοούμενη και επιτιθέμενοι στην αντίθετη άποψη, (ότ)αν είδαν τον Κυνόδοντα έβγαιναν αλλόφρονες κραυγάζοντας για ανώμαλους, διεστραμμένους σκηνοθέτες, θολοκουλτουριάρηδες και τα συναφή και αυτή η κριτική δεν αφορά μόνο τους δεξιούς συμπολίτες μας. Κλίνοντας, μια επιτυχία της Ευνοούμενης στα Όσκαρ θα πρέπει να αναδείξει την υπεράσπιση ακόμα και σε «ευνοούμενους» του κοινού (ή της εκάστοτε μόδας ή του εκάστοτε συστήματος) να κάνουν μέτριες ταινίες και να βραβεύονται γι’ αυτές αν εφόσον κάποιοι άλλοι τις κρίνουν ως σπουδαίες και να μη σημαίνει και τίποτα περισσότερο για την αξία των ίδιων, μέχρι την επόμενη ταινία τους⸱ επίσης πρέπει να σημάνει κάτι και για την ελευθερία κριτικής και τον χώρο που αφήνεται στον λόγο που κρίνει την εκάστοτε μόδα και πολιτιστικό hype ως τέτοιο, να υπάρχει χωρίς να δαιμονοποιείται.