Του Δημήτρη Σούλτα
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες είναι βέβαιο ότι θα αλλάξουν την Ευρώπη, αλλά είναι πολύ αμφίβολο ότι θα την αλλάξουν προς το καλύτερο. Ήδη ο φόβος είναι το ισχυρότερο συναίσθημα και ο φόβος- αν και απολύτως δικαιολογημένος- δεν είναι ο καλύτερος σύμβουλος. Στις κοινωνίες συμβαίνει συχνά αυτό που συμβαίνει και στους ανθρώπους ως μεμονωμένα άτομα. Τους είναι πιο εύκολo να κοιτάξουν έναν εξωτερικό εχθρό, παρά να κοιτάξουν μέσα τους. Και η Ευρώπη πρέπει να αναρωτηθεί πρώτ’ απ΄όλα γιατί αυτοί που συμμετείχαν στις επιθέσεις ήταν μέλη της κοινωνίας, «παιδιά που πήγαν στα δικά της σχολεία», όπως είπε και ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ. Να αναρωτηθεί γιατί μετά από δεκαετίες παρανομής μιας οικογένειας στην Ευρώπη, με τα παιδιά της να γεννιούνται εκεί, να σπουδάζουν εκεί, να ακολοθούν τον τρόπο ζωής της, ξαφνικά αποφασίζουν να στρέψουν το όπλο προς την ίδια την κοινωνία στην οποία μεγάλωσαν. Εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν. Κυρίως όμως δεν υπάρχουν εύκολα ερωτήματα και είναι αμφίβολο αν η Ευρώπη, οι ηγέτες και οι λαοί της, θα τα κάνουν.
Αυτή τη στιγμή τα δύο ρεύματα που αποκτούν οπαδούς και ριζοσπαστικοποιούνται στην Ευρώπη είναι οι οπαδοί των τζιχανιστών και η ακροδεξιά. Είναι δύο πόλοι ουσιαστικά αλληλοτροφοδοτούμενοι. Η ισχυροποίηση του ενός σημαίνει και ισχυροποίηση του άλλου. Τους πρώτους τους θεωρεί η Ευρώπη εχθρούς, τους δεύτερους, αν στη ρητορική της τους θεωρεί εχθρούς, στην ουσία υιοθετεί ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος της ατζέντας τους. Κι αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα. Να υιοθετηθεί ως «λύση» ένας ιερός πόλεμος ενάντια σε έναν ιερό πόλεμο. Αυτή η «λύση» θα είναι ο ορισμός του αδιεξόδου. Άλλωστε έχουμε πλέον και το παράδειγμα των ΗΠΑ, που εδώ και 15 χρόνια βρίσκονται- με την συνδρομή των ευρωπαίων συμμάχων- σε έναν συνεχή πόλεμο με πολλά μέτωπα και το τελικό αποτέλεσμα ήταν να πολλαπλασιάσουν τα αδιέξοδα. Ας ελπίσουμε ότι οι αμερικάνοι ψηφοφόροι τουλάχιστον δεν θα εκλέξουν τον ακροδεξιό κλόουν Ντόναλντ Τραμπλ, με ανυπολόγιστο κόστος για όλο τον πλανήτη.
Και οι ευρωπαίοι πολίτες; Ποια είναι η στάση των πολιτών της Ευρώπης σ’ αυτό που σήμερα συμβαίνει στο σπίτι τους και εδώ και πάρα πολλά χρόνια συμβαίνει «κάπου μακριά»; Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, αυτό που έχουμε μάθει να αποκαλούμε «μέσος Ευρωπαίος» κατά κανόνα αδιαφορεί για οποιονδήποτε θάνατο συμβαίνει έστω λίγα μέτρα έξω από την πόρτα του. Στην καλύτερη περίπτωση ενδιαφέρεται, κάνοντας έναν ενοχικό απολογισμό για το «ρόλο της Δύσης» και επιστρέφει στην καθημερινότητά της. Γιατί αυτή η καθημερινότητα είναι το ιερό δισκοπότηρο της Ε.Ε., που δεν πρέπει να διαταράσσεται. Και διαταράσσεται γιατί ακριβώς αυτή η καθημερινότητα δείχνει να αγνοεί πώς μεγαλώνουν και σε τι είναι ευάλωτα τα ίδια της τα μέλη.
Το προσφυγικό κύμα έδωσε σαφή δείγματα για την ευρωπαϊκή οπτική. Η εικόνα της Ειδομένης, το γεγονός ότι η Ευρώπη προτιμά να εχθρεύεται ανθρώπους που έρχονται από έναν πόλεμο, την ίδια στιγμή που αυτοί που την πλήττουν είναι δικά της τέκνα, μέλη των δικών της κοινωνιών, δεν θα δώσουν απάντηση στο πρόβλημα. Θα το εντείνουν, θα στείλουν και άλλους νέους της στις τάξεις των φανατικών.
Ας κάνουμε μια απλή σκέψη. Ποιο είναι αυτό που αποτρέπει οποιαδήποτε πιθανότητα οι πρόσφυγες και οι μετανάστες ή τα παιδιά τους να ασπαστούν στο μέλλον τα κηρύγματα των φανατικών; Αυτοί που θεωρούν τους πρόσφυγες απειλή, τους υποδέχονται με γουρουνοκεφαλές και τους αποδοκιμάζουν ή οι απλοί άνθρωποι που τους υποδέχονται σαν συγγενείς τους, σαν ανθρώπους που έχουν δικαίωμα να ζήσουν μια ζωή χωρίς φόβο; Οι απλοί άνθρωποι, οι νησιώτες ή οι κάτοικοι των χωριών που άνοιξαν τα σπίτια τους στους πρόσφυγες, που έφαγαν μαζί, που αγκαλιάστηκαν και μερικές φορές έκλαψαν και μαζί είναι απίθανο να γίνουν εχθροί. Είναι πλέον κάτι σαν συγγενείς, ο ένας θα παραμείνει για τον άλλον μια μόνιμη αναφορά. Αυτό διασφαλίζει την συνοχή σε μία κοινωνία και όχι τα εντός της χαρακώματα, με φυλετικές ή θρησκευτικές αναφορές.
Όλη αυτή η συλλογιστική, όλα αυτά τα ερωτήματα είναι προφανές ότι δεν δίνουν κανένα άλλοθι στους τζιχαντιστές. Όταν κάποιος θερίζει ανθρώπινες ζωές σε δημόσιο χώρο, ακόμα και σε παιδικές χαρές, δεν έχει κανένα άλλοθι. Είναι χασάπης, απ’ όποια οπτική και αν το δει κανείς. Το μέγα ερώτημα είναι ποια θα είναι αυτή η πολιτική που δεν θα του στέλνει οπαδούς και πελάτες. Γιατί ο φανατισμός δεν φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνεις. Ο φανατισμός φυτρώνει ακριβώς εκεί που του δίνεις χώρο για να σπείρει.