«Στην Ισπανία, τουλάχιστον 65 Καταλανοί αυτονομιστές πολιτικοί έχουν γίνει στόχοι κατασκοπευτικού λογισμικού» σημειώνει το δημοσίευμα και συμπληρώνει πως «στην Ελλάδα, ξέσπασε σκάνδαλο όταν η κυβέρνηση παραδέχτηκε ότι είχε παρακολουθήσει το τηλέφωνο ενός ηγέτη της αντιπολίτευσης. Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις στην Πολωνία και την Ουγγαρία όπου το κατασκοπευτικό λογισμικό χρησιμοποιήθηκε εναντίον ακτιβιστών και δημοσιογράφων».

«Όταν υπόκειται στις κατάλληλες προϋποθέσεις και διασφαλίσεις, η χρήση λογισμικού παρακολούθησης από τις αρχές εθνικής ασφάλειας ή επιβολής του νόμου μπορεί να χρησιμεύσει για την προστασία σημαντικών στόχων γενικού δημόσιου συμφέροντος σε μια δημοκρατική κοινωνία», σημειώνεται, ξεκαθαρίζοντας ωστόσο πως «η ακατάλληλη χρήση του μπορεί να υπονομεύσει ή ακόμη και να καταστρέψει την εύρυθμη λειτουργία των δημοκρατικών διαδικασιών υπό τον μανδύα της υπεράσπισής τους… το παρεμβατικό λογισμικό παρακολούθησης οδηγεί σε σοβαρή παρέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα και, ως εκ τούτου, πρέπει να ελέγχεται αυστηρά». «Το γεγονός και μόνο ότι διακυβεύεται η εθνική ασφάλεια δεν καθιστά το δίκαιο της ΕΕ ανεφάρμοστο» τονίζει το έγγραφο.

«Αναμφισβήτητα, ένα από τα σημαντικότερα δικαιώματα των ατόμων είναι το δικαίωμα να ενημερώνονται ότι υπόκεινται στη χρήση λογισμικού παρακολούθησης μόλις παρέλθει η απειλή που προκάλεσε τη χρήση του», αναφέρεται, επίσης. «Το πεδίο εφαρμογής των απαιτήσεων σχετικά με τη διατήρηση της εθνικής ασφάλειας δεν μπορεί να καθορίζεται μονομερώς από κάθε κράτος μέλος, χωρίς κανέναν έλεγχο από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ», καταλήγει.