Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η επιδοτούμενη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών έχει φτάσει σχεδόν στα 45 δισ. ευρώ, ενώ οι καταθέσεις από το ξέσπασμα της πανδημίας έχουν αυξηθεί κατά τουλάχιστον 14 δισ. ευρώ. Ωστόσο, παρά τα παραπάνω, οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τις χειρότερες συνθήκες δανεισμού στην ευρωζώνη, καθώς τουλάχιστον το 22% των αιτήσεων για δανεισμό πέφτουν στο κενό, την ώρα που οι συνάδελφοί τους από τις υπόλοιπες χώρες του ευρώ απορρίπτονται μόλις κατά 8%.
Ακόμα, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα που δηλώνουν πως έχουν ανάγκη περισσότερα δάνεια φτάνουν το 33% κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2020, με το ποσοστό του πρώτου εξαμήνου να εκτοξεύεται ακόμα και στο 38%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης φτάνει μόλις το 12%. Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, το ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων είναι το μεγαλύτερο στην ΕΕ, ενώ ακολουθούν οι πορτογαλικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με ποσοστό του 27%. Κατά τα ίδια στοιχεία, τα ιδια ποσοστά περίπου ισχύουν για τις γραμμές δανεισμού όπου το 21% των ελληνικών ΜμΕ θα ήθελε πιο διευρυμένες γραμμές, έναντι 10% που είναι ο μέσος όρος στην Ένωση.
Από τα στοιχεία της ΕΚΤ προκύπτει πως η ελληνική οικονομία υπολείπεται και στο πεδίο της διαφοράς μεταξύ ζήτησης για νέα δάνεια και προσφοράς τους από τις τράπεζες, με το σχετικό ποσοστό να φτάνει το 14%, ενώ σε επίπεδο ΕΕ ο μέσος όρος είναι στο 4%.
Κόλαφος για την υποστήριξη της αγοράς είναι και τα στοιχεία της ίδιας έρευνας για τις κρατικές ενισχύσεις κατά την περίοδο της πανδημίας, καθώς όπως αναφέρεται, οι μισές (50%) ανέφεραν πως έλαβαν κρατική στήριξη με στόχο τη μισθολογική δαπάνη, μία στις τέσσερις επωφελήθηκε από τις φορολογικές ελαφρύνσεις και απαλλαγές, ενώ το 32% ανέφερε πως έλαβε άλλου τύπου κρατικής στήριξης.
Υπενθυμίζεται πως μόλις στα τέλη Μαΐου, ο επικεφαλής της ΓΣΕΒΕΕ αναφερόταν στον κίνδυνο λουκέτου για το 40% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων το προσεχές διάστημα, μετρώντας σε απόλυτους αριθμούς τουλάχιστον 200.000 επιχειρήσεις που κινδυνεύουν με κλείσιμο.
«Η κυβέρνηση υιοθετεί ξανά την αποτυχημένη συνταγή των trickle down economics» ανέφερε με αφορμή και τα στοιχεία της παραπάνω έκθεσης η βουλεύτρια του ΣΥΡΙΖΑ, Έφη Αχτσιόγλου μιλώντας στο «Regional Growth Conference», υπογραμμίζοντας πως «στο σήμερα δεν αντιμετωπίζει τις πληγές της κρίσης, ενώ έχει ήδη προδιαγράψει μια ανάκαμψη από την οποία αποκλείεται η μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας».
«Σήμερα, 4 στις 10 μικρομεσαίες επιχειρήσεις κινδυνεύουν να κλείσουν, 8 στους 10 Έλληνες έχουν ήδη βιώσει ή αναμένουν χειροτέρευση της οικονομικής τους κατάστασης σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο, 1 στις 2 μικρές επιχειρήσεις δεν έχουν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα για τον επόμενο μήνα και αντιμετωπίζουν σοβαρότατο πρόβλημα χρεών» υπογράμμισε ακόμα η πρώην υπουργός Εργασίας, προσθέτοντας ακόμα πως «μετά από τόσο βαθιά ύφεση είναι αναμενόμενο να υπάρξουν θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης, αυτό δεν είναι κατόρθωμα της κυβέρνησης. Όμως το σχέδιο της ΝΔ έχει ήδη κάνει τον διαμερισμό των ωφελειών και των ζημιών». Ακολούθως αναφέρθηκε σε τρεις «κεντρικές επιλογές της κυβέρνησης»:
- ο πτωχευτικός κώδικας, ένας μηχανισμός γενικευμένων οριζόντιων πτωχεύσεων νοικοκυριών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ρευστοποίησης περιουσιών.
- η πολιτική της στην αγορά εργασίας, η οποία θα επιδεινωθεί με το νομοσχέδιο Χατζηδάκη, με ευθεία μείωση μισθών, ακραία ελαστικοποίηση και συνολική υποτίμηση της εργασίας.
- το σχέδιο που κατέθεσε για το Ταμείο Ανάκαμψης δεν είναι συμπεριληπτικό και αποκλείει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις από τη χρηματοδότηση».