Για τον πρώτο εμβολιασμένο που νοσηλεύεται σε ΜΕΘ μίλησαν ο διευθυντής ΜΕΘ του νοσοκομείου Παπανικολάου της Θεσσαλονίκης, Νίκος Καπραβέλος και ο Πρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, καθησυχάζοντας πως είναι η «εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα».

Σε εκπομπή στο OPEN, ο Ν. Καπραβέλος, σημείωσε πως δεν είναι κάτι ανησυχητικό, όσον αφορά τους εμβολιασμένους, γιατί ένα πολύ μικρό ποσοστό ανθρώπων που έχουν εμβολιαστεί θα νοσήσει. Ο διευθυντής της ΜΕΘ, τόνισε πως είναι η «εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα» και πως τα εμβόλια προστατεύουν τους 9 στους 10. Η νόσηση των πλήρως εμβολιασμένων που βρίσκονται στις μονάδες του νοσοκομείου, προβληματίζει τους ειδικούς, μόνο όσον αφορά το πλαίσιο της επιτάχυνσης του εμβολιασμού, κατά τον Ν. Καπραβέλο, ο οποίος τάχθηκε υπέρ του εμβολιασμού των παιδιών από 12 ετών και άνω. Παράλληλα, υποράμμισε πως τα μέτρα ατομικής προστασίας και η αποφυγή συνωστισμού είναι κρίσιμα και για τους εμβολιασμένους σε αυτή τη φάση του τέταρτου κύματος.

Και ο Α. Εξαδάκτυλος κινήθηκε στο ίδιο πλαίσιο, όσον αφορά την προστασία του εμβολίου. Τα εμβόλια δημιουργούν άμυνα στο 88% από όσους έχουν εμβολιαστεί, ανέφερε, και συνέχισε: «Από τα 5 εκατομμύρια πλήρως εμβολιασμένων, το 1/10 έχει πιθανότητα να κάνει πυρετό και ένα πολύ μικρότερο ποσοστό έχει πιθανότητα να βρεθεί στα χέρια του κ. Καπραβέλου. Στο 25% των ανεμβολίαστων άνω των 50 ετών και οι οποίοι κάποια στιγμή θα συναντηθούν με τον ιό, το ποσοστό δεν θα είναι 10%, θα είναι πολύ μεγαλύτερο». Σημείωσε, επίσης, χαρακτηριστικά, πως το ποσοστό που θα βρεθεί στην εντατική «δε θα είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας» και κατέληξε πως είναι «λάθος το συμπέρασμα το θα αρρωστήσω έτσι κι αλλιώς άρα ας μην εμβολιαστώ».

Για την αύξηση των κρουσμάτων στην επικράτεια μίλησαν ο καθηγητής Αναλυτικής Χημείας του ΕΚΠΑ, Νίκος Θωμαΐδης και ο παιδίατρος Σπύρος Μαζάνης στην τηλεόραση του ΣΚΑΙ.

Μικτή εικόνα διασποράς του ιού παρατηρείται στην επικράτεια, ανέφερε ο Ν. Θωμαΐδης, και αυτό ερμηνεύεται από το γεγονός πως ο κόσμος ταξιδέυει από τα αστικά κέντρα στην επαρχία. Πιο συγκεκριμένα, από την ανάλυση των λυμάτων, προκύπτει πως: «Υπάρχουν περιοχές, οι οποίες έχουν μια σταθεροποιητική τάση στην αύξηση του ιικού φορτίου, όπως η Αττική και η Θεσσαλονίκη και η Λάρισα, που σημαίνει ότι η διασπορά είναι σταθερή στην κοινότητα, αλλά και περιοχές, στις οποίες έχουμε μια σημαντική αύξηση. Μάλιστα, στην Αλεξανδρούπολη και στα Χανιά έχουμε για 2η συνεχή εβδομάδα μεγάλη αύξηση, δηλαδή υπάρχει αυξημένη διασπορά».

Η μικρή εικόνα σχετίζεται με τις μετακινήσεις, τη μη χρήση μάσκας, τη γενική χαλάρωση που επικρατεί, αλλά και τη μεγάλη μεταδοτικότητα της μετάλλαξης Δ, το οποίο μεταδίδεται 70 φορές πιο γρήγορα από το αρχικό στέλεχος, «γι’ αυτό ενώ περιμέναμε να επικρατήσει τον Σεπτέμβριο, ήδη έχει επικρατήσει στις περισσότερες περιοχές της χώρας», πρόσθεσε.

Όσον αφορά τον αριθμό των κρουσμάτων, σημείωσε πως με τα μέχρι τώρα δεδομένα και τους ρυθμούς του εμβολιασμού, φαίνεται πως θα κινηθούν στα 3.500, αλλά υπάρχει πιθανότητα να φτάσουν και τα 4.000 μέσα στον μήνα Αύγουστο.

Από την πλευρά του, ο παιδίατρος Σπ. Μαζάνης, τόνισε πως το στέλεχος Δ μολύνει ίσως περισσότερο τα παιδιά και οι κατασκηνώσεις είναι ένας πολύ δύσκολος χώρος καθώς λειτουργούν ως εστίαση, διαμονή, αλλά και κέντρα διασκέδασης. Επίσης ανέφερε πως έχει καταγραφεί ότι παιδιά που νόσησαν μπορεί να αντιμετωπίσουν χρόνια προβλήματα. Αυτό είναι το σύνδρομο post covid και είναι πολύ σοβαρό, κατά τον ειδικό, αλλά για αυτό πρέπει να εμβολιαστούν και τα παιδιά, κατέληξε.

Στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων μίλησαν οι καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γκίκας Μαγιορκίνης και Θάνος Δημόπουλος (πρύτανης ΕΚΠΑ) δίνοντας απαντήσεις για τη νόσηση των εμβολιασμένων από COVID-19.

Κανένα εμβόλιο δεν μπορεί να προσφέρει 100% προστασία σε όλους του ανθρώπους, τονίζουν οι καθηγητές, ωστόσο προσφέρουν έναν φυσικό τρόπο προστασίας από πιθανή λοίμωξη από παθογόνα, εκμεταλλευόμενα τους μηχανισμούς της επίκτητης ανοσίας. Για την ακρίβεια, τα εμβόλια εκπαιδεύουν το ανοσοποιητικό σύστημα να αντιμετωπίζει έγκαιρα τους εισβολείς πριν αυτοί προκαλέσουν σημαντικό πρόβλημα.

Στο ερώτημα, γιατί δεν προσφέρεται 100% ανοσία, οι καθηγητές σημειώνουν ότι αφενός δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να χτίσουν ανοσολογική απάντηση με την ίδια αποτελεσματικότητα αφετέρου η όποια ανοσολογική απάντηση είναι πεπερασμένη στην ισχύ της. Όπως ένας στρατός μπορεί να αντιμετωπίσει έναν πεπερασμένο αριθμό εισβολέων σε μία χρονική στιγμή, με τον ίδιο τρόπο το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να αντιμετωπίσει έναν πεπερασμένο αριθμό ιών σε μία χρονική στιγμή. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η πιθανότητα να είναι επιτυχής η εισβολή του ιού μπορεί να μη μηδενίζεται αλλά μειώνεται δραματικά με τον εμβολιασμό.

Στο πόσο μειώνεται η πιθανότητα μόλυνσης ενός εμβολιασμένου, οι καθηγητές σημειώνουν πως η πιθανότητα να μολυνθεί κάποιος μετά από έκθεση στον ιό 14 ημέρες αφού έχει λάβει και τις δύο δόσεις των εμβολίων που υπάρχουν στην Ελλάδα είναι μέχρι τρεις φορές μικρότερη από ό,τι αν δεν είχε εμβολιαστεί. Στη συνέχεια, αφού μολυνθεί ένας εμβολιασμένος, η πιθανότητα να νοσήσει βαριά είναι μειωμένη κατά οκτώ φορές από ό,τι αν δεν είχε εμβολιαστεί. Στην πράξη αυτό μεταφράζεται για τον εμβολιασμένο σε μία εξαιρετικά μικρότερη πιθανότητα να καταλήξει στο νοσοκομείο, σε ΜΕΘ ή να πεθάνει εξαιτίας της λοίμωξης με τον ιό.

Όσον αφορά τα παραδείγματα ανθρώπων που έχουν εμβολιαστεί, αλλά κόλλησαν τον ιό, οι ειδικοί επαναλαμβάνουν ότι τα εμβόλια μειώνουν την πιθανότητα να μολυνθεί κάποιος αλλά δεν τη μηδενίζουν. Έτσι, λοιπόν, σε έναν πληθυσμό που έχει εμβολιασθεί το 70% πλήρως και με δεδομένο ότι μειώνεται η πιθανότητα μόλυνσης τρεις φορές ως αποτέλεσμα του εμβολιασμού, αναμένουμε φυσιολογικά το 40% των διαγνώσεων να αφορά εμβολιασμένους και το 60% να αφορά μη εμβολιασμένους.

Στο ερώτημα, ποια είναι, επομένως, η συνδρομή του εμβολιασμού στην παραπάνω περίπτωση, οι καθηγητές σημειώνουν:  Καταρχήν, στο συγκεκριμένο παράδειγμα, αν δεν είχε γίνει εμβολιασμός ο αριθμός των κρουσμάτων θα ήταν τουλάχιστον τρεις φορές υψηλότερος (χωρίς να λαμβάνουμε υπόψιν ότι οι εμβολιασμένοι έχουν πολύ μικρότερη πιθανότητα να μεταδώσουν τον ιό όταν κολλήσουν και άρα ο αριθμός των κρουσμάτων θα ήταν κατά πολύ υψηλότερος αν δεν είχε γίνει ο εμβολιασμός). Πρόκειται, λοιπόν, για μία δραματική μείωση καταρχήν στον αριθμό των κρουσμάτων. Επιπλέον, αυτό το 40% των εμβολιασμένων που έχουν μολυνθεί έχουν, ωστόσο, σημαντικά μικρότερη πιθανότητα να νοσήσουν βαριά, συνεπώς πολύ λίγοι από αυτούς θα οδηγηθούν σε νοσοκομεία, Μονάδες Εντατικής Θεραπείας ή θα καταλήξουν.

Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, θα πρέπει να είναι κατανοητό ότι η ανοσολογική απάντηση, ακόμα και από το πιο ισχυρό εμβόλιο, είναι πεπερασμένη. Συνεπώς, η διαρκής έκθεση σε υψηλά ιϊκά φορτία, δηλαδή οι επαφές πολύ υψηλού κινδύνου, είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε μόλυνση ακόμα και τους πλήρως εμβολιασμένους με ισχυρή ανοσολογική απάντηση. Για αυτόν τον λόγο, καταλήγουν οι δύο καθηγητές, οι εμβολιασμένοι στις δραστηριότητες πολύ υψηλού κινδύνου θα πρέπει να διατηρούν τα μέτρα ατομικής προστασίας και προσωπικής υγιεινής, ιδίως όταν πρόκειται για ευπαθείς ομάδες.