Η Σαφάα Χαντίμπ ήταν 21 ετών, τελειόφοιτη φωτογραφίας στο Πανεπιστήμιο Μπεζαλέλ της κατεχόμενης Ιερουσαλήμ, όταν η ισραηλινή αστυνομία δολοφόνησε, τον Οκτώβρη του 2015, τον 19χρονο Μουχαννάντ αλ- Χαλαμπί, φοιτητή νομικής, τον αγωνιστή που ξεκίνησε την «Ιντιφάντα των Μαχαιριών», όπως θα την ονόμαζαν οι συναγωνιστές του σύντομα, μια σειρά «τρομοκρατικών επιθέσεων» όπως θα την ονόμαζαν οι Ισραηλινοί.

Η τελευταία επαφή του Μουχανάντ, ήταν με την οικογένειά του. Θέλησε να τους δείξει ένα ποστ που ετοίμαζε για το facebook. Είχε μόλις παρακολουθήσει στην τηλεόραση τις συλλήψεις παλαιστινίων γυναικών φυλάκων, των Μπουραμπιτάτ, των γυναικών που πρότασσαν τα σώματά τους, αντιστεκόμενες, πολεμώντας ενάντια στην εισβολή εποίκων περί τον τρίτο ιερότερο τόπο του Ισλάμ, το τζαμί αλ Ακσά. Αυτές που οι ισραηλινές εφημερίδες κατηγορούσαν πως «παρενοχλούν» τους «ισραηλινούς επισκέπτες της περιοχής»…

Στο τελευταίο ποστ του, ο 19χρονος ανακοίνωνε την ανάγκη μιας τρίτης Ιντιφάντας, μιλούσε με οργή εναντίον όσων αντιμετωπίζουν καθημερινά οι αγωνιζόμενες παλαιστίνιες γυναίκες, ζητούσε οι παλαιστίνιοι να προχωρήσουν μόνοι τους, να αποδεχθούν πως είναι το κακοποιημένο και βασανισμένο ορφανό κορίτσι, που ο λοιπός αραβικός κόσμος, αλλά και η Παλαιστινιακή Αρχή, εγκατέλειψε στα χέρια ενός βάρβαρου βιαστή, που «επειδή δεν μπόρεσε να την βιάσει, την τιμωρούσε αφήνοντάς την να πεινάσει, να διψάσει, στερώντας της κάθε δικαίωμα, φυλακίζοντας και βασανίζοντάς την». Το ανέβασε, και βγήκε στο δρόμο. Δεν γύρισε σπίτι του ζωντανός. Πριν τον σκοτώσουν, πρόλαβε να μαχαιρώσει τέσσερις εποίκους, αφήνοντας τους δύο νεκρούς. Ύστερα, οι Ισραηλινοί ισοπέδωσαν με μπουλντόζες το σπίτι της οικογένειάς του. Οι λεγόμενες «εκδικητικές κατεδαφίσεις» είναι πολύ γνωστές στην κατεχόμενη Παλαιστίνη και πάνε πολύ πίσω: τις νομοθέτησαν και εγκαινίασαν οι Βρετανοί, την περίοδο 1923 – 1948, τις συνεχίζουν ακάθεκτοι οι Ισραηλινοί στηριζόμενοι στον αποικιοκρατικό νόμο περί «συνθηκών εκτάκτης ανάγκης», και, βεβαίως, ως μορφή συλλογικής «τιμωρίας» που στηρίζεται στη συλλογική ευθύνη, είναι καταδικαστέες από το διεθνές δίκαιο. Η οικογένεια των Χαλαμπί δεν ήταν άγνωστη στο κράτος απαρτχάιντ, ο πατέρας του Μουχανάντ, ο Σαφίκ, υδραυλικός το επάγγελμα, υπήρξε μέλος του Δημοκρατικού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, του Ζωρζ Χαμπάς, και πέρασε χρόνια στις φυλακές του κατακτητή τον καιρό της πρώτης Ιντιφάντας. Στον τάφο του παιδιού του, που με απόφαση της δικηγορικής ένωσης της Παλαιστίνης τάφηκε με την δικηγορική τήβεννο, έγραψε «Μουχαννάτ Χαλαμπί, ο μάρτυρας δικηγόρος που ξεκίνησε την εξέγερση της Ιερουσαλήμ».

Οι γυναίκες που υπερασπίστηκε ο Μουχανάντ ήταν εκείνες που ανέλαβαν. Που έφεραν εις πέρας την Ιντιφάντα των Μαχαιριών. Ήταν ακόμη μια περίοδος κορύφωσης της έντασης, πέρα από τις συνήθεις, συλλήψεις, διώξεις, κακοποιήσεις, εισβολές, δολοφονίες «εχθρών» από τις μυστικές υπηρεσίες. Ήταν μια εποχή με εποίκους κι αστυνομία να δολοφονούν «ύποπτα» μικρά παιδιά, να ισοπεδώνουν σπίτια, ακόμη και να τα πυρπολούν, όπως έκαναν έποικοι στο χωριό Ντούμα της Δυτικής Όχθης, καίγοντας μαζί με το σπίτι και το νεαρό ζευγάρι των Νταβαμπσεχ, και τον 18 μηνών γιο τους. Ήταν η εποχή που η Πύλη της Δαμασκού μετονομάστηκε σε Πύλη των Μαρτύρων και οι φυλακές των κατακτητών γέμισαν γυναίκες. Κι η εποχή που η  Σαφάα Χαντίμπ επέστρεφε στην Παλαιστίνη μετά από μια περίοδο εργασίας και μελέτης στο Παρίσι, με την εικόνα των φυλακισμένων Παλαιστίνιων γυναικών να την στοιχειώνει.

«Όταν γύρισα στην Παλαιστίνη, άρχισα να πηγαίνω στα σπίτια γυναικών κρατουμένων και να μαθαίνω τις ιστορίες τους, από τις οικογένειές τους, ή να επισκέπτομαι και κάποιες που είχαν μόλις βγει από τη φυλακή». Στις τελευταίες ανήκε η Λίνα αλ Τζαρμπουνί, που είχε αφεθεί ελεύθερη μετά από 15 χρόνια, κι είχε το παρατσούκλι «η Πρύτανις» των φυλακισμένων παλαιστινίων γυναικών. Ήταν λογικό να τη ρωτήσει για τις νέες γυναίκες, τα κορίτσια στην εφηβεία, που γέμιζαν τις φυλακές και που χρειάζονταν καθοδήγηση και ενίσχυση για να επιβιώσουν.

«Ενώ μιλούσαμε, μου ζήτησε να περιμένω ένα λεπτό, και γύρισε με μια ντάνα παλιές εφημερίδες, που μοιάζαν να έχουν τυλιγμένο κάτι. Μου ζήτησε να τις ανοίξω, και το έκανα αμέσως. Μέσα βρήκα 13 κοτσίδες, την κάθε μια δεμένη με μια μεταξωτή ροζ κλωστή. Ανατρίχιασα κι άρχισα να κλαίω, χωρίς καν ακόμη να γνωρίζω την ιστορία αυτών των κοτσίδων, των τυλιγμένων σε εβραϊκές εφημερίδες».

Η Λίνα, πριν εξηγήσει, τις ονομάτισε μία προς μία. Αυτή είναι της Μαράχ πεκίρ, αυτή της Νουρχάν Αουάντ, αυτή της Τασνήμ Χαλαμπί…

Οι κοτσίδες είχαν θυσιαστεί όλες την ίδια μέρα. Μια κανονική μέρα στη φυλακή. Κάμποσες, κορίτσια και γυναίκες, είχαν στηθεί να ακούσουν την εκπομπή «Οι Φυλακισμένοι» του παλαιστινιακού ραδιοφώνου, μια από τις ελάχιστες επαφές τους με τον έξω κόσμο, στη φυλακή του Χασαρόν. Η συγκεκριμένη εκπομπή φιλοξενούσε και μιαν φιλανθρωπική καμπάνια, ενημερωτική, για τον καρκίνο του μαστού, και ζητούσε την βοήθεια όλων ώστε να αντιμετωπιστεί. «Χωρίς λεπτό να το σκεφτούν», μόλις έπεσε η ιδέα, η μία μετά την άλλη «έκοψαν τις κοτσίδες τους, και τις έδεσαν με ντεμισέ κλωστή που χρησιμοποιούν για να κεντούν». Οι κοτσίδες ήταν η προσφορά τους προς τις καρκινοπαθείς.

Μόνο που, οι φυλακισμένοι κι οι φυλακισμένες του αγώνα, που βρίσκονται στις Ισραηλινές φυλακές, δεν έχουν δικαίωμα να στείλουν τίποτε έξω. Οι κοτσίδες, σε κανονικές συνθήκες, δεν μπορούσαν να αποσταλούν στους οργανωτές της καμπάνιας. Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθεί τρόπος να δραπετεύσουν, τουλάχιστον αυτές. Κι έτσι πέρασαν στα χέρια της Λίνας, που περίμενε να αποφυλακιστεί, και που τις εδήλωσε ως προσωπικά της αντικείμενα, και τις ελευθέρωσε.

Η Λίνα τις εμπιστεύτηκε στην Σαφάα Χαντίμπ, ώστε να μπορέσουν να φύγουν και από τι κράτος απαρτχάιντ. Κι η Σαφάα τις φωτογράφισε και τις εξέθεσε. «Θέλησε να συλλάβω την συναισθηματική κατάσταση των κοριτσιών πίσω από τα κάγκελα, την ώρα που κόβουν τα μαλλιά τους», θα γράψει. «Η θέση που έδωσα στις μπούκλες τους αποτελούν μια μεταφορική εικονογράφηση του κορμιού που κείται στο κελί, ανάμεσα στη ζωή, που εκπέμπει το φως από κάτω, και το θάνατο, που υποβάλλει το σκοτάδι πάνω από το ‘σώμα’, που προσπαθεί να το υποτάξει και τιμωρήσει μες στη φυλακή. Προσπάθεια που αποτυγχάνει να καταβάλει σωματικά ή πνευματικά αυτές τις φυλακισμένες, και μοναχά τις ενδυναμώνει και τις στηρίζει. Στα κατάβαθα της απομόνωσης και της καταπίεσης, οι φυλακισμένες έφηβες θυσίασαν κάτι πολύτιμο για να βοηθήσουν και να ενθαρρύνουν άλλες γυναίκες, έξω από τα κάγκελα, που παλεύουν να επιζήσουν, Κήρυξαν τον πόλεμο σε δύο είδη καρκίνου: αυτό της κατοχής [της Παλαιστίνης] και αυτό που διαγιγνώσκεται ιατρικά. Και αντιμετώπισαν και τα δύο με μια απλή ενέργεια αντίστασης και αλληλεγγύης».

Οι 13 κοτσίδες βρήκαν, κατόπιν, το δρόμο τους για το Κέντρο Γυναικείου Καρκίνου της Ραμάλας. Η έκθεση που οργάνωσε, με τις φωτογραφίες της, το 2018, η Σαφάα ονομάστηκε «η Εξέγερση των Κοτσίδων».

Το άρθρο χρησιμοποίησε και πληροφορίες από όσα έγραψε, για την εμπειρία της, η ίδια η βραβευμένη φωτογράφος, και θα θα βρείτε εδώ (αγγλικά).