του Νίκου Βασιλόπουλου
Το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε επηρεάστηκε άμεσα από το Civil Rights Movement, το κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων των μαύρων στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’60. Η ίδια θα ζήσει από κοντά τις μεγάλες στιγμές του κινήματος, όπως για παράδειγμα τη δολοφονία του Μάλκολμ Χ. Θα διαμορφώσει αρχικά την αισθητική και πολιτική της ταυτότητα μέσα στο καλλιτεχνικό ρεύμα της Μαύρης Αισθητικής. Το ρεύμα της Μαύρης Αισθητικής ή Μαύρης Τέχνης (Black Aesthetics/Black Arts) είναι το καλλιτεχνικό ρεύμα που αναδύεται στα μέσα της δεκαετίας του ’60 όταν και αρχίζει να διαμορφώνεται η ιδεολογία της Μαύρης Δύναμης (Black Power). Τα χαρακτηριστικά του καλλιτεχνικού ρεύματος είναι ο έντονος πολιτικός του χαρακτήρας και η εναντίωσή του στα δύο βασικά χαρακτηριστικά της κυρίαρχης «Αμερικανότητας»: λευκό δέρμα, μεσαία τάξη.
«Παίζουμε το κεφάλι μας κορώνα-γράμματα»
Η Τόνι Μόρρισον θα εμφανιστεί στη μαύρη λογοτεχνία το 1970, την πιο εμβληματική χρονιά για το ρεύμα της Μαύρης Αισθητικής, καθώς δέχεται σπουδαστές το πρώτο ακαδημαϊκό πρόγραμμα Μαύρων Σπουδών (Black Studies) στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλευ(Berkeley), που είχε ιδρυθεί ένα χρόνο πριν. Ταυτόχρονα με το Μπέρκλει, ο σπουδαίος ανθρωπολόγος Κλερ Ντρέικ (St. Claire Drake),θα γίνει ο πρώτος επικεφαλής ενός ακαδημαϊκού προγράμματος για τις Αφρικανικές και Αφρο-αμερικάνικες σπουδές στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Σε όλο αυτό το πλαίσιο, η Τόνι Μόρρισον θα δηλώσει εξαρχής στρατευμένη στην υπόθεση της Μαύρης Αμερικής. Σε συνέντευξη που θα δώσει στις αρχές του 1970 θα πει αυτολεξεί: «…όσον αφορά τoμέλλον, όταν κάποιος γράφει, είτε ως κριτικός είτε ως συγγραφέας, παίζει το κεφάλι του κορώνα-γράμματα (all necks are on the line)». Η στράτευση για την Μόρρισον ήρθε όχι μόνο ως φυσική εξέλιξη της εποχής στην οποία μεγάλωσε αλλά και ως τομή από την παιδική και εφηβική της ηλικία στην ενηλικίωση. Μεγαλωμένη στο Λορέν (Lorain) του Οχάϊο, μια περιοχή που είχε ήπια αντιμετώπιση απέναντι στους μαύρους Αμερικάνους και από μικροαστική οικογένεια, ήρθε σε επαφή με τις τρομερές διακρίσεις όταν επισκέφθηκε την Ουάσινγκτον για το μεταπτυχιακό της στην Αγγλική Φιλολογία. Αυτό, μαζί με την καλλιτεχνική της ευαισθησία και κάποια ταξίδια στον αμερικάνικο Νότο, διαμόρφωσαν μια σοκαριστική αυτό-εικόνα για το βίωμα της μαύρης καταπίεσης.
Στα απομνημονεύματά της αναφέρει ότι πρώτη φορά στην Ουάσινγκτον ήρθε σε επαφή με τις ξεχωριστές τουαλέτες για μαύρους στα μαγαζιά, τα ξεχωριστά βαγόνια στα τραμ και τις ξεχωριστές θέσεις στα λεωφορεία. Αναφέρει επίσης ότι μίσησε τη Νέα Ορλεάνη λόγω των μεγάλων απαγορευτικών πινακίδων που έγραφαν «μόνο έγχρωμοι», οι οποίες οριοθετούσαν τον χώρο των μαύρων σε σχέση με τους υπόλοιπους. Σαν ένα διαρκές, κινούμενο γκέτο, οριζόμενο από τον εκάστοτε λευκό που ήθελε να ορίσει τον κυριαρχικό «ζωτικό» του δημόσιο χώρο.
Τα βιώματα αυτά και η ανάγκη για στράτευση στον αγώνα των μαύρων, μαζί με το πρόβλημα της καταπιεσμένης μαύρης αυτό-εικόνας, θα την οδηγήσουν το 1970 να εκδόσει το πρώτο της βιβλίο, το Γαλάζια Μάτια (The blues eye). Σε αυτό περιγράφεται η ιστορία της μικρής Πέκολα, μιας μαύρης που προσεύχεται να αποκτήσει γαλάζια μάτια ώστε να την κοιτούν με συμπάθεια και δέος οι άλλοι.
«Κοινωνιολογικά βιβλία για λευκούς, άνδρες αναγνώστες»
Η Μόρρισον κατείχε βαθιά γνώση της κλασικής λογοτεχνίας αλλά και της σύγχρονης αγγλόφωνης και είχε από νωρίς αντιληφθεί ότι δεν υπάρχει κάποιο πρότυπο να ακολουθήσει κανείς αν θέλει να γράψει λογοτεχνία που να απευθύνεται στους μαύρους των ΗΠΑ, εκθέτοντας τη δική τους πραγματικότητα. Η ίδια θεωρούσε ότι οι συνομήλικοι της γνωστοί συγγραφείς, όπως ο Τζέημς Μπόλντουιν (James Baldwin), φαινόταν να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο γράφοντας λογοτεχνία που έμοιαζε με κοινωνιολογία, με απώτερο σκοπό να εξηγήσουν τις ζωές των μαύρων σε λευκούς, άνδρες αναγνώστες. Η ίδια όμως δεν ήταν άνδρας και δεν την ενδιέφερε η «διαφώτιση» των λευκών ανδρών. Θεωρούσε μάλιστα ότι, λόγω της αρσενικής ταυτότητας των συγγραφέων και των αναγνωστών τους, η μαύρη λογοτεχνία και η πολιτική αντιπαράθεση μέσω αυτής κατέληγε σε μια άτυπη κοκορομαχία, αντί για την προώθηση της μαύρης κουλτούρας.
Το Γαλάζια Μάτια εισάγει την αντίληψη της Μόρρισον για τη μαύρη λογοτεχνία και την πολιτική. Δεν αφορά μόνο παραδοχές όπως είναι τα πρότυπα ομορφιάς ή η ανάγκη των γυναικών να νιώθουν και να αισθάνονται αποδεκτές από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Αποτελεί την πρώτη προσπάθεια μαύρης λογοτεχνίας που βάζει τη γυναίκα στο επίκεντρο της πλοκής και εισάγει το βασικό θέμα το οποίο θα απασχολήσει τη Μόρρισον σε πολλά βιβλία της. Τη σχέση μητέρας-κόρης και η οικογένεια ως μόριο της κοινότητας.
Η οικογένεια ως φορέας αντίστασης και ως φορέας της πατριαρχίας.
Τα περισσότερα μυθιστορήματα της Μόρρισον της πρώτης περιόδου έχουν ως θέμα την οικογένεια, σε ένα εύρος που περιλαμβάνει όλες τις θετικές και αρνητικές κοινωνικές της συνδηλώσεις. Η μαύρη οικογένεια προβάλλεται με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο από τη λευκή, μεσοαστική οικογένεια των αντίστοιχων αμερικάνικων μυθιστορημάτων της δεκαετίας του ’60, καθώς στις ιστορίες της Μόρρισον η αντίσταση των μαύρων οικογενειών στους λευκούς αντιπαραβάλλονται με την εσωτερική οικογενειακή δομή, τις συγκρούσεις και άλλα θέματα-ταμπού όπως η αιμομιξία (βλ. Γαλάζια Μάτια). Στην πρώτη διάσημη νουβέλα της (την τρίτη κατά σειρά), το Τραγούδι του Σολομόν (Song of Solomon– 1977), η ιστορία μιας οικογένειας μαύρων από το Μίσιγκαν μπλέκεται με τις λαϊκές δοξασίες των μαύρων σκλάβων και τις αφηγήσεις των ιθαγενών Αμερικάνων. Είναι ένας φόρος τιμής της Μόρρισον στην αδιαίρετη σύνδεση κοινότητας και γης. Όμως η οικογένεια δεν είναι μόνο φάρος αντίστασης. Στην εξέλιξη της ιστορίας στο Τραγούδι του Σολομόν, η οικογένεια με τον τρόπο που οργανώνει τις σχέσεις στο εσωτερικό της, διασπά την (φαντασιακή) ενότητα κοινότητας-γης. Με το Τραγούδι του Σολομόν, η Μόρρισον θα φύγει από το περιθώριο της αμερικάνικης λογοτεχνίας και θα καθιερωθεί στο κέντρο της, ορίζοντας το σε σημαντικό βαθμό. Σε αντίθεση με τον ομότεχνό της Μπάλντουιν, ο οποίος είχε ασχοληθεί με παρόμοια θεματική, η Μόρρισον θα στοχεύσει την πατριαρχία όπως αυτή αναπαράγεται από την οικογένεια. Ο Μπάλντουιν προπαγάνδιζε την ιερότητα της οικογένειας ως φαντασιακού κυττάρου της μαύρης αντίστασης και μέσα από την τρυφερή σχέση πατέρα-κόρης προσπαθούσε να μιλήσει για την ομοφυλοφιλία με τον δικό του τρόπο. Η Μόρρισον, καταθέτοντας ένα σύγχρονο λογοτεχνικό μνημείο, μέσα από τη συγκρουσιακή σχέση μητέρας-κόρης θα έρθει να μιλήσει για τις αρχετυπικές συμπεριφορές καταπίεσης.
Η γλώσσα ως εργαλείο της μαύρης ταυτότητας
Το Τραγούδι του Σολομόνδεν είναι αριστούργημα μόνο λόγω του θέματος και του τρόπου εξέλιξης της πλοκής του. Είναι επίσης ένα γλωσσικό μνημείο. Μέσα από τη χρήση του μαύρου ιδιωματισμού μπαίνει σε έναν διπλό διάλογο. Αφενός με τη λευκή αμερικάνικη λογοτεχνία της εποχής που δημιουργεί μια δική της ηγεμονική ταυτότητα της έννοιας του «αμερικανισμού» κι αφετέρου με την μαύρη λογοτεχνία που γοητεύεται από τη γλώσσα της μεσαίας τάξης και των μορφωμένων ελίτ. Μέσα από αυτόν το διπλό διάλογο η Μόρρισον αντιμάχεται και αμφισβητεί το λευκό προνόμιο αλλά και τον μαύρο προνομιούχο «υλισμό», αντιπαραβάλλοντας τον μαύρο λαϊκό λόγο.
Η μαύρη ταυτότητα στο Τραγούδι του Σολομόνείναι ένα άθροισμα λόγων (discourses) που συμπεριλαμβάνει, όπως αναφέρει η ερευνήτρια της Μόρρισον Λίντα Κρούμχολζ (Linda Krumholz): λαϊκές ιστορίες, βιβλικές ιστορίες, μύθο, προσωπική και συλλογική ιστορία και μνήμη και μια πνευματική ανοικτότητα και πρόσληψη. Όλα τα παραπάνω συγκλίνουν σε αυτό που, χρόνια αργότερα, θα περιγράψει και η Σπίβακ ως κουλτούρα των υποτελών (subaltern). HΚρούμχολζ ονομάζει αυτό το σύνολο λόγων της Μόρρισον «ανατρεπτική μνήμη» (subversive memory) και το θεωρεί ως σημαντικό στοιχείο ερμηνείας της μαύρης λαϊκής, αγωνιστικής ταυτότητας της δεκαετίας του ’70, αντίστοιχο του οποίου βρίσκει κανείς στην λαϊκή μουσική τέχνη των μαύρων της εποχής εκείνης.
Ο φεμινισμός ως φυσικός τόπος συμπερίληψης της μαύρης ταυτότητας
Η Τόνι Μόρρισον μέσα στη συγγραφική της πορεία, από την αρχή της κιόλας, διαμόρφωσε ένα σύμπαν γυναικείων χαρακτήρων καθώς, όπως είδαμε και νωρίτερα, ένιωθε ότι κάτι τέτοιο έλλειπε και η ίδια ένιωθε ότι πρέπει να το αναδείξει. Ο φεμινισμός της Μόρρισον, όπως η ίδια πίστευε και έλεγε, δεν χωράει κάτω από την ταμπέλα κανενός «φεμινισμού», δηλαδή οργανωμένου συστήματος απόψεων. Είναι μια πηγαία καλλιτεχνική έκφραση η οποία μάλιστα, κατά τη δεκαετία του ’80 θα εκφραστεί ατόφια μέσα από τη στροφή στο έργο της. Τα σημαντικά έργα της δεκαετίας αυτής, Αγαπημένη (Beloved) και Τζαζ (Jazz) σκιαγραφούν στον πυρήνα τους αυτόν τον φεμινισμό. Στο κέντρο της φεμινιστικής αντίληψης της Μόρρισον στέκεται η έννοια της ελευθερίας.Μια ελευθερία η οποία ξεπερνά την ιδεολογική ηγεμονία των κυρίαρχων αντιλήψεων, της νόρμας για τον άνθρωπο, το σώμα, τη γλώσσα. Στο Αγαπημένη, η Μόρρισον εξετάζει την ελευθερία της γυναίκας μέσα από ένα θέμα ταμπού: την απόρριψη της έννοιας της μητρότητας.Η αγάπη εδώ κατέχει τον ρόλο της κινητήριας ορμής της αντίστασης ενάντια στο καθιερωμένο. Παράλληλα, η Αγαπημένη είναι για τη Μόρρισον η διαρκής σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν. Η μαύρη ταυτότητα του παρελθόντος (σκλάβοι, καταπίεση, υποταγμένη θέση της γυναίκας) υπάρχει ως σπόρος και ως μνήμη στη σημερινή συνθήκη και με αυτόν τον τρόπο, η Μόρρισον βάζει τον φεμινισμό της ως το όλον που περικλείει το επιμέρους της ταυτότητας. Όπως η μήτρα γεννά τον άνθρωπο, η Γυναίκα στο συμβολικό σύμπαν του ύστερου έργου της Μόρρισον, είναι αυτή που περικλείει μέσα της τα επιμέρους στοιχεία του ανθρώπου. Είναι ένας ανυψωμένος άνθρωπος που κουβαλάει μέσα του την ανθρωπινότητα ως ολοκληρωμένη αντίληψη.
Κλείνοντας, ο λόγος της Μόρρισον στέκεται σήμερα ως σημαντική συνεισφορά στον αναστοχασμό μας για το μέλλον. Υπήρξε με ιδιάζοντα τρόπο προφητική, καθώς στα έργα της κουβαλιέται με λεπτομέρεια η σοφία των λαϊκών ανθρώπων των βαθιών πολιτισμικών παραδόσεων των μαύρων και των αυτοχθόνων Αμερικανών, ενώ στάθηκε με ριζοσπαστικό τρόπο φεμινιστική και αγωνιστική. Τελικά, αν πρέπει να κρατήσουμε κάτι από το έργο της είναι η οδός της σύνθεσης που περπατά, μεταξύ του πνευματικού στοιχείου και του ρεαλισμού. Μια συχνή εικόνα που επανέρχεται στα έργα της είναι αυτή των ανάπηρων γυναικών – μια μεταφορά του κοινωνικού περιθωρίου, του κοινωνικού στίγματος, της απόρριψης, της απομόνωσης η οποία ξεπερνιέται τελικά από μια εσωτερική δύναμη των ηρωίδων η οποία ενδυναμώνεται από μια εξωτερική από αυτές ιερότητα. Τελικά η Μόρρισον μας άφησε πολλές παρακαταθήκες και μια από αυτές βρίσκεται σε μια ξεχασμένη αποστροφή του λόγου της για την απονομή του Νόμπελ το 1993: «Μόνο η γλώσσα μας προστατεύει από την ασάφεια των πραγμάτων χωρίς ονόματα. Μόνο η γλώσσα είναι διαλογισμός.»