Η επίτευξη πολιτικής ενότητας είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση και η Ιστορία έχει δείξει ότι επιβάλλεται συνήθως μόνο όταν υπάρχει μια κοινή άμεση απειλή. Αντίστοιχα είναι πολύ εύκολο να διαρραγεί, ειδικά εκεί που υποβόσκουν σημαντικές πολιτικές διαφορές και οι μνήμες αιματοχυσίας είναι πολύ νωπές. Η Συρία και ο εμφύλιος της είναι μια τέτοια υπόθεση. Ο Μπασάρ Αλ-Άσαντ μπορεί να έχει επιλέξει να σταθεί με τον Άξονα της Αντίστασης αλλά κάθε άλλο παρά άγιος είναι. Και το παραπάνω, αν μη τι άλλο, αποδεικνύεται από τους Σύρους πρόσφυγες που εγκατέλειψαν τη χώρα σε μεγάλους αριθμούς μετά το 2011. Εκτός αν στα σοβαρά κανείς πιστεύει ότι πρόκειται περί ηθοποιών.
Ο εμφύλιος στη Συρία δεν έγινε ούτε στο κενό, ούτε χωρίς αιτία. Αντίθετα σημειώθηκε στο πλαίσιο της Αραβικής Άνοιξης και γιατί ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας και της σουνιτικής κοινότητας, που πλειοψηφεί στην χώρα αλλά υποεκπροσωπείται, είδε μια ευκαιρία για αλλαγή. Η Συρία όμως δεν άνηκε στο δυτικό στρατόπεδο και μοιραία κάποιοι στις δυτικές πρωτεύουσες είδαν πρόσφορο έδαφος για ακόμα μεγαλύτερη γεωπολιτική εξάπλωση. Η Συρία κάπως έτσι έγινε η κονίστρα όπου ξένες δυνάμεις συγκρούστηκαν για την εξασφάλιση της μέγιστης δυνατής επιρροής. Σύντομα τα στοιχεία της λαϊκής εξέγερσης εξασθένισαν και έδωσαν τη θέση τους στη σκληρή ένοπλη αντιπαράθεση. Από τη μία πλευρά το καθεστώς Άσαντ που βάθυνε τους δεσμούς του με το Ιράν, τη Ρωσία και τη Χεζμπολλάχ, και από την άλλη διάφορες ένοπλες ομάδες στις οποίες κυρίαρχο ρόλο είχαν σουνίτες Ισλαμιστές υποστηριζόμενοι από την Τουρκία, τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, και τέλος οι παραδοσιακά πιο κοσμικοί Κούρδοι. Το αποτέλεσμα ήταν η εμπέδωση του χάους και ο de facto κατακερματισμός της χώρας. Αρχικά οι ανατολικές περιοχές πήγαν σε ότι πιο ακραίο γνώρισε η περιοχή, το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος, οι οποίες προϊόντος του χρόνου περιήλθαν στους υποστηριζόμενους από τις ΗΠΑ Κούρδους. Από την άλλη ο Άσαντ κράτησε την πρωτεύουσα, τα παράλια και το Νότο, ενώ οι πιο μετριοπαθείς αντάρτες και Ισλαμιστές με την ανοιχτή υποστήριξη της Τουρκίας και της Δύσης περιορίστηκαν σε μια περιοχή στα βορειανατολικά με κέντρο το Ίντλιμπ. Οι συγκεκριμένες δυνάμεις είχαν επιχειρήσει να καταλάβουν το Χαλέπι αλλά απωθήθηκαν μετά από πολύμηνη μάχη.
Η κατάσταση είχε ως έτσι για αρκετά χρόνια μέχρι την επόμενη μέρα της εκεχειρίας στο Λίβανο μεταξύ Χεζμπολλάχ και Ισραήλ. Τότε ξαφνικά οι δυνάμεις από το Ίντλιμπ, στις οποίες κυριαρχεί η ‘Χάγια Ταχριρ Αλ-Σαμ’ (Επιτροπή Απελευθέρωσης του Λεβάντε) που είναι συνέχεια της Αλ-Κάιντα στη Συρία, πραγματοποίησαν μια αστραπιαία προέλαση και μέσα σε λίγες μέρες έθεσαν υπό τον έλεγχο τους το Χαλέπι, τη Χάμα ενώ πλησιάζουν και στη Χομς, δηλαδή πόλεις που εποφθαλμιούσαν ανεπιτυχώς για χρόνια.
Πως έγινε αυτό; Αν δει κάποιος τον εξοπλισμό και τις στολές των ανταρτών καταλαβαίνει εύκολα πως το τελευταίο διάστημα έγινε σημαντική προμήθεια στρατιωτικού υλικού. Από την άλλη ο στρατός του καθεστώτος είχε αποδιοργανωθεί από τα συνεχή χτυπήματα των Ισραηλινών σε θέσεις που το Τελ Αβίβ ισχυριζόταν ότι υπήρχε παρουσία αξιωματούχων του Ιράν και της Χεζμπολλάχ. Αντίστοιχα η παρουσία της Ρωσίας στη Συρία αποδυναμώθηκε στη σκιά του αιματηρού πολέμου στην Ουκρανία.
Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ή αποκαλυπτικό ντοκουμέντο που να δείχνει το Νετανιάχου να σφίγγει το χέρι του Αλ-Τζουλάνι, δηλαδή του επικεφαλής της ‘Χάγια Ταχριρ Αλ-Σαμ’, αλλά για να καταλάβουμε τι συμβαίνει δεν έχουμε ανάγκη για κάτι τέτοιο. Η ενίσχυση των ανταρτών δεν μπορεί παρά να ήρθε από τη Δύση ή/και την Τουρκία. Ακόμα και αν το Ισραήλ δεν είχε κανένα ρόλο σε αυτό, αποκλείεται να μην το αντιλήφθηκαν οι υπηρεσίες ασφαλείας του που χτενίζουν ασταμάτητα το συριακό έδαφος για να εντοπίσουν τυχόν κινήσεις Ιρανών ή μεταφορές οπλισμού προς τη Χεζμπολλάχ.
Και θα αναρωτηθεί κάποιος εύλογα πως και δεν το βλέπουν αυτό οι Άραβες. Η απάντηση είναι ότι οι Άραβες δεν είναι κάτι ενιαίο αλλά μάλλον ένα μωσαϊκό από φυλές και ομάδες που απλά διέπονται από κάποια ισχυρά κοινά χαρακτηριστικά όπως η γλώσσα και η θρησκεία. Αρκεί να αναφερθεί πως ο εμφύλιος στη Συρία δίχασε τον αραβικό κόσμο γενικά και τον Άξονα της Αντίστασης ειδικά. Συγκεκριμένα υπενθυμίζεται πως την εξέγερση στη Συρία αρχικά χαιρέτισε η Χαμάς με πολλούς ηγέτες να κατευθύνονται από τη Δαμασκό προς τη Ντόχα του Κατάρ. Αυτό το ρήγμα χρειάστηκε χρόνια για να κλείσει με πολύ λεπτές διπλωματικές πρωτοβουλίες καθώς η αποκατάσταση εμπιστοσύνης είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο στις διεθνείς σχέσεις.
Η πληγή είχε καλυφθεί αλλά δεν είχε κλείσει και με τα τελευταία γεγονότα όχι απλά ξανάνοιξε, αλλά φαίνεται σχεδόν αδύνατο να σταματήσει η αιμορραγία. Όσο προελαύνουν οι αντάρτες της αντιπολίτευσης στη συριακή ύπαιθρο, τόσο συρρικνώνεται και τεμαχίζεται ο Άξονας της Αντίστασης με τη Χεζμπολλάχ να αντιμετωπίζει ακόμα περισσότερες δυσκολίες στον ανεφοδιασμό και την αναπλήρωση των όπλων που κατανάλωσε ή έχασε στον πρόσφατο πόλεμο. Σε αυτή την κατάσταση η αποτρεπτική της ισχύ σε σχέση με τη Γάζα υποχωρεί έτι περαιτέρω. Επιπλέον υπάρχει σοβαρό ζήτημα με το μέτωπο της περιφερειακής και διεθνούς αλληλεγγύης.
Από τον Οκτώβρη του 2023 το Al Jazeera είχε σχεδόν μονοθεματική κάλυψη για τη Γάζα και το Λίβανο, εδώ και λίγες μέρες ο χρόνος του έχει μοιραστεί σε Συρία και Γάζα το οποίο δεν είναι παράλογο καθώς το δίκτυο του Κατάρ έχει παραδοσιακά ευμενή στάση προς τη συριακή αντιπολίτευση. Επιπλέον, οι δυνάμεις που κινητοποιούνται στη Δύση υπέρ της Παλαιστίνης είναι επίσης σε μεγάλο βαθμό αρνητικά διακείμενοι προς τον Άσαντ καθώς, μεταξύ άλλων, δραστηριοποιούνται σε αυτές Σύροι πρόσφυγες. Με άλλα λόγια η ‘φίτνα’ εισχωρεί αναπόδραστα και αποφασιστικά στο μέτωπο της αλληλεγγύης που ήταν ένας από τους μεγαλύτερους πονοκεφάλους της ισραηλινής ηγεσίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως όλα τα παραπάνω κάνουν τη θέση της Χαμάς στη Γάζα ιδιαίτερα δύσκολη. Παρά τη λυσσαλέα επίθεση που δέχεται στο πεδίο, η Χαμάς έχει καταφέρει να αποδειχθεί εφτάψυχη ενώ οι Παλαιστίνιοι της Γάζας συνεχίζουν να αρνούνται την παράδοση και τη φυγή. Στη σκιά των νέων εξελίξεων και στο βαθμό που γίνει κοινή πεποίθηση ότι δεν υπάρχει άμεση προοπτική έξωθεν πίεσης προς το Ισραήλ, η ηγεσία της οργάνωσης μάλλον θα οδηγηθεί στην αποδοχή συμφωνίας που μέχρι πρότινος απέρριπτε.