Η έκθεση «Ζώντας με ανασφάλεια: Πώς η Γερμανία αποτυγχάνει να προστατεύσει τα θύματα ρατσιστικής βίας» επισημαίνει ότι το 2015 καταγράφηκαν 16 φορές περισσότερα εγκλήματα σε καταφύγια που στεγάζουν αιτούντες άσυλο (1.031) σε σχέση με το 2013 (63). Γενικότερα, τα ρατσιστικά βίαια εγκλήματα εναντίον φυλετικών, εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων έχουν αυξηθεί κατά ένα ποσοστό 87%, πιο συγκεκριμένα από 693 εγκλήματα το 2013 σε 1,295 εγκλήματα το 2015. 

«Οι Γερμανικές ομοσπονδιακές και ομόσπονδες αρχές θα πρέπει να εφαρμόσουν ολοκληρωμένες στρατηγικές αξιολόγησης κινδύνου για  να αποτρέψουν τις επιθέσεις ενάντια στα καταφύγια που στεγάζουν αιτούντες άσυλο. Περαιτέρω αστυνομική προστασία αποτελεί επείγουσα ανάγκη για τα καταφύγια που διατρέχουν άμεσο κίνδυνο επίθεσης», δήλωσε ο Marco Perolini, Ερευνητής της Διεθνούς Αμνηστίας για την ΕΕ.

Ενώ οι Γερμανοί πολίτες έχουν υπάρξει από τους πιο φιλόξενους της Ευρώπης με τους πρόσφυγες, συνολικά έξι διαμαρτυρίες κατά των προσφύγων οργανώθηκαν εβδομαδιαίως κατά τη διάρκεια του 2015. Πολλοί από τους αιτούντες άσυλο και τους πρόσφυγες που δέχτηκαν επιθέσεις ή φίλοι και συγγενείς τους που δέχτηκαν επιθέσεις, είπαν στη Διεθνή Αμνηστία ότι τώρα ζουν με αυτόν τον διαρκή φόβο και δεν αισθάνονται πια ασφαλείς.

«Όλοι οι φίλοι μου φοβήθηκαν μετά την επίθεση που δέχτηκα. Ξέφυγα από έναν πόλεμο στη Συρία και δεν θέλω να αντιμετωπίζω εντάσεις και στη Γερμανία. Απλά θα ήθελα να δουλέψω… και να έχω μια καλή ζωή, όπως είχα και πριν τον πόλεμο» είπε στη Διεθνή Αμνηστία ο Ciwan B., ένας Κούρδος που διέφυγε από τη Συρία και δέχτηκε επίθεση στη Δρέσδη τον Σεπτέμβριο του 2015.

Ανακόπτοντας τον θεσμικό ρατσισμό

Η αποτυχία των γερμανικών αρχών να ερευνήσουν αποτελεσματικά, να ασκήσουν διώξεις και να επιβάλλουν ποινές για ρατσιστικά εγκλήματα, αποτελεί μία μακροχρόνια ανησυχία που προηγείται της άφιξης περίπου ενός εκατομμυρίου προσφύγων και αιτούντων άσυλο την προηγούμενη χρονιά.

Πολλές από αυτές τις ανεπάρκειες επισημάνθηκαν στις πρόχειρες έρευνες που διεξήχθησαν για ένα κύμα δολοφονιών μεταξύ 2000 και 2007 που διέπραξε η ακροδεξιά ομάδα Εθνικοσοσιαλιστική Αντίσταση (National Socialist Underground-NSU).

Οι έρευνες σχετικά με τις δολοφονίες 8 αντρών τουρκικής καταγωγής, ενός άντρα ελληνικής καταγωγής και ενός Γερμανού αστυνομικού απέτυχαν επανειλημμένα να εντοπίσουν το ρατσιστικό κίνητρο  των επιθέσεων, ενώ την ίδια στιγμή οι οικογένειες των θυμάτων κατήγγειλαν ότι αισθάνθηκαν εξαπατημένοι από την αστυνομία.

«Η αστυνομία και οι πολιτικοί μας αντιμετώπιζαν πάντα σαν να είμαστε εμείς οι ύποπτοι, σαν να είχαμε κάτι να κρύψουμε. Κανένας δεν ζήτησε τη γνώμη μας ή δεν μας άκουσε πραγματικά», είπε στη Διεθνή Αμνηστία η Υβόννη Βουλγαρίδη, η σύζυγος του κλειδαρά Θεόδωρου Βουλγαρίδη, που δολοφονήθηκε στο μαγαζί του στο Μόναχο από μέλη του NSU στις 15 Ιουνίου 2015. 

Οι έρευνες για τις αποτυχίες σχετικά με την NSU κατέληξαν σε μια σειρά  συστάσεων που εφαρμόστηκαν από τις γερμανικές υπηρεσίες επιβολής του νόμου. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχει δοθεί απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα εάν ο θεσμικός ρατσισμός συνεισφέρει στη συνεχιζόμενη αποτυχία επιμελούς ταυτοποίησης, καταγραφής και διερεύνησης πιθανών ρατσιστικών εγκλημάτων.

Ο τουρκικής καταγωγής Abdurrahman υπέστη τραύματα απειλητικά για τη ζωή του, όταν δέχτηκε επίθεση από μία ομάδα εννέα αντρών την ώρα που έκλεινε το εστιατόριό του στον σταθμό του τρένου Bernburg τον Σεπτέμβριο του 2013.

Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, της συντρόφου του και ενός φίλου του που ήταν μάρτυρες της επίθεσης, η αστυνομία που βρέθηκε στο σημείο (της επίθεσης), επέστρεψε στους δράστες ένα βασικό αποδεικτικό στοιχείο που χρησιμοποιήθηκε στην επίθεση, μια αντλία αέρα. Όταν η υπόθεση οδηγήθηκε στο δικαστήριο, το ρατσιστικό κίνητρο δεν ελήφθη πλήρως υπόψη και η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων συνετέλεσε στην ενδυνάμωση του επιχειρήματος της ομάδας των δραστών ότι έδρασαν ευρισκόμενοι σε άμυνα. 

Κάποιες από αυτές τις αποτυχίες είναι αποτέλεσμα του περίπλοκου συστήματος της Γερμανίας σχετικά με την ταξινόμηση και τη συλλογή πληροφοριών των εγκλημάτων που διαπράττονται με πολιτικά κίνητρα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα εγκλήματα μίσους. Αυτό το σύστημα, συνειδητά ή μη, θέτει ένα υψηλό όριο προκειμένου ένα αδίκημα να μπορεί να θεωρηθεί και να αντιμετωπισθεί ως ρατσιστικό έγκλημα. Οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα που θεωρείται ότι έχει υποκινηθεί από ρατσιστικό κίνητρο – από το θύμα ή από οποιοδήποτε άλλο άτομο – θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται ως έγκλημα μίσους από την αστυνομία.

«Υπάρχουν πολλοί λόγοι που καταδεικνύουν την ύπαρξη θεσμικού ρατσισμού στις γερμανικές υπηρεσίες επιβολής του νόμου. Αυτό το ερώτημα θα πρέπει να τεθεί και να απαντηθεί: δεν θα μπορέσει να επέλθει πραγματική βελτίωση στον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου τα ρατσιστικά εγκλήματα, αν οι ίδιες οι υπηρεσίες δεν είναι προετοιμασμένες να εξετάσουν τη δική τους στάση και τις δικές τους παραδοχές»

«Μία πλήρως ανεξάρτητη δημόσια έρευνα συνιστά επείγουσα ανάγκη για την αξιολόγηση των ερευνών των δολοφονιών από το NUS, όπως επίσης και την εξακρίβωση του βαθμού στον οποίο ο θεσμικός ρατσισμός συνεισφέρει στην ευρύτερη αποτυχία των υπηρεσιών επιβολής του νόμου να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το ρατσιστικό έγκλημα», δήλωσε ο Marco Perolini.