Του Κώστα Εφήμερου
Ο ΟΤΕ ήταν πάντα κερδοφόρος (εκτός φυσικά από την χρονιά που ήθελαν να τον πουλήσουν και έπρεπε να ρίξουν την τιμή του). Ήταν κερδοφόρος ακόμα και όταν έκανε την μια μετά την άλλη αποτυχημένη επένδυση σε Αρμενία, Ρουμανία, Αλβανία και Σερβία. Παρέμενε με θετικό ισολογισμό ακόμα και όταν στο όνομα της ελεύθερης αγοράς αναγκαζόταν να προσφέρει το δίκτυό του σε αμφίβολες εταιρίες τηλεπικοινωνιών που αργότερα χρεοκόπησαν αφήνοντας εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ χρέη. Ο ΟΤΕ ήταν κερδοφόρος και χρηματοδοτούσε τον κρατικό προϋπολογισμό σταθερά από την ίδρυσή του παρόλο που περιέργως επέλεγε πάντα έναν και μοναδικό προμηθευτή (παγκόσμια πρωτοτυπία) και περέμενε κερδοφόρος ακόμα και όταν άρχισε να «κοινωνικοποιείται» από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ μέσω του χρηματιστηρίου.
Ο ΟΤΕ όμως δεν ήταν κερδοφόρος το 2005. Τη χρονιά εκείνη εκτελέστηκε ένα από τα πιο νοσηρά σχέδια «αξιοποίησης» της δημόσιας περιουσίας. Εξαγγέλθηκε ένα τρομακτικό πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου περίπου 6.000 υπαλλήλων το οποίο προσέφερε «ικανοποιητικότατες» απολαβές σε όσους το χρησιμοποίησαν. Το πρόγραμμα αυτό που πληρώθηκε από το δημόσιο και άρα από τους φορολογούμενους Έλληνες πολίτες ήταν αρκετό (σε συνδυασμό και με αποφάσεις της διορισμένης διοίκησης) ώστε α) ο ΟΤΕ εκείνη τη χρονιά να παρουσιάσει ζημιές και άρα να χάσει μέρος της αξίας του κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων με την Deutche Telecoms για την πώλησή του και β) να μειώσει δραστικά το προσωπικό ώστε να γίνει δελεαστικότερος προς την ανάδοχο εταιρία που πλέον δεν θα ήταν υποχρεωμένη να καλύψει το κόστος της απόλυσης του πλεονάζοντος προσωπικού βάσει του business plan της.
Αυτό όμως που κρατάει ακόμα και σήμερα τον ΟΤΕ κερδοφόρο είναι το συνεχώς ανανεούμενο business plan της DT που προβλέπει πάντα μειώσεις προσωπικού. Οι μειώσεις αυτές μετριόνται σε χιλιάδες και φυσικά εκτελούνται χωρίς κανένα πρόβλημα αφού η εταιρία είναι πλέον ιδιωτική και οι συνδικαλιστές έχουν είτε εκμεταλλευτεί τις προσφορές από DT και πολιτικά κόμματα, είτε έχουν χάσει τη δύναμή τους όπως συμβαίνει σε όλο τον ιδιωτικό τομέα.
Όλα τα παραπάνω είναι λίγο-πολύ γνωστά σε όλους. Αυτό όμως που αξίζει να δούμε είναι ο μηχανισμός που έχει επιλεγεί προκειμένου να επιτυγχάνονται οι στόχοι της διοίκησης.
Η εκτελεστική ομάδα
Τον Νοέμβριο του 2010 την διοίκηση αναλαμβάνει ο κύριος Μιχάλης Τσαμάζ ο οποίος σε ηλεκτρονική επιστολή προς τους εργαζομένους αναφέρει ότι στόχος του είναι να μετασχηματίσει τον οργανισμό, να τον απαλλάξει από τις παιδικές ασθένειές του και να προσφέρει σταθερότητα και ασφάλεια απασχόλησης καθώς και ανθρώπινες εργασιακές σχέσεις.
Για να τα πετύχει όλα αυτά η ομάδα διαχείρισης προσωπικού ανακοίνωσε ένα σύστημα αξιολόγησης το οποίο λειτουργεί μονόδρομα, δηλαδή κάθε εργαζόμενος βαθμολογείται από τον αμέσως ανώτερό του αλλά ο ίδιος δεν έχει δικαίωμα να εκφράσει την άποψή του για τον τρόπο διοίκησης του ανωτέρου του. Έτσι το σύστημα καταγγέλλεται από τους ίδιους τους εργαζόμενους ως εργαλείο εκφοβισμού και εκβιασμού. Όσοι βαθμολογούνται με χαμηλό βαθμό έχουν κυρώσεις, μεταξύ των οποίων είναι και η απώλεια μπόνους ακόμα και αν έχουν πιάσει τους στόχους παραγωγικότητας αλλά κυρίως η δυσμενή εσωτερική μετάθεση με «διευθυντικό δικαίωμα» που στην ουσία αποτελεί προθάλαμο απόλυσης.
Οι ίδιοι εργαζόμενοι επίσης καταγγέλλουν ότι το σύστημα αξιολόγησης λειτουργεί περίεργα ακόμα και στις υψηλότερες βαθμολογίες, αφού συχνά παρουσιάζεται το φαινόμενο εργαζόμενοι με μικρότερη επιτυχία στους στόχους να απολαμβάνουν υψηλότερα μπόνους, αφού όπως ανέφερε ο ίδιος ο πρόεδρος η βαθμολογία χρησιμοποιείται ως κριτήριο από τους προϊσταμένους και τους τμηματάρχες προκειμένου να υπολογιστούν τα μπόνους παραγωγικότητας (και όχι τα ίδια τα αποτελέσματα των στόχων παραγωγικότητας όπως θα ήταν το φυσιολογικό).
Η «αξιολόγηση» ως εργαλείο εκβιασμού
Όπως αναφέρουν οι καταγγέλλοντες το σύστημα λειτουργεί ως εξής. Αρχικά διαρρέουν οι λίστες με τα ονόματα των εργαζομένων που πήραν χαμηλή βαθμολογία. Ταυτόχρονα άνθρωποι από το τμήμα διαχείρισης προσωπικού αρχίζουν να τηλεφωνούν στα σπίτια των εργαζομένων ακόμα και μέσα στο Σαββατοκύριακο και τους προτείνουν να παραιτηθούν κάνοντας χρήση κάποιου προγράμματος εθελουσίας, που φυσικά καμία σχέση δεν έχει με το κρατικό αντίστοιχο πρόγραμμα. Όσοι αρνούνται να αποχωρήσουν από την δουλειά τους και δεν έχουν κάποιο πολιτικό ή εταιρικό μέσο μετατίθενται δυσμενώς στον OTE TV. Εκεί χωρίς να δίνεται καμία βάση στην ειδικότητα των εργαζομένων, στα χρόνια προϋπηρεσίας ή στην εκπαίδευσή τους ανατίθεται η πώληση door to door πακέτων σύνδεσης ΟΤΕ TV και μάλιστα με ακατόρθωτους στόχους δεδομένης και της περιρρέουσας οικονομικής κατάστασης. Η σίγουρη αποτυχία τους τέλος χρησιμοποιείται για την οριστική απόλυση των εργαζομένων.
Σύμφωνα με τις καταγγελίες την άνοιξη μετακινήθηκαν προς τον ΟΤΕ ΤV πάνω από 700 εργαζόμενοι. Τόσοι που πλέον το κτίριο που στεγάζει τον OTE TV στο Ψυχικό να μην μπορεί να δεχτεί άλλο κόσμο και για αυτό με νέα οδηγία του τμήματος διαχείρισης προσωπικού οι μεταταγμένοι παραμένουν στα γραφεία τους στον ΟΤΕ αλλά με το νέο τους αντικείμενο.
Το success story συνεχίζεται σε όλες τις επενδύσεις με τον ίδιο τρόπο. Οι θέσεις εργασίας μειώνονται σταθερά (και κατά χιλιάδες) κάθε χρόνο, οι μισθοί μειώνονται και οι ξένοι ιδιοκτήτες γίνονται όλο και πιο αυστηροί και αμείλικτοι με το προσωπικό τους.
Τουλάχιστον όμως μπορούμε να επιβεβαιώσουμε τον σοφό μας λαό. Όντως η γερμανική αποτελεσματικότητα στην εκτέλεση του κερδοφόρου business plan της είναι παραπάνω από εντυπωσιακή. Απλά οι παράπλευρες απώλειες είναι ελληνικές.