Με αφορμή εκδήλωση μνήμης για τα θύματα της τρομοκρατίας, που πραγματοποιήθηκε σήμερα υπό την Αιγίδα του πρωθυπουργού, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην εισήγηση του η οποία ήταν συνέχεια του δόγματος που ακολουθεί η κυβέρνηση για «Νόμο και τάξη» δήλωσε πως σε τρεις μήνες από σήμερα, η χώρα θα αποκτήσει Εθνική Στρατηγική για την Καταπολέμηση της Τρομοκρατίας και του Βίαιου Εξτρεμισμού.
Μάλιστα, το χαρακτήρισε ως «θεσμικό και στρατηγικό κείμενο», έτσι ώστε «να καλυφθεί ένα κενό πολιτικής που επί χρόνια σκίαζε την εικόνα της Ελλάδας στην αξιολόγησή της από διεθνείς οργανισμούς».
Παράλληλα, είπε ότι «η πολύχρονη παρουσία της βίας στη δημόσια ζωή, της επέτρεψε να κλιμακωθεί ποσοτικά, αλλά και να μεταλλαχθεί ποιοτικά: Η γροθιά έγινε ρόπαλο, το ρόπαλο μολότοφ και η μολότοφ Καλάσνικοφ». Πρόσθεσε ότι «η παράνομη διαμαρτυρία σε μία σχολή μετατράπηκε εύκολα σε μία κατάληψη ενός ξένου κτιρίου. Και ύστερα -πολύ εύκολα- σε γιάφκα παρανομίας, συχνά σε συνεργασία με το κοινό ποινικό έγκλημα».
Επίσης, προανήγγειλε ότι στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη θα ιδρυθεί Διεύθυνση Πρόληψης της Βίας, δηλαδή ένα «ειδικό επιτελείο με αιχμή του ενδιαφέροντός του τη ριζοσπαστικοποίηση που τροφοδοτεί την τρομοκρατία».
Ο πρωθυπουργός επισήμανε ότι το πεδίο δράσης της Διεύθυνσης Πρόληψης της Βίας θα απλώνεται παντού: «από τα σωφρονιστικά καταστήματα μέχρι τις οργανώσεις φιλάθλων».
Ανέφερε ότι δρομολογείται «εκστρατεία αποδόμησης αυτού που θα αποκαλούσαμε το “οπλοστάσιο ιδεών” του αίματος». Όπως υποστήριξε αυτό θα είναι μία «καμπάνια ευαισθητοποίησης, από κοινού με τους Δήμους, με τους φορείς της κοινωνίας των πολιτών». Μάλιστα, πρόσθεσε ότι «στους ταραγμένους καιρούς μας, η γόνιμη νεανική αμφισβήτηση εύκολα γίνεται τάση ή μόδα της βίας».
Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε συγκεκριμένα και στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα: «Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα είναι πληγή στη δημοκρατία μας. Απέναντι στη βία δεν επιτρέπεται καμία υποχώρηση».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης «έκλεισε» την ομιλία του λέγοντας ότι «η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, προφανώς, και περνά μέσα από την καταστολή. Κυρίως, όμως, περνά μέσα από την απαξίωσή της. Περνά μέσα από την απονομιμοποίηση της. Από την εμπέδωση μιας κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης. Σε αυτό το ζητούμενο, κρίσιμο ρόλο αναλαμβάνει η Πολιτική με όπλα το διάλογο, τη συνεννόηση και την καταλλαγή. Ωστόσο -και θα κλείσω με αυτό- τίποτα θετικό, τελικά, δεν θα επιτευχθεί χωρίς την ενεργοποίηση των απλών πολιτών. Είναι αυτοί που πρώτοι καλούνται να διαφυλάξουν τη συλλογική μνήμη, ορθώνοντας -με τη στάση τους- το δικό τους ανάστημα απέναντι στη βία. Κι αυτό θα συμβεί όταν κάθε νέος μας θα μεταφράσει σε δημιουργική προσπάθεια την αντισυμβατική απειθαρχία της ηλικίας του. Θα συμβεί όταν κάθε περαστικός αντιμετωπίσει το δημόσιο χώρο ως κομμάτι της προσωπικής του περιουσίας, γιατί αυτό είναι. Θα συμβεί όταν ο κάθε πολίτης αντιληφθεί ότι, απέναντι στη βία, η δική του φωνή είναι ακόμα ισχυρότερη και από την αστυνομική ασπίδα.»