γράφει η Εύη Νικολοπούλου, ψυχολόγος, μέλος του Κοινωνικού Ιατρείου Εξαρχείων
Η ψυχική νόσος ,η εξάρτηση και η σωματική ασθένεια, ευδοκιμούν σε περιβάλλοντα που έχει υπάρξει τραύμα, στρες, φτώχεια, καταπίεση, ανεργία. Είναι λάθος οι ψυχικές διαταραχές, που κάποιες καταλήγουν σε εξαρτητικές συμπεριφορές, να γίνονται αντιληπτές είτε ως αποτέλεσμα νευροβιολογικής προέλευσης, ως εγγενές ελάττωμα, ως αδυναμία ή ως αποτέλεσμα “κακής διαχείρισης”των ζητημάτων της ζωής και των σχέσεων, εκ μέρους του ίδιου του πάσχοντος ανθρώπου. Και ότι επομενως για τη θεραπεία, την ανακούφιση και την αντιμετώπιση τους χρειάζεται είτε μια μονοσήμαντη φαρμακολογική απάντηση από τον ψυχίατρο ή η ψυχοθεραπεία. Ή εγκλεισμός σε ένα κέντρο αποτοξίνωσης, όταν πρόκειται για τοξικομανή.
“Οι εξαρτήσεις γεννιούνται πάντοτε από τη δυστυχία, ακόμα και αν αυτή είναι κρυμμένη. Είναι συναισθηματικά αναισθητικά: μουδιάζουν τον πόνο. Το πρωταρχικό ερώτημα -πάντοτε- δεν είναι «από πού η εξάρτηση;», αλλά «από πού ο πόνος;»
Γκαμπόρ Ματέ
Όσον αφορά στην ψυχική υγεία, οι απαντήσεις όλες φαίνεται να επαφίενται στην ψυχοθεραπεία “διαχείρισης”. Λες και η ανθρώπινη ζωή είναι ένα απέραντο και διαρκές μάρκετινγκ του εαυτού, σε μια αυξανόμενης δυσκολίας αγορά εργασίας, που θα αντιμετωπιστεί με τη συσσώρευση δεξιοτήτων: διεκδικητικότητας, επίλυσης προβλημάτων, διαχείρισης θυμού,αυτογνωσίας κτλ.
Γνωρίζουμε ότι ο άνεργος άνθρωπος υφίσταται ένα μεγάλο στρες επιβίωσης και στέρησης της αξιοπρέπειας. Μεγάλο στρες υφίσταται και ο εργαζόμενος που, παρόλο που πολύ συχνά κατέχει περισσότερα προσόντα από ότι χρειάζεται μια θέση εργασίας, έχει δύο επιλογές: είτε να δεχτεί μια οποιαδήποτε θέση εργασίας, με απλήρωτες υπερωρίες και εξαντλητικές συνθήκες, ή το κοινωνικό walk of shame: Δηλαδή θα χρεωθεί το φταίξιμο και την αποτυχία ολοκληρωτικά. Οπως ακριβώς το λέει ο Κώστας Σαββόπουλος στο άρθρο του στο skra punk:
«Η ρητορική της υπευθυνότητας των ανώτερων τάξεων, προς τις υποτελείς, πως δηλαδή αν είσαι φτωχός φταις εσύ που δεν εργάστηκες αρκετά σκληρά, αν οι άλλοι σε κρίνουν με βάση τη φυλή σου φταις εσύ που δεν έκανες κάτι για να αποσυνδεθείς από το συλλογικό στίγμα που φέρει το χρώμα σου, αν κάποιος σε βιάσει, φταις εσύ γιατί ντύθηκες προκλητικά. Η ρητορική αυτή εντείνεται ιδιαίτερα στις περιόδους κρίσης, όπου κάθε βεβαιότητα καταρρέει και τα άτομα ψάχνουν απεγνωσμένα αποδομένους και έτοιμους ρόλους να επιτελέσουν.»
Οι πολιτικές επιλογές και οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις σπρώχνουν κάθε χρόνο όλο και περισσότερο κόσμο έξω από την αγορά εργασίας και έξω από το δίχτυ προστασίας του ασφαλιστικού συστήματος. Και παρόλα αυτά, ή μάλλον ακριβώς γι αυτό, η κοινωνική αναπαράσταση των απελπισμένων και δυστυχισμένων ανθρώπων στα κυρίαρχα μίντια τείνει να μιλάει για (βιολογικά) “ελαττωματικούς”, αδύναμους, τεμπέληδες, υπερβολικά ευαίσθητους. Υπεύθυνους με λίγα λόγια για την κακή τους μοίρα και τα αδιέξοδα τους. Οι περιθωριοποιημένοι άνθρωποι,οι αποκλεισμένοι από την εργασία και την συστήματα υγείας, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αναπτύξουν ψυχικά νοσήματα,ενοχές, αισθήματα αποτυχίας και κατωτερότητας,κατάθλιψη, άγχος και αισθήματα μοναξιάς.Η χρήση ουσιών πολλές φορές είναι μονόδρομος ως ανακούφιση του ψυχικού πόνου.
Είναι ξεκάθαρο ότι η ψυχική ασθένεια έχει αποπολιτικοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, έτσι ώστε να δεχόμαστε άκριτα αυτήν την κατάσταση στην οποία για παράδειγμα η κατάθλιψη και το άγχος, δυο κατεξοχήν ψυχοκοινωνικες ασθένειες, είναι ασθένειες που θεωρείται ότι πρέπει να αντιμετωπίζονται αποκλειστικά από το Ε.Σ.Υ, τους ψυχιάτρους και τους ψυχοθεραπευτές.
Δυστυχώς η μονομερής αυτή απάντηση της πολιτείας στις ψυχικές ασθένειες, είναι ουσιαστικά μέρος του προβλήματος. Ο ριζοσπαστικός θεραπευτής David Smail ισχυρίζεται ότι η άποψη της Margaret Thatcher ότι “δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως η κοινωνία” παρά μόνο τα άτομα και οι οικογένειές τους, βρίσκει «μια μη αναγνωρισμένη ηχώ σε όλες σχεδόν τις προσεγγίσεις της θεραπείας». Θεραπείες όπως η γνωστική- συμπεριφορική θεραπεία, συνδυάζουν την εστίαση στην πρώιμη ζωή με το δόγμα της αυτοβοήθειας, ότι τα άτομα μπορούν να γίνουν κύριοι του δικού τους πεπρωμένου. Η ιδέα είναι ότι “με την εξειδικευμένη βοήθεια του θεραπευτή ή του συμβούλου, μπορείτε να αλλάξετε τον κόσμο ώστε να μην σας προκαλεί πλέον δυσφορία”.Ο Smail ονομάζει αυτή την άποψη “μαγικό βολονταρισμό”. Θεραπεία placebo, θα έλεγα εγώ.
Με αυτό το σκεπτικό εναρμονίζονται και τα κινήματα θετικής ενέργειας, που προβάλλουν ως τη λύση σε όλα τα προβλήματα ένα κλικ στον τρόπο σκέψης, ένα θετικό πρόσημο, που θα πλημμυρίσει το ψυχικό τοπίο με ενθουσιασμό και χαρά και, σα σφουγγάρι, θα εξαφανίσει τις αρνητικές σκέψεις.
Το σίγουρο είναι ότι δεν μπορούμε είτε απλά διδάσκοντας τεχνικές διαχείρισης, είτε προπαγανδίζοντας το ζαμανφουτίστικης φιλοσοφίας “σκέψου θετικά” να βγάλουμε τους ανθρώπους από τη δυστυχία τους. Διότι το τοξικό περιβάλλον, οικογένεια και κοινωνία, οικονομία και πολιτική, δεν σταματάει να πιέζει τους ανθρώπους 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, και να τους στερεί την αξιοπρέπεια τους και την ελευθερία τους, όσο τέχνη και θέληση να επιστρατεύσουμε.
Το αποτέλεσμα είναι κάποιες φορές τραγικό: η αποτυχία του ανθρώπου να ελέγξει τη ζωή του με το placebo που του παρέχουν οι “τεχνικές διαχείρισης” βιώνεται από τον ίδιο ως προσωπική αποτυχία. Και ενδεχομένως να τον βυθίσουν πιο βαθιά στην απελπισία.Διότι τοποθετώντας την κύρια έμφαση στην ατομική θεραπεία και στη διαχείριση των εκάστοτε δυσκολιών, δημιουργούμε στον ευάλωτο άνθρωπο μια μη ρεαλιστική προσδοκία, μια εικόνα ενός ζογκλέρ πάνω σε ένα ποδήλατο, και την στρεβλή αντίληψη ότι το αν θα επιτύχει να ισορροπήσει πάνω σε αυτό είναι δική του αποκλειστικά ευθύνη.
Οι επικρατούσες ατομικές θεραπείες προσπαθούν να ενισχύσουν την αντίληψη της δύναμης των πελατών να αλλάξει, όταν στην πραγματικότητα είναι η πραγματική δύναμη και ο έλεγχος που τους λείπει πάνω σε μια σειρά από πόρους και δυνατότητες:Τους έχει κοινωνικά αφαιρεθεί η εξουσία πάνω σε υλικούς πόρους, χρήματα, απασχόληση και εκπαίδευση.
Ένα άλλο βασικό συστατικό που στερεί η σύγχρονη κοινωνία από τα μέλη της, είναι η αίσθηση της επάρκειας και της αναγνώρισης από τον κοινωνικό περίγυρο. Σύμφωνα με τον καθηγητή νευροβιολογίας του Stanford Ρόμπερτ Σαπόλσκι, η θέση στην κοινωνική ιεραρχία και η εκτίμηση και η αναγνώριση στο χώρο εργασίας, είναι άμεσα συνδεδεμένη με τα ποσοστά ορμονών του στρες στο αίμα. Δηλαδή το να έχεις αναγνώριση,κοινωνική αποδοχή και σημαντικό ρόλο στην εργασία, την οικογένεια και την κοινωνία, είναι παράγοντες που καθορίζουν όχι μόνο την ευτυχία και την ικανοποίηση, αλλά ασφαλείς προγνωστικοί δείκτες για την υγεία ή την ασθένεια.
Ας αναρωτηθούμε τελικά, γιατί η ατομική θεραπεία έχει γίνει τόσο δημοφιλής και υιοθετείται ως η κυρίαρχη απάντηση σε μεγάλου φάσματος ψυχικά προβλήματα. Γιατί είναι πλήρως αποσυνδεδεμένη από βιοποριστικά και εργασιακά ζητήματα. Γιατί δεν υπάρχει θεσμικά καμμία διασύνδεση ανάμεσα σε επαγγελματίες ψυχικής υγείας και κοινωνικούς λειτουργούς. Όταν γνωρίζουμε πόσο αλληλένδετα είναι βιοπορισμός και ψυχική υγεία :και οι ίδιοι οι θεραπευτές βασίζομαστε στο εισόδημα μας για να βάλουμε φαγητό στο τραπέζι και να πληρώσουμε το ενοίκιο, ακριβώς όπως οι πελάτες μας, και ο βιοπορισμός είναι ένας από τους παράγοντες που επηρεάζουν και την δική μας διάθεση και την ψυχική μας υγεία. Ο ίδιος ο Σίγκμουντ Φρόιντ είχε γράψει ότι «Η διάθεσή μου εξαρτάται επίσης πολύ έντονα από τα κέρδη μου… Έχω γνωρίσει την αδυναμία της φτώχειας και τον φοβάμαι συνεχώς».
Η βιοψυχοκοινωνικοπολιτική διάσταση και η πολυπλοκότητα των ζητημάτων της ψυχικής υγείας είναι ανάγκη να μετουσιωθεί σε ανυποχώρητη διεκδίκηση για το δικαίωμα στην εργασία, στην αξιοπρέπεια, στον ελεύθερο χρόνο και στην ελευθερία αυτοπροσδιορισμού και αυτοδιάθεσης ,ως αναγκαίες συνθήκες και προϋποθέσεις της ψυχικής ευημερίας και ανθρώπινης αυτοπραγμάτωσης.
Η ψυχική ασθένεια είναι προσπάθεια επιβίωσης σε ένα παράλογο,πιεστικό και εχθρικό περιβάλλον. Είναι μομφή στον εαυτό που δεν τα κατάφερε να επιβιώσει σε μια κοινωνία που ευνοεί τους ισχυρούς.Είναι στην ουσία αγώνας για την αποδοχή, την χειραφέτηση, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια. Στο δρόμο για τη θεραπεία απαιτείται συλλογική συστράτευση δυνάμεων και πλαισίων. Η θεραπεία δεν είναι ατομική υπόθεση, αλλά μια πολιτική πράξη διεκδίκησης της ζωής.