Ο Δείκτης Ισότητας των Φύλων που δημοσίευσε το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων (EIGE), βαθμολόγησε την Ελλάδα με 52,5 στα 100, τοποθετώντας τη χώρα μας και πάλι στην τελευταία θέση της κατάταξης στην Ε.Ε. Από το 2010, αναφέρει η έκθεση του EIGE, η Ελλάδα παραμένει λίγο-πολύ στάσιμη σε ό,τι αφορά την έμφυλη ισότητα στους τομείς χρόνος, χρήμα, υγεία, εξουσία, εκπαίδευση και απασχόληση.
Οι βαθμολογίες του φετινού Δείκτη βασίζονται, ως επί το πλείστον, σε στοιχεία του 2019. Παρότι δεν αποτυπώνει πλήρως τον αντίκτυπο της πανδημίας στον τομέα της έμφυλης ισότητας, η έκθεση του EIGE περιλαμβάνει στοιχεία που τεκμηριώνουν ορισμένες από τις επιπτώσεις αυτές.
Την καλύτερη επίδοσή της η χώρα μας την παρουσιάζει στον τομέα της υγείας -και εκεί, όμως, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 20ή θέση στην ΕΕ και είναι 3η στη λίστα με τα ποσοστά γυναικών που υποφέρουν από ψυχικές διαταραχές, μετά την Ισπανία και την Πορτογαλία. Συρρικνωμένο εμφανίζεται επίσης το χάσμα ανάμεσα στην απασχόληση ανδρών και γυναικών – συρρίκνωση, ωστόσο, που οφείλεται κυρίως στη μεγάλη μείωση της απασχόλησης των ανδρών στην Ελλάδα από το 2010 έως το 2019.
Οι μεγαλύτερες ανισότητες εντοπίζονται στη χώρα μας στον τομέα της εξουσίας, όπου η Ελλάδα καταλαμβάνει την 26η θέση στην ΕΕ -ο υπο-τομέας στον οποίο έχουμε τη χαμηλότερη βαθμολογία είναι εκείνος της λήψης οικονομικών αποφάσεων. Και στον χώρο της πολιτικής, όμως, φαίνεται ότι η πρόοδος έχει ανασταλεί, με τα ποσοστά γυναικών υπουργών, για παράδειγμα, να έχουν μειωθεί, από το 2021, από 20% στο 16%. Νότα αισιοδοξίας αποτελεί η γυναικεία εκπροσώπηση στα διοικητικά συμβούλια των εταιρειών, που δείχνει να αυξάνεται: λίγο πριν από την εισαγωγή του μέτρου των ποσοστώσεων για τις εισηγμένες επιχειρήσεις, η παρουσία γυναικών στα συμβούλια υπολογίστηκε, βάσει του Δείκτη, στο 15% (από 6% το 2010).
Εκτός από τους παραπάνω τομείς, ο Δείκτης περιλαμβάνει κάθε χρόνο μια ξεχωριστή ενότητα που αφορά την έμφυλη βία στην ΕΕ. Καθώς όμως τα κράτη-μέλη δεν έχουν ακόμα εναρμονίσει τη μεθοδολογία με την οποία υπολογίζουν την έκταση και τη σοβαρότητα του φαινομένου, δεν υπάρχουν προς το παρόν ενιαία αριθμητικά δεδομένα στην αναφορά του EIGE. Η εναρμόνιση αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2023 και τα συγκρίσιμα στοιχεία να συμπεριληφθούν στον Δείκτη του 2024.
Δεν είναι, βέβαια, μόνο ο Δείκτης του EIGE που ανέδειξε, την τελευταία εβδομάδα, το δρόμο που έχουμε ακόμα, ως χώρα, να κάνουμε. Στον πρόσφατα δημοσιευμένο Δείκτη με τίτλο Γυναίκες, Ειρήνη και Ασφάλεια (Women, Peace, and Security Index) από το Georgetown Institute for Women, Peace and Security (GIWPS) και το Peace Research Institute του Όσλο (PRIO), η Ελλάδα καταλαμβάνει την 45η θέση μεταξύ των 170 χωρών που συμμετέχουν στην έρευνα και την τελευταία στο γκρουπ των ανεπτυγμένων χωρών. Και εδώ η χώρα μας παρουσιάζει τις χειρότερες επιδόσεις στον τομέα της απασχόλησης και της οικονομικής συμπερίληψης.
«Οι πολιτικές ισότητας δεν αποτέλεσαν ποτέ πολιτικές κεντρικής προτεραιότητας»
«Η πρόοδος στο πεδίο της ισότητας των φύλων συνολικά στην Ευρώπη των 27 κρατών-μελών, είναι σχεδόν αδιόρατη συγκριτικά με την περσινή χρονιά ενώ φαίνεται πως γενικά η πρόοδος είναι πολύ μικρή την τελευταία δεκαετία. Κι όπως επισημαίνεται στην έκθεση, ακόμη κι αυτή η ελάχιστη πρόοδος στην επίτευξη της έμφυλης ισότητας απειλείται από την επιπτώσεις της πανδημίας. Η πανδημία και οι επιπτώσεις της φαίνεται πως διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην επιβράδυνση της προόδου για την επίτευξη της έμφυλης ισότητας. Ενδεχομένως να συνεχίζει να παίζει ρόλο και μεσομακροπρόθεσμα, μια εκτίμηση εξαιρετικά ανησυχητική» τόνισαν μιλώντας στο TPP η Μαρία Τζαβάρα (Κέντρο Διοτίμα) & Άννα Βουγιούκα (κοινωνική επιστήμονας, εμπειρογνώμονας σε θέματα φύλου) από το Κέντρο Διοτίμα.
Συνεχίζοντας, ανέφεραν ενδεικτικά έναν από τους παράγοντες που σχετίζονται με την πανδημική κρίση και εξηγούν πώς καθόρισε και εξακολουθεί να καθορίζει τις πιο σημαντικές πτυχές της κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης και ζωής. «Βλέπουμε ότι τις τεράστιες ανάγκες σε περίθαλψη και φροντίδα στο σπίτι ασθενών covid καλύπτουν και πάλι οι γυναίκες με απλήρωτη οικιακή εργασία μια οπισθοχώρηση που αναδεικνύει τις μεγάλες ανισότητες στην ιδιωτική σφαίρα. Οι συνέπειες αυτές ιδιαίτερα στον τομέα της απασχόλησης/προοπτικών απασχόλησης εκτιμάται ότι θα είναι δυσμενέστερες και πιο παρατεταμένες για τις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες ως αποτέλεσμα του επαγγελματικού διαχωρισμού από τη μια πλευρά και της άνισης κατανομής των καθηκόντων φροντίδας στην ιδιωτική σφαίρα από την άλλη. Ιδιαίτερα δυσμενείς αναμένεται να είναι οι επιπτώσεις της πανδημίας σε ομάδες γυναικών αλλά και ανδρών που γεννήθηκαν εκτός ΕΕ» σημειώνουν σχετικά.
Τα πράγματα παραμένουν δύσκολα και στον τομέα των χρημάτων, όπου η χώρα μας εμφανίζει μεγαλύτερες έμφυλες ανισότητες απ’ ό,τι εμφάνιζε το 2010. «Ζοφερή είναι και η εκτίμηση ότι η πανδημία ενδέχεται να επιδεινώσει το εισοδηματικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών καθώς οι γυναίκες χάνουν σημαντικά εισοδήματα γιατί ‘’έπρεπε’’ να αναλάβουν αυξημένα καθήκοντα στο σπίτι (να μην ξεχνάμε ακόμη και τις εκπαιδευτικές ανάγκες που κλήθηκαν να καλύψουν οι γονείς και κυρίως οι μητέρες λόγω των lockdown) αλλά και λόγω του χάσματος στις αμοιβές μεταξύ των φύλων. Στην έκθεση επισημαίνεται ότι χωρίς την κατάλληλη εισοδηματική στήριξη, η θηλυκοποίηση της φτώχειας θα επιταχυνθεί μετά την πανδημία» τονίζουν οι Μ. Τζαβάρα και Α. Βουγιούκα.
Στον τομέα την πολιτικής ζωής, παρατηρούμε πως σε ορισμένες χώρες υπάρχει σημαντική εκπροσώπηση των γυναικών. «Είναι σημαντικό να δούμε ότι τα αποτελέσματα ποικίλλουν ανά χώρα και οι διακυμάνσεις μεταξύ των χωρών είναι μεγάλες. Αν και σημαντική είναι η πρόοδος την τελευταία δεκαετία σ’ αυτόν τον τομέα, και πάλι οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται συγκριτικά με τους άνδρες όπως τονίζεται στην έκθεση. Η πρόοδος που έχουν πετύχει ορισμένες χώρες στον τομέα της συμμετοχής των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων με την βελτίωση της συμμετοχής γυναικών στην πολιτική και στα ΔΣ εταιρειών δεν φαίνεται να επηρεάζει τόσο θετικά την συνολική πρόοδο. Παρόλα αυτά, είναι ασφαλώς πολύ θετική εξέλιξη σε επίπεδο ΕΕ. Στην Ελλάδα βέβαια δεν έχουμε την αντίστοιχη πρόοδο σε αυτούς τους τομείς» είπαν χαρακτηριστικά.
Από το 2010, αναφέρει η έκθεση, η Ελλάδα παραμένει σχεδόν στάσιμη σε ό,τι αφορά την έμφυλη ισότητα σε συγκεκριμένους τομείς: χρόνος, χρήμα, υγεία, εξουσία, εκπαίδευση και απασχόληση. Ζητήσαμε το σχόλιο των ειδικών από τι Κέντρο Διοτίμα και αρχικά τόνισαν πως στην Ελλάδα, οι πολιτικές ισότητας δεν αποτέλεσαν ποτέ πολιτικές κεντρικής προτεραιότητας. «Παρότι σε κεντρικό θεσμικό επίπεδο η χώρα από το 1985 είχε έναν (σχετικά) αυτόνομο φορέα που ήταν αρμόδιος για την ισότητα των φύλων, (την Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων/ ΓΓΙΦ), και είχε τη δυνατότητα να παρεμβαίνει με συγκεκριμένες πολιτικές και σχέδια δράσης για την αντιμετώπιση των δομικών έμφυλων ανισοτήτων, δεν υπήρξε η πολιτική βούληση ανάδειξης των θεμάτων φύλου και ισότητας με έναν συστηματικό τρόπο στην κεντρική πολιτική ατζέντα» επεσήμαναν.
«Η παρούσα κυβέρνηση μάλιστα έδωσε εξαρχής το στίγμα της, όταν ήδη από τον Ιούλιο του 2019 κατάργησε και στη συνέχεια μετονόμασε τη Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων, τη θέση της οποίας πήρε η Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων μεταφερόμενη παράλληλα στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων μαζί με το Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ).[1]Και το έκανε αυτό αγνοώντας πλήρως ανακοινώσεις και καταγγελίες για την απαξίωση της ισότητας των φύλων και των δύο εθνικών / κεντρικών θεσμικών οργάνων της πολιτείας (ΓΓΙΦ και ΚΕΘΙ), από14 γυναικείες οργανώσεις και συλλογικότητες, από τον Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, από 8 πρώην γενικές γραμματείς ισότητας των φύλων, αλλά και από κόμματα και βουλεύτριες. Η κυβέρνηση επέλεξε επίσης να αγνοήσει τις συστάσεις της Ομάδας Εργασίας του ΟΗΕ, που το 2019 πραγματοποίησε επίσκεψη στη χώρα για να καταγράψει διακρίσεις σε βάρος των γυναικών και να εξετάσει τις πολιτικές που εφαρμόζονται για την ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή. Σε ό,τι αφορά τη Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων η Ομάδα Εργασίας του ΟΗΕ τόνισε ότι θα πρέπει να διαδραματίσει κομβικό ρόλο με βάση και όσα ορίζονται στον Ν. 4604//2019 για την ουσιαστική ισότητα των φύλων, ενώ η πολιτεία θα πρέπει να διασφαλίσει ότι ο ρόλος και οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων θα ενισχυθούν ουσιαστικά προκειμένου να καταστεί το κεντρικό κυβερνητικό όργανο για την ισότητα των φύλων» σχολιάζουν χαρακτηριστικά.
Εξουσία με πατριαρχικά και δομικά χαρακτηριστικά
Είναι προφανές ότι όλα τα παραπάνω δεδομένα καταδεικνύουν εμφατικά τα πατριαρχικά και δομικά χαρακτηριστικά της εξουσίας, κεντρικής αλλά και τοπικής, που αντιλαμβάνεται τα ζητήματα της ισότητας περισσότερο ως θέματα διακρίσεων σε ατομικό επίπεδο και όχι ως κοινωνικοοικονομικής τάξης ζητήματα που διαπερνούν όλες τις πτυχές της δημόσιας, εργασιακής και προσωπικής ζωής. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν υιοθετείται μια τέτοια λογική γιατί θα μπορούσε δυνητικά να είναι απειλητική για την εξουσία και τις έμφυλες ιεραρχήσεις εντός της και εν γένει για την κοινωνική και οικονομική ζωή.
«Αν το ένα ζήτημα λοιπόν για τη στασιμότητα τα τελευταία 10 χρόνια στα θέματα της ισότητας, είναι το έλλειμμα πολιτικής στόχευσης και στρατηγικής το άλλο σημαντικό ζήτημα είναι η οικονομική κρίση που βιώσαμε/νουμε στην Ελλάδα και επηρέασε ποικιλοτρόπως και διαφορετικά τη θέση γυναικών και ανδρών στην κοινωνικοοικονομική ζωή και έθεσε δυσμενέστερους όρους σαφώς για την υπόθεση της ισότητας. Και βέβαια, όπως προαναφέρθηκε, η απαξίωση των κεντρικών θεσμικών φορέων για την ισότητα των φύλων και ένταξή τους κάτω από την ομπρέλα της δημογραφικής και οικογενειακής πολιτικής η οποία σηματοδοτεί την πλήρη ταύτιση των γυναικών με την ιδιωτική σφαίρα, και τις νεοσυντηρητικές πατριαρχικές και ετεροκανονικές αντιλήψεις και εμμονές, και την πλήρη ιδεολογικό-πολιτική απίσχναση της ισότητας των φύλων, όπως αποτυπώνεται και στον Δείκτη για την Ισότητα των Φύλων στην Ευρωπαϊκή Ένωση» υπογραμμίζουν και δίνουν ενδεικτικά ποσοστά που αποδεικνύουν πως η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις τελευταίες θέσεις με συνολικές επιδόσεις εξαιρετικά χαμηλές:
α) Πολιτική συμμετοχή και εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο, στην κυβέρνηση και στην τοπική αυτοδιοίκηση: 27%, β) Διαθεσιμότητα ελεύθερου χρόνου και συμμετοχή σε δραστηριότητες κοινωνικές, πολιτιστικές, ψυχαγωγικές, κ.λπ.: 44,7%, γ) Πρόσβαση στην απασχόληση και σε ποιοτικές θέσεις/συνθήκες εργασίας: 65,3%, δ) Συμμετοχή στην εκπαίδευση και διά βίου μάθηση και οριζόντιος επαγγελματικός διαχωρισμός: 54,9%, ε) Κατάσταση υγείας και πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας: 84,3% και στ) Πρόσβαση σε οικονομικούς πόρους και οικονομική κατάσταση γυναικών (με βάση τις αμοιβές και τα εισοδήματα): 73,7%. Επίσης οι επιδόσεις σε αυτούς τους δείκτες δεν βελτιώνονται με το πέρασμα του χρόνου.
Ο ρόλος της πανδημίας
Σε αυτό το ήδη δυσμενές περιβάλλον, προέκυψε και η πανδημία και οι διαφορετικές επιπτώσεις ανά φύλο τόσο σχετικά με την υγεία όσο και με τις πολιτικές αντιμετώπισής της όπως τα lockdown κ.λπ., που επέδρασαν αρνητικά όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο και στα ζητήματα έμφυλων ρόλων και ανισοτήτων στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα, αλλά και στο πεδίο της έμφυλης και ιδιαίτερα της ενδοοικογενειακής/συντροφικής βίας(domesticviolence/ intimatepartnerviolence). Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ την χαρακτήρισε «σκαιά πανδημία της βίας κατά των γυναικών και των κοριτσιών». Υπαρκτή και υποτιμημένη στη συλλογική συνείδηση παράλληλα.
Και παρότι δεν υπάρχουν πολύ αναλυτικά πρόσφατα στοιχεία σχετικά με αυτό καθαυτό το νέο πλαίσιο, ιδιαιτέρως ποιοτικά δεδομένα, εκτός από την1η Έκθεση για τη Βία κατά των Γυναικών της ΓΓΙΦ(2020), και την Ετήσια Έκθεση Απολογισμού του Τμήματος Αντιμετώπισης της Ενδοοικογενειακής Βίας της Αστυνομίας(2020), φαίνεται ότι ο αναγκαστικός περιορισμός στο σπίτι, αποκάλυψε και αύξησε δραματικά τα περιστατικά έμφυλης βίας με δράστες κυρίως άνδρες συζύγους ή συντρόφους. «Όλες οι γυναίκες κινδυνεύουν, ωστόσο μεγαλύτερο κίνδυνο ενδοοικογενειακής ή συντροφικής βίας φαίνεται πως διατρέχουν ηλικιωμένες γυναίκες, κορίτσια και γυναίκες με αναπηρία, μετανάστριες, άστεγες γυναίκες και θύματα trafficking» τονίζουν οι Μ. Τζαβάρα και Α. Βουγιούκα.
Μια άλλη σημαντική πτυχή είναι οι διαστάσεις που παίρνει η σεξουαλική παρενόχληση και από την οποία είναι πολύ πιθανόν να επηρεαστούν περισσότερο λεσβίες γυναίκες, αμφιφυλόφιλες, γυναίκες τρίτων χωρών, γυναίκες με αναπηρία. Μεγάλη φαίνεται πως είναι και η έκταση της διαδικτυακής παρενόχλησης σε κορίτσια και νέες γυναίκες και του γενικευμένου σεξισμού και μισογυνισμού που αναπαράγεται στην τηλεόραση και στα ΜΜΕ – ιδιαιτέρως στα mainstream αλλά όχι μόνο, και η ανεπαρκής σε πολλές περιπτώσεις απόκριση της αστυνομίας όταν οι γυναίκες καταγγέλλουν ή αναφέρουν περιστατικά έμφυλης βίας.
«Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους ζούμε σε μια κοινωνία που ανέχεται και αναπαράγει την κουλτούρα της έμφυλης βίας και έχει κανονικοποιήσει τη βία κατά των γυναικών και των θηλυκοτήτων. Δεν έχουμε παρά να δούμε με πόση σπουδή στιγματίζεται ένα θύμα κακοποιητικής συμπεριφοράς ή οι γυναίκες που είναι θύματα γυναικοκτονίας, σε μια διαρκή αναζήτηση «δικαιολογητικών» για τους δολοφόνους, τους βιαστές και τους κακοποιητές. Δεν έχουμε παρά να σκεφτούμε ότι η Ελλάδα είναι μία από τις ελάχιστες χώρες της Ευρώπης όπου η σεξουαλική εκπαίδευση δεν έχει συμπεριληφθεί στην ύλη του σχολείου, ενώ είναι κοινός τόπος η τεράστια έλλειψη πληροφόρησης και διαλόγου για τα θέματα σεξουαλικότητας, φύλων, έμφυλων σχέσεων, της συναίνεσης, κ.λπ., με αποτέλεσμα να αναπαράγονται σεξιστικές, ομοφοβικές, τρανσφοβικές αντιλήψεις και στάσεις που αναπόφευκτα οδηγούν σε διακρίσεις, έμφυλη βία, και αποθάρρυνση των θυμάτων να αποκαλύψουν όσα βιώνουν» σχολιάζουν σχετικά.
Κακή φαίνεται πως είναι η κατάσταση και στον τομέα της πολιτικής στην Ελλάδα, αφού φαίνεται ότι η πρόοδος έχει ανασταλεί, με τα ποσοστά γυναικών υπουργών να έχουν μειωθεί, το 2021, από 20% στο 16%, ενώ σε άλλες χώρες συναντάται μέχρι και πλειοψηφία γυναικών.
«Σε επίπεδο ποσοστών κατά φύλο των υπουργών έχουμε 16% γυναίκες και 84% άνδρες, στο κοινοβούλιο οι βουλεύτριες αποτελούν το 22% του συνόλου και οι βουλευτές το 78%, ενώ σε επίπεδο τοπικής/περιφερειακής αυτοδιοίκησης τα ποσοστά είναι 21% αιρετές γυναίκες και 79% αιρετοί άνδρες με βάση τον δείκτη ισότητας (με στοιχεία του 2019). Και αυτό παρά το γεγονός ότι η ποσόστωση φύλου με βάση τον Ν. 4604/2019 για την ουσιαστική ισότητα είναι 40% τουλάχιστον και αφορά το σύνολο των εκλογών διαδικασιών (ευρωεκλογών, εθνικών εκλογών και αυτοδιοικητικών)» επισημαίνουν και συνεχίζουν: «Πολλές θεωρητικές του φεμινισμού χαρακτηρίζουν το φαινόμενο πολιτική περιθωριοποίηση των γυναικών διότι αφορά το σύνολο των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών θεσμών (κοινοβούλιο, ευρωβουλή, κυβέρνηση, την τοπική & περιφερειακή αυτοδιοίκηση, πολιτικά κόμματα, συνδικαλιστικούς φορείς, κοινωνικούς εταίρους, διοικητικά συμβούλια δημόσιων οργανισμών, επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, όπως και την Κοινωνία των Πολιτών)».
Η ανδροκεντρική κουλτούρα, οι πολιτικοί ανταγωνισμοί, η ανάγκη εξεύρεσης οικονομικών πόρων και άλλα συνιστούν ανασχετικούς παράγοντες στην περιορισμένη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική, σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων και θέσεις ευθύνης, όπως εξηγούν στο TPP οι υπεύθυνες του Διοτίμα. «Κυρίως όμως είναι η αντίληψη που παραμένει ισχυρή ότι η δημόσια σφαίρααποτελεί προνομιακό χώρο των ανδρών σε αντίθετη με την ιδιωτική σφαίρα με την οποία είναι στερεοτυπικά ταυτισμένες οι γυναίκες και επιφορτισμένες με τις ευθύνες που την αφορούν κατ’ αποκλειστικότητα. Όπως έχει αποδείξει και η Παντελίδου – Μαλούτα, ο θεσμοθετημένος διαχωρισμός δημόσιου-ιδιωτικού χώρου, ο ανδροκεντρικός της κοινωνικής διάρθρωσης και ο σεξισμός των προτύπων για τις έμφυλες σχέσεις και τουςέμφυλους ρόλους, αποτελούν δομικούς παράγοντες που αποτρέπουν/ εμποδίζουν την ενεργητική και απρόσκοπτη εμπλοκή των γυναικών στην πολιτική διαδικασία».
«Επίσης, εμπόδια δημιουργεί και ο εγγενής ανδροκεντρικός της πολιτικής διαδικασίας καθεαυτής. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα, πώς λειτουργούν τα κόμματα, πώς στελεχώνονται, ποιες είναι οι εσωτερικές τους διαδικασίες προώθησης και ανάδειξης στελεχών, πώς λειτουργεί το εκλογικό σύστημα. Αναλαμβάνουν ρόλους και ευθύνες οι γυναίκες; Αν ναι σε ποιο επίπεδο; Αντιμετωπίζονται ισότιμα ή με δυσπιστία; Μπορούν να ξεπεράσουν τις πρακτικές του gatekeeping – της φύλαξης των εισόδων διέλευσης; Όπως έχει αποδειχθεί από την φεμινιστική θεωρία και πράξη, το πολιτικό είναι σχεδόν ταυτόσημο με το ανδρικό και την αρρενωπότητα και η νοηματοδότηση της πολιτικής γίνεται με όρους στερεοτυπικούς και ανδροκρατικούς. Και βέβαια η συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική διαδικασία συσχετίζεται και με ταξικά κριτήρια: την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των γυναικών, τη φτώχεια και την ανεργία, την έλλειψη επαρκών οικονομικών πόρων, την πρόσβαση στην εκπαίδευση, κ.λπ» τονίζουν στη συνέχεια.
Άρα, για να αλλάξει αυτή η κατάσταση, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την παραδοχή ότι η δημοκρατία δεν μπορεί να συνυπάρχει με τις έμφυλες ανισότητες και τις πατριαρχικές ιεραρχήσεις και επομένως δεν αρκεί να προσθέσουμε στην εικόνα ή στον αριθμό κάποιες γυναίκες.
Ο φετινός Δείκτης εστιάζει στις σχέσεις μεταξύ υγείας και ισότητας των φύλων – τομέας που επλήγη περισσότερο από ποτέ από την πανδημία του κορoνοϊού. Για παράδειγμα, ο αριθμός γυναικών που απασχολούνται στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης είναι εξαιρετικά μεγάλος σε σύγκριση με τον αριθμό ανδρών και, ως εκ τούτου, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο να προσβληθούν από τον ιό. Οι εργαζόμενοι στον υγειονομικό τομέα αντιμετώπισαν επίσης οξεία ψυχική δυσφορία κατά τη διάρκεια της πανδημίας λόγω της υπερεργασίας αλλά και επειδή έβλεπαν τους ασθενείς να υποφέρουν και να πεθαίνουν. «Βλέπουμε πως οι γυναίκες συγκεντρώνονται σε επαγγέλματα υγείας και φροντίδας, όπως είναι το νοσηλευτικό προσωπικό, σε ένα μοτίβο συνέχειας θα λέγαμε, της (απλήρωτης) εργασίας στο σπίτι και στην οικογένεια. Οι θέσεις αυτές δε, είναι χαμηλόμισθες ενώ προσφέρουν πολύ λίγες προοπτικές ανέλιξης στην ιεραρχία.Και είναι επίσης απαξιωμένες θέσεις εργασίας, ή τουλάχιστον ήταν σε μεγάλο βαθμό πριν την έναρξη της πανδημίας» σημειώνουν.
Στις συνθήκες της πανδημικής κρίσης που βίωσαν και συνεχίζουν να βιώνουν στα νοσοκομεία της χώρας, τόσο το νοσηλευτικό προσωπικό όσο και το ιατρικό, είναι εκτεθειμένο στον ιό – αν σκεφτούμε δε ότι το πρώτο διάστημα ιδίως, τα μέτρα προφύλαξης ήταν ανεπαρκή. Ειδικά το νοσηλευτικό προσωπικό –που όπως είπαμε είναι στην πλειοψηφία τους γυναίκες- που αναλαμβάνει και καθήκοντα ατομικής φροντίδας και υγιεινής των νοσηλευομένων, είναι πολλαπλώς εκτεθειμένο στον ιό. Επιπλέον, οι μεγάλες ελλείψεις –που ακόμη και σήμερα παραμένουν ακάλυπτες- σε προσωπικό – υποχρεώνουν σε αδιάκοπες βάρδιες με σοβαρές συνέπειες τόσο στη σωματική όσο και στην ψυχική υγεία των εργαζομένων.
«Βλέπουμε και σε αυτήν την περίπτωση ότι οι πιο κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας αλλά και εκείνες που δεν έχουν επαρκή προστασία και ασφάλεια προσφέρονται και καταλαμβάνονται συνήθως από γυναίκες. Με λίγα οι γυναίκες κινδυνεύουν περισσότερο διότι αποτελούν την πλειοψηφία των επισφαλώς εργαζόμενων, των οποίων η εργασιακή θέση επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο στο πλαίσιο της πανδημίας και κυρίως της άρνησης της κυβέρνησης να ενισχύσει τον τομέα της δημόσιας υγείας. Στο πλαίσιο αυτό κινδυνεύουν ακόμα περισσότερο όσες και όσοι ήδη ζουν στο περιθώριο ή εργάζονται άτυπα, εκείνες και εκείνοι που έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε ιατρικές υπηρεσίες, λόγω των πολλαπλών ανισοτήτων και διακρίσεων που συνδέονται με το φύλο, την εθνότητα, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση, την αναπηρία, την ηλικία, τον σεξουαλικό προσανατολισμό κ.λπ., αλλά και λόγω ιδιωτικοποίησης των δημόσιων δομών υγείας» σημειώνουν με νόημα.
Στις συνθήκες εργασίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε την ψυχική επιβάρυνση των εργαζομένων και να λάβει η πολιτεία μέτρα προστασίας τους. «Γιατί συχνά οι εργαζόμενες/οι στα νοσοκομεία, υποκαθιστούν σε μεγάλο βαθμό την αναγκαστική απουσία του οικογενειακού/φιλικού περιβάλλοντος από το πλευρό των ασθενών. Πρόκειται για μια άγρια συνθήκη τόσο για τους ασθενείς όσο και για τις εργαζόμενες και τους εργαζόμενους και μας βάζει να σκεφτούμε την προσφορά τους αλλά και τις ανάγκες τους για υποστήριξη, προστασία και δικαιότερη μισθολογική μεταχείριση τουλάχιστον. Μας βάζει να σκεφτούμε πως πάντοτε στο πεδίο της φροντίδας σωματικής και ψυχοσυναισθηματικής, είναι οι γυναίκες εκείνες που καλούνται να εκπληρώσουν τέτοιους ρόλους είτε απλήρωτα στο σπίτι είτε στην αγορά εργασίας με δυσανάλογα δυσμενέστερους όρους. Αυτός ο στερεοτυπικός διαχωρισμός λοιπόν, θα πρέπει να είναι στο επίκεντρο της συζήτησης γιατί συνδέεται και με σειρά άλλων δυσμενών επιπτώσεων στη ζωή γυναικών και ανδρών» όπως επισημαίνουν και οι υπεύθυνες του Διοτίμα.
Κάνοντας ένα γενικό σχόλιο για τον ευρωπαϊκό Δείκτη Ισότητας των Φύλων, θα πρέπει ίσως να δούμε και να συζητήσουμε περισσότερο και τις στρατηγικές που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο και είχαν ως στόχο την ισότητα των φύλων σε όλες τις πολιτικές. Να δούμε και το πεδίο της εφαρμογής τους, της διάθεσης των κατάλληλων οικονομικών και ανθρώπινων πόρων, την θεσμική επάρκεια κλπ. Να αξιολογήσουμε και αποτιμήσουμε τις πολιτικές αυτής της περιόδου και τις κοινωνικές διεργασίες και αντιστάσεις σε θετικές αλλαγές.
«Επιπλέον να συζητήσουμε τις μεγάλες διακυμάνσεις μεταξύ καθυστερήσεων έως και οπισθοδρόμησης σε κάποιον τομέα και προόδου σε άλλον. Γιατί αν σκεφτούμε για παράδειγμα ότι έμφυλη βία (ειδικά ενδοοικογενειακή/συντροφική βία) βιώνει οριζόντια πολύ μεγάλο ποσοστό των γυναικών στην Ευρώπη,[5]είναι σαφές ότι ο σκληρός πυρήνας των έμφυλων σχέσεων εξουσίας παραμένει. ότε λοιπόν το ερώτημα είναι κατά πόσον οποιαδήποτε πρόοδος σε άλλους τομείς μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην επίτευξη της ισότητας. Με άλλα λόγια, όσο παραμένει άθικτος ο σκληρός πυρήνας των έμφυλων σχέσεων εξουσίας, τόσο θα υπονομεύεται η πρόοδος σε επιμέρους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Από την άλλη πλευρά, είναι αναγκαίο να δράσουμε συλλογικά διεκδικώντας ισότητα σε κάθε πτυχή της ζωής μας και στον δημόσιο και στον ιδιωτικό χώρο» καταλήγουν οι Μαρία Τζαβάρα και Άννα Βουγιούκα.