του Μιχάλη Ψημίτη, αφυπ. καθηγητή κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ (ΓΙΑΤΙ Ο ΝΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΙΣΟΤΗΤΑΣ;)

Ασφαλώς, ο πρόσφατος νόμος που προέκυψε από το κοινοβούλιο για την ισότητα στον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών είναι μια συμμετρική θεσμική απάντηση σε χρόνια και δίκαια αιτήματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Όμως, σε αρκετούς από τους φοιτητές μου, με τους οποίους εξακολουθώ να συνομιλώ, η νομοθετική πρωτοβουλία μιας κεντροδεξιάς κυβέρνησης όπως αυτή της Νέας Δημοκρατίας να φέρει προς ψήφιση στη βουλή το σχετικό νομοσχέδιο προκάλεσε έναν εύλογο προβληματισμό. Το ερώτημα που προέκυψε αφορούσε τον στόχο αυτής της κίνησης. Με άλλα λόγια, ο προβληματισμός αφορούσε στο τι ήθελε να πετύχει με τον νόμο περί ισότητας των ‘ατόμων ιδίου φύλου’ στον γάμο μια κυβέρνηση που, κατά τα άλλα, στη διάρκεια της θητείας της έχει σταθερά και ακατάπαυστα καταβαραθρώσει τα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων, των ανέργων, των νέων, των μεταναστών, των γυναικών, των Ρομά, των φυλακισμένων και άλλων κοινωνικών ομάδων αναφορικά με την εργασία, την υγεία, τη στέγαση, την ασφάλεια, την παιδεία, την αξιοπρεπή διαβίωση κοκ. Σε τι ακριβώς αποσκοπεί από πολιτική άποψη η επιλογή της αναγνώρισης έστω μέρους των δικαιωμάτων των μελών της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας σε ένα εθνικό περιβάλλον στο οποίο το κράτος δικαίου (μαζί με τις ελευθερίες του ατόμου, τη διαφάνεια του Τύπου και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης) συνολικά υποχωρεί με ραγδαίο τρόπο την τελευταία πενταετία; Πώς συμβιβάζεται με λογικό τρόπο η νομική αναγνώριση των ίσων δικαιωμάτων των ομόφυλων ζευγαριών στον γάμο με τις φοβερές ανισότητες που καλλιεργούνται και συστηματικά βαθαίνουν -σε νομικό και σε άλλα επίπεδα- τα τελευταία χρόνια;

ΟΙ ΔΥΟ (ΕΥΚΟΛΕΣ) ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Εξ όσων έχω αντιληφθεί, από την πλευρά μιας προοδευτικής οπτικής γωνίας έχουν μέχρι στιγμής διατυπωθεί δύο εύκολες και, γι’ αυτό, ανεπαρκείς απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά. Η πρώτη πιστώνει την ψήφιση του νόμου στη δυναμική των κινηματικών συλλογικών δράσεων, θεωρεί δηλαδή ότι ήταν μια «νίκη του κινήματος ΛΟΑΤΚΙ». Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα έχει αναπτύξει σε σύγκριση με το παρελθόν μεγαλύτερου κοινωνικού βεληνεκούς μαχητικές δράσεις και κινητοποιήσεις στον δημόσιο χώρο, ειδικά μετά τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου τον Σεπτέμβριο του 2018, στην πραγματικότητα η συλλογική παρουσία της εντός της ευρύτερης κοινωνίας και η πολιτική της επιρροή έναντι των θεσμικών πολιτικών παραμέτρων του κράτους δεν ήταν ποτέ αρκούντως ισχυρές ώστε να προκαλέσουν μια τόσο θεαματική «υποχώρηση» της συντηρητικής ιδεολογίας των θεσμικών πυλώνων του συστήματος. Δεν είχαμε, δηλαδή, ούτε μια κοινωνική έκρηξη που θα αφαιρούσε ξαφνικά από τη συντηρητική ιδεολογία της πολιτικής και διοικητικής διαχείρισης του κράτους πολύτιμη νομιμοποίηση, ούτε μια σταδιακή, αρθρωμένη και μακράς πνοής διαδικασία αγώνων «από τα κάτω», μια ισχυρή κοινωνική διαπάλη και σύγκρουση που θα οδηγούσε βαθμιαία, με τη λογική του «ώριμου φρούτου», στην ψήφιση του νόμου.

Από την άλλη πλευρά, νομίζω ότι πρέπει να απορρίψουμε και τη δεύτερη άποψη ότι η ψήφιση του νόμου ήταν απλώς μια καιροσκοπική πολιτική επιλογή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, με δεδομένα τόσο το πολύ πρόσφατο καταδικαστικό για την κατάσταση του κράτους δικαίου και την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα ψήφισμα της ολομέλειας του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου όσο και το γενικότερο επικριτικό πνεύμα με το οποίο αντιμετωπίζεται σταθερά τα τελευταία χρόνια η χώρα μας στα όργανα της Ε.Ε. Πρέπει δηλαδή να απορρίψουμε και την άποψη ότι η κυβέρνηση αναγκάστηκε να φέρει το νομοσχέδιο φοβούμενη νέες καταδίκες από την Ε.Ε., όχι επειδή δεν συνέτρεξε ΚΑΙ αυτός ο λόγος στην επιλογή της, αλλά επειδή ως τέτοιος συνιστά μια επιμέρους και συγκυριακή παράμετρο στην όλη ιστορία, δεν εξηγεί την κοσμοθεωρητική «υπέρβαση» που -σε πρώτη ανάγνωση- συνιστά για τη συντηρητική κοινωνική ιδεολογία η ψήφιση του νόμου.

ΜΙΑ ΤΡΙΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ (ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ)

Επομένως, πώς θα απαντούσαμε στα εύλογα ερωτήματα που τέθηκαν στην αρχή; Γιατί η κυβέρνηση έκανε αυτή την επιλογή, γνωρίζοντας μάλιστα ότι θα προκαλέσει σοβαρούς τριγμούς στη συνοχή της παράταξης, με αποτέλεσμα να χρειαστεί να συμπράξει νομοθετικά με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης προκειμένου να ψηφιστεί το νομοσχέδιο; Για να απαντήσουμε, θα τοποθετήσουμε το ζήτημα σε πολιτισμικό επίπεδο. Όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε πώς επιδρούν πάνω στις «υλικές» κοινωνικές σχέσεις εξουσίας οι «άυλες» αναπαραστάσεις των διαφορών και των διαφορετικών ταυτοτήτων εντός της κοινωνίας, οφείλουμε να πάμε βαθύτερα στις αιτίες, να ψάξουμε πιο προσεκτικά σε σύγχρονες «δομικές» διαδικασίες που διατρέχουν το άυλο πεδίο των πολιτισμικών παραμέτρων του κόσμου μας ο οποίος περιλαμβάνει, συχνά με αντιφατικό ή/και υβριδικό τρόπο, αξίες, αρχές, συμβολισμούς, αναπαραστάσεις, νοηματικές πλαισιώσεις, στερεότυπα κοκ. Αυτή η αναζήτηση έχει δύο σκέλη: πρώτον από στατική άποψη, να οριστεί το ειδικό κοινωνικό βάρος της διαφοράς και της συλλογικής ταυτότητας που κάθε φορά τοποθετείται στην επικαιρότητα της πολιτικής διαδικασίας και, δεύτερον από δυναμική άποψη, να προσδιοριστεί το περιεχόμενο και η σημασία που έχει για τη διαχείριση των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας και επιβολής η επιλογή της ανεκτικότητας (ή όχι) έναντι της εκάστοτε περιμάχητης ταυτοτικής διαφοράς. Ο προσδιορισμός των δύο σκελών μας οδηγεί αναγκαστικά στο κρίσιμο για την ισορροπία της κυρίαρχης πολιτικής τάξης ζητούμενο: ποια ακριβώς είναι τα «δομικά όρια συμβατότητας» του συστήματος εξουσίας, ή, με άλλα λόγια σε τι βάθος και έκταση μπορεί ένα σύστημα εξουσίας να (αυτο)μεταρρυθμιστεί χωρίς να κινδυνεύει να καταρρεύσει η πολιτική δυνατότητα συμπεριληπτικής του διαχείρισης; Ο νόμος για την ισότητα στο γάμο των ομόφυλων ζευγαριών ήταν ένα ζητούμενο για τη ΝΔ, εν όψει της μεταρρυθμιστικής ατζέντας που οφείλει να προωθήσει στο πλαίσιο ενός αναγκαίου θεσμικού και πολιτισμικού εκσυγχρονισμού της χώρας. Η «αναγκαιότητα» εδώ συνάγεται από την πίεση που δέχεται η χώρα προκειμένου να συγχρονιστεί με τον βηματισμό μιας δυτικής αντίληψης περί πολιτισμού, προσαρμόζοντας κατάλληλα τα εργαλεία διαχείρισης των κοινωνικών ανισοτήτων. Ταυτόχρονα όμως, ο νόμος, παρόλο που προς στιγμήν προκάλεσε τριγμούς στην εσωτερική συνοχή της κεντροδεξιάς παράταξης, είναι μια μεταρρύθμιση που συνολικά δεν θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τη σταθερότητά της ούτε απειλεί μακροπρόθεσμα τα θεμέλια του συστήματος εξουσίας. Είναι μια μεταρρύθμιση που, παρά την πρωτόγνωρη ανοχή που θεσπίζει έναντι της διαφοράς και της διαφορετικής ταυτότητας, δεν διαρρηγνύει τα «δομικά όρια συμβατότητας» του συστήματος. Ας δούμε γιατί.

Η ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Η ανδρική υπεροχή είναι εγγεγραμμένη στις βασικές αξίες του φιλελευθερισμού, ακόμη και όταν (ή κυρίως όταν) επιδεικνύει ένα «ανεκτικό ήθος», όταν δηλαδή «προσφέρει μια κάλυψη μέτριας ανωτερότητας με αντάλλαγμα την υποχώρηση», όπως λέει η Wendy Brown (2006: 25). Πράγματι, η Brown έχει απορρίψει την κατανόηση της ανεκτικότητας ως υπερβατικής ή καθολικής έννοιας, αρχής, δόγματος ή αρετής, προτείνοντας εναλλακτικά να τη δούμε ως μια ιστορικά και γεωγραφικά διαφοροποιημένη πρακτική διακυβέρνησης και πολιτικού λόγου σε έναν κόσμο γεμάτο από διαφορές που επιζητούν διαχείριση. Η ανεκτικότητα, μας λέει «παράγει και τοποθετεί υποκείμενα, ενορχηστρώνει νοήματα και πρακτικές ταυτότητας, σηματοδοτεί σώματα και διαμορφώνει πολιτικές υποκειμενικότητες. Αυτή η παραγωγή, η τοποθέτηση, η ενορχήστρωση και η προετοιμασία δεν επιτυγχάνονται μέσω ενός κανόνα ή μιας συγκέντρωσης εξουσίας, αλλά μάλλον μέσω της διάδοσης του λόγου ανοχής σε κρατικούς θεσμούς, αστικούς χώρους όπως σχολεία, εκκλησίες και σύλλογοι γειτονιάς, ad hoc κοινωνικές ομάδες και πολιτικές εκδηλώσεις και διεθνή ιδρύματα ή φόρουμ» (σ. 4). Το γεγονός ότι η ανεκτικότητα εμφανίζει μια ιδιότυπη υβριδικότητα στο τρόπο που επιδρά συγχρόνως σε κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδα υποδηλώνει τη δύναμη που κατέχει στο να παράγει ομαδοποιήσεις και συλλογικές ταυτότητες, να τις «σημαδεύει» και να τις τοποθετεί «φυσιολογικά» σε κλίμακα ιεραρχίας και διαστρωμάτωσης (σ. 208). Η έκκληση για ανοχή, δηλαδή, είναι σημάδι παραγωγής ταυτότητας και διαχείρισης ταυτότητας. Υπό το πρίσμα αυτό, η ανεκτικότητα δεν εξαλείφει τις συγκρούσεις που αφορούν τις διαφορετικές συλλογικές ταυτότητες, απεναντίας τείνει να τοποθετεί την ομαδική σύγκρουση ως ριζωμένη σε μια οντολογικά φυσική εχθρότητα προς την ουσιαστική διαφορά (σ. 15). Για παράδειγμα, «υπάρχουν κινητοποιήσεις ανεκτικότητας που δεν αμβλύνουν απλώς, αλλά μάλλον κυκλοφορούν τον ρατσισμό, την ομοφοβία και το εθνικό μίσος. Ομοίως, υπάρχουν κινητοποιήσεις που νομιμοποιούν τη ρατσιστική κρατική βία (σ. 9-10).

Ο λογοθετικός χαρακτήρας της ανεκτικότητας ως πρακτικής διακυβέρνησης είναι καθοριστικός για την υποστασιοποίηση των διαφορών και την απόκρυψη του εξουσιαστικού χαρακτήρα τους. Θεσμοποιεί δηλαδή τις πολιτισμικά παραγόμενες διαφορές ως έμφυτες, ως ριζωμένες στη φύση διαφορές που διαιρούν το ανθρώπινο είδος, και όχι ως πεδία κοινωνικής ανισότητας και κυριαρχίας. Έτσι, ο σύγχρονος λόγος περί της ανεκτικότητας, «μεταλλάσσοντας τα αποτελέσματα της ανισότητας -για παράδειγμα, τον θεσμοθετημένο ρατσισμό- σε ζήτημα ‘διαφορετικών πρακτικών και πεποιθήσεων’, αποκρύπτει τη λειτουργία της ανισότητας και της ηγεμονικής κουλτούρας ως εκείνης που παράγει τις διαφορές τις οποίες επιδιώκει να προστατεύσει. Καθώς υποστασιοποιεί τη διαφορετικότητα και πραγμοποιεί τη σεξουαλικότητα, τη φυλή και την εθνικότητα σε επίπεδο ιδεών και πρακτικών, ο σύγχρονος λόγος ανοχής καλύπτει τη λειτουργία της εξουσίας και τη σημασία της ιστορίας στην παραγωγή των διαφορών που ονομάζονται σεξουαλικότητα, φυλή και εθνότητα» (σ. 46-7).

«ΕΚΔΥΤΙΚΙΣΜΟΣ» ΚΑΙ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ (ΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΤΟΥ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ)

Η διαφορά με το παρελθόν είναι ότι, ενώ παλαιότερα οι συστημικές δυνάμεις μπορούσαν εύκολα διαμέσου της επίκλησης βιολογικών αιτιών να ορίζουν και να υποστασιοποιούν τις διαφορές και να παράγουν αντίστοιχη ιεραρχική διαίρεση του ανθρώπινου είδους, αυτή η πρακτική εδώ και καιρό δεν λειτουργεί. Το υποτιθέμενο συγκριτικό πλεονέκτημα της δυτικής κουλτούρας σε διανοητικό και ηθικό επίπεδο είναι τώρα ακριβώς η ανοχή της Δύσης έναντι των «κατώτερων». Ο φιλελευθερισμός δηλαδή αποκτά «ηθική ανωτερότητα« μέσω της ικανότητάς του να ανέχεται μέσα του εκείνους που πιστεύεται ότι δεν μπορούν να ανεχθούν τον φιλελευθερισμό ανάμεσά τους (σελ. 178). Για τη χώρα μας η «μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη» (που δεν περιορίζεται στη ΝΔ) που πρέπει να διαχειριστεί τα ζητήματα των διαφορών ταυτότητας οφείλει να κάνει παραχωρήσεις σε σχέση με το παρελθόν της σκληρής δεξιάς ιδεολογίας. Το αλήστου μνήμης «ανήκομεν εις την Δύσιν» σημαίνει πλέον (μεταξύ άλλων) να αφομοιώσει η χώρα τις πρακτικές διακυβέρνησης που την εντάσσουν στη χορεία των «πολιτισμένων» κρατικών οντοτήτων οι οποίες επιλέγουν να διαχειριστούν, αντί να καταστείλουν ευθέως, την παρουσία «του ανεπιθύμητου, του άγευστου, του ελαττωματικού—ακόμα και του εξεγερμένου, απεχθούς ή βδελυρού» (σ. 25). Έτσι, η ανεκτικότητα, εκτός από λόγος περί της μεταχείρισης των διαφορετικών ταυτοτήτων, γίνεται «μέρος ενός λόγου περί πολιτισμού που ταυτίζει τόσο την ανεκτικότητα όσο και τον ανεκτικό με τη Δύση, σημαίνοντας τις μη φιλελεύθερες κοινωνίες και πρακτικές ως υποψήφιες για μια αφόρητη βαρβαρότητα που σηματοδοτείται από την υποτιθέμενη μισαλλοδοξία που κυβερνά αυτές τις κοινωνίες» (σ. 6).

Συνεπώς, η επιλογή της κυβέρνησης να κατοχυρώσει νομικά την αναγνώριση των δικαιωμάτων των ατόμων ιδίου φύλου στον γάμο συνδέεται απόλυτα με τις ανάγκες των συστημικών δυνάμεων να αρχίσουν πλέον να προσπορίζονται πιο σύγχρονα και αποτελεσματικά εργαλεία διακυβέρνησης των κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως έχουμε εισέλθει αναπόδραστα σε μια διαδικασία τελεσίδικου εκσυγχρονισμού. Με βάση τη μετανεωτερική ρευστότητα στις αξίες και τις αντιφατικές μείξεις ετερογενών πολιτισμικών δεδομένων στον κόσμο μας (Ψημίτης 2011 & 2017), ο διαφαινόμενος πολιτισμικός «εκδυτικισμός» της χώρας θα εξακολουθήσει για πολύ ακόμη καιρό να συνυπάρχει αντιφατικά με υπολειμματικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά του σκληρού κράτους της δεξιάς: την κουλτούρα των νοικοκυραίων, τη στενή διαπλοκή κράτους και εκκλησίας, την πατριαρχική αντίληψη της ελληνικής οικογένειας, τα ανδροπρεπή εθνικιστικά ιδεώδη κοκ.

Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΟΚΤΟΝΙΑΣ ΩΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΡΗΞΗΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Τούτων δοθέντων, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν προδιαγράφεται μια συνέχεια σε αυτή τη διαδικασία «εκδυτικισμού»της ελληνικής κοινωνίας, αν η φιλελεύθερη κοσμοπολίτικη αντίληψη περί της διαχείρισης των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας θα επεκταθεί και σε άλλα ζητήματα που αφορούν διαφορετικές «μειονεκτούσες» συλλογικές ταυτότητες, π.χ. τις γυναίκες εν συνόλω. Ένα φλέγον ζήτημα αυτή τη στιγμή είναι ασφαλώς η «γυναικοκτονία» (1), με τις διαστάσεις που το φαινόμενο έχει λάβει στην επικαιρότητα, με την πρωτοφανή για τα δεδομένα της ελληνικής δημοσιότητας ανάδειξη των περιστατικών γυναικοκτονίας που καταγράφονται συχνά πυκνά χωρίς κοινωνικούς, ταξικούς, εθνοτικούς, ηλικιακούς ή γεωγραφικούς περιορισμούς. Θα αποτελέσει σε σύντομο χρονικό διάστημα η νομική καθιέρωση της γυναικοκτονίας το επόμενο βήμα της καθ’ ημάς κοσμοπολίτικης δυτικής κουλτούρας; Πιστεύω πως όχι. Στην περίπτωση της γυναικοκτονίας τα «δομικά όρια συμβατότητας» του συστήματος που προαναφέραμε θίγονται επικίνδυνα. Οι συνέπειες που θα προκαλούσε στο σύστημα έμφυλης εξουσίας η νομική της καθιέρωση πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να αφομοιωθούν από αυτό.

Αν και θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί λογικά πως ο νόμος για την ισότητα στον γάμο ανοίγει τον δρόμο στη νομική αναγνώριση της γυναικοκτονίας, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Κατ’ αρχάς, η «σχετική αυτονομία» του πολιτικού επιτρέπει τη διαφοροποίηση των επιπέδων ανάπτυξης μεταξύ μιας υποαναπτυγμένης παραγωγικής δομής και μιας πολιτικής κουλτούρας που είναι σε κάποια σημεία «υπεραναπτυγμένη» (π.χ. νόμος για την ισότητα στον γάμο) και σε κάποια υποαναπτυγμένη (π.χ. άρνηση αναγνώρισης της γυναικοκτονίας ως νομικά καθορισμένου εγκλήματος). Ειδικότερα αν συνυπολογίσουμε στα κίνητρα των αντίστοιχων πολιτικών επιλογών τους πιθανούς συνδυασμούς μεταξύ αφενός πολιτισμικών πιέσεων προς την καθιέρωση πιο κοσμοπολίτικων πρακτικών και αφετέρου φόβων πρόκλησης γενικευμένων κοινωνικών αντιδράσεων που θέτουν το σύστημα διακυβέρνησης σε σοβαρό κίνδυνο υπονόμευσης.

Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση της ΝΔ, από τη μια πλευρά ενδίδοντας σε κοσμοπολίτικη κατεύθυνση στην πίεση του «δυτικού πολιτισμικού κεκτημένου», καθιερώνει νομικά την ισότητα στο γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, ενώ από την άλλη πλευρά απορρίπτει αντίστοιχη πίεση για νομική καθιέρωση της γυναικοκτονίας ως αυτοτελούς εγκλήματος, κινούμενη στην αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή της παραδοσιακής συντηρητικής πατριαρχικής ιδεολογίας που διαπερνά οριζοντίως και καθέτως την ελληνική κοινωνία. Είναι προφανές ότι ποσοτικοί υπολογισμοί σχετικά με εύλογες κοινωνικές αντιδράσεις παίζουν τον ρόλο τους. Αν η κυβέρνηση, λόγω του νόμου για τα ομόφυλα ζευγάρια, έχει ήδη δυσαρεστήσει αρκετούς ψηφοφόρους της καταγράφοντας σε δημοσκοπικές μετρήσεις (https://www.tanea.gr/2024/02/28/politics/dimoskopisi-synexis-i-fthora-tis-nd-logo-akriveias-den-pisteyoun-stin-eksetastiki-gia-ta-tempi/) αξιοπρόσεκτες απώλειες προς δεξιότερα κόμματα, τότε μπορούμε να φανταστούμε τι απώλειες φοβάται ότι θα έχει σε περίπτωση που «αποτολμήσει» να αντιπαρατεθεί στο πεδίο της πολιτισμικής συγκρότησης με το τεράστιο ανθρώπινο, κοινωνικό και θεσμικό δυναμικό που στηρίζει, αναφανδόν ή κεκαλυμμένως, την πατριαρχική κουλτούρα της κοινωνίας μας.

Κάτι τέτοιο θα ήταν στη δεδομένη στιγμή καταστρεπτικά ρηξικέλευθο βήμα για τα δομικά όρια αντοχής μιας, ακόμη θαλερής, συντηρητικής ιδεολογίας του εθνικά «υγιούς κορμού» της ελληνικής κοινωνίας. Ο σκληρός πυρήνας της συντηρητικής δεξιάς παράδοσης με τα «υπολειμματικά» πολιτισμικά χαρακτηριστικά που επισημάνθηκαν προηγουμένως και ένας καπιταλιστικά ανταγωνιστικός ματσισμός που καθιστά τη γυναίκα «διαχειρίσιμο» και «ευκολοκατάβλητο» αντίπαλο στην καθημερινότητα, πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να εξακολουθούν να συνυπάρχουν οργανικά ως αρθρωμένο -έστω και αντιφατικά- σύστημα εξουσίας στη χώρα μας αν η κυρίαρχη πολιτική τάξη προχωρούσε σε ένα τέτοιο παράτολμο βήμα. Η συμβολική συνοχή (δηλαδή η εξαιρετικά σημαντική συνοχή του συμβολικού κόσμου) της συντηρητικής πατριαρχικής ελληνικής κοσμοθεωρίας, που ισορροπεί με τον εκδυτικισμό, μπορεί να αντέξει το ‘χτύπημα’ της καθιέρωσης της νομικής ισότητας των ομόφυλων ατόμων στο γάμο, αλλά όχι εκείνο της νομικής καθιέρωσης της γυναικοκτονίας ως αυτοτελούς εγκλήματος. Η τελευταία δεν εντάσσεται ακόμη σε μια ανεκτή για το σύστημα πρακτική διακυβέρνησης.

Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΟΚΤΟΝΙΑΣ ΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ

Όμως, μια τέτοια καθιέρωση αναπόφευκτα θα αναδείκνυε σε ιστορική διάσταση τη γυναικοκτονία σε αυτό ακριβώς που είναι: δηλαδή ένα κομβικό κοινωνικό δεδομένο του διαρκούς και γενικευμένου «σιωπηλού πολέμου» κατά των γυναικών. Από αυτή την άποψη, είναι πολύ πιο συνεκτικό με όρους αναπαραγωγής των σχέσεων εξουσίας να «διορθώνεις» ad hoc τις πιο ορατές και απωθητικές ατέλειες του συστήματος έμφυλων ανισοτήτων (όπως και κάθε συστήματος ανισότητας), από το να ναρκοθετείς συμβολικά το πεδίο των στρατηγικών κινήσεων των κυρίαρχων δρώντων (2). Αυτός είναι ασφαλώς ένας ακόμη σοβαρός λόγος, εκτός από την ένδικη απόδοση δικαιοσύνης (3), για να προσπαθήσουμε σθεναρά να πετύχουμε τη νομική καθιέρωση της γυναικοκτονίας! Έτσι, σε πείσμα μιας οριζόντια καθιερωμένης συντηρητικής αντίληψης ότι οι νόμοι απλώς προσαρμόζονται στον αργό αξιακό μετασχηματισμό της κοινωνίας, μπορούμε να το κάνουμε να λειτουργήσει αντίστροφα: ο για τους κυρίαρχους «λάθος νόμος» στη «λάθος στιγμή» μπορεί να ενισχύσει δραστικά τη ριζοσπαστικοποίηση των συνειδήσεων και να υπονομεύσει τα ‘πολιτισμικά υπολείμματα’ της κοινωνικής παράδοσης, αποδυναμώνοντας αποφασιστικά τη συνοχή του συστήματος έμφυλης εξουσίας, άρα και της εξουσίας συνολικά. Μόνο που αυτή τη φορά, σε αντίθεση με τον νόμο για την ισότητα στον γάμο, η μεταρρύθμιση μπορεί να προέλθει μόνο «από έξω», δηλαδή από συλλογικά ισχυρές και συγκρουσιακές κινηματικές διαδικασίες.

Παραπομπές

(1) Δακτυλογραφώντας τη λέξη στον υπολογιστή, διαπιστώνω ότι ο αυτόματος διορθωτής κειμένου του Word δεν την κοκκινίζει, πράγμα που με κάνει να αμφιβάλλω αν αυτό οφείλεται στον αρχικό του προγραμματισμό -πριν την κοινωνική ‘επικαιροποίηση’ του όρου- ή αν έτυχε να της κάνω παλαιότερα ‘προσθήκη στο λεξικό’ και δεν το θυμάμαι. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η αμφιβολία με οδηγεί αναστοχαστικά στην υποψία ότι η ‘λογοθετική’ ισχύς του τεχνολογικού μέσου ίσως περιέχει μια όχι ασήμαντη δυνατότητα συμβολής στη διαδικασία μεταβολής παγιωμένων πολιτισμικών δεδομένων. Θα ήταν εφικτό, ας πούμε, μια διαδικασία αναίρεσης των στερεότυπων νοηματικών πλαισιώσεών μας να αρχίζει από τη στιγμή που, λόγου χάριν, όλοι οι υπολογιστές θα εμφάνιζαν χωρίς κοκκινίλες τις λέξεις ΄γυναικοκτονία’, ‘μισαναπηρία’, ‘τρανσφοβία’ κοκ.;

(2) Προφανώς, η Ελλάδα δεν είναι η μοναδική χώρα που ‘αντιστέκεται’ σε αυτή τη μεταρρύθμιση. Εξ όσων γνωρίζω, το Βέλγιο μέχρι στιγμής είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα με ολοκληρωμένη νομοθεσία κατά της γυναικοκτονίας, έχοντας θεσπίσει το 2023 τον νόμο #StopFéminicide (https://unric.org/en/fight-to-eliminate-violence-against-women-intensifies-across-europe/). Σε παγκόσμια κλίμακα, φαίνεται ότι η Κόστα Ρίκα έγινε η πρώτη χώρα που το 2007 ψήφισε νόμο που καθιστά τη γυναικοκτονία νομικά καθορισμένο έγκλημα (https://www.equaltimes.org/fifteen-years-after-first-femicide?lang=en)

(3) «Από τα διαθέσιμα στοιχεία που συλλέχθηκαν στην Ελλάδα για το 2020 εκτιμάται ότι συγκριτικά με τον αριθμό δραστών ενδοοικογενειακής βίας κατά γυναικών (4436) το ποσοστό διώξεων φτάνει στο 70,6% (3132). Οι καταδίκες αγγίζουν το 20,9% των διώξεων, ενώ το ποσοστό των φυλακίσεων υπολογίζεται στο 13,7% των καταδικαστικών αποφάσεων. Ωστόσο, συγκρίνοντας τον αριθμό των δραστών με εκείνο των ανδρών που φυλακίστηκαν εκτιμάται ότι για κάθε 100 δράστες που καταγράφηκαν το 2020 μόλις 2 -ποσοστό 2% – καταγράφηκε ότι κατέληξαν στη φυλακή» (Λουλούδη κ.ά. 2023)

Βιβλιογραφία

Brown, W. (2006). Regulating Aversion: Tolerance in the Age of Identity and Empire. Princeton, New Jersey: Princeton University Press.

Λουλούδη, Ι., Μορφονιός, Ν., Ζαφειρόπουλος Κ., & Τρομπούκης, Θ. (2023). Femicides: O Ακήρυχτος Πόλεμος κατά των Γυναικών στην Ευρώπη. Μεσογειακό Ινστιτούτο Ερευνητικής Δημοσιογραφίας. (https://miir.gr/o-akirychtos-polemos-kata-ton-gynaikon-stin-eyropi-meros-1o/

Ψημίτης, Μ. (2011). Εισαγωγή στα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα. Αθήνα: Διάδραση.

Ψημίτης, Μ. (2017). Κοινωνικά κινήματα στην καθημερινή ζωή: Ταυτότητα, αλληλεγγύη και προεικόνιση σε σύγχρονες ‘κοσμοπολίτικες κοινότητες’. Θεσσαλονίκη: εκδ. Τζιόλα.