Την 6η Δεκεμβρίου του 2008, την ημέρα που δολοφονήθηκε ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, τη θυμάμαι σαν χθες και ας έχουν περάσει, αισίως, σχεδόν δεκαπέντε χρόνια από τότε. Ήμουν στην Άνω Πόλη, στο σπίτι ενός φίλου για τα γενέθλιά του όταν τα -παλαιολιθικά για σήμερα- κινητά μας τηλέφωνα χτύπησαν για να μεταφέρουν το φριχτό νέο πως ένα δεκαεξάχρονο παιδί πυροβολήθηκε θανάσιμα από ένα μέλος των αστυνομικών δυνάμεων σε ένα κεντρικό μέρος των Εξαρχείων. Πριν καταλάβουμε καλά-καλά τι είχε συμβεί, και ενόσω επιστρέφαμε στα δικά μας σπίτια, βλέπαμε την πόλη της Θεσσαλονίκης να εκρήγνυται και το κέντρο να μετατρέπεται σταδιακά σε ένα πεδίο μάχης. Η οργή μιας γενιάς που έμελλε να γεννηθεί στο τέλος της ιστορίας και των μεγάλων αφηγημάτων, η γενιά που ξεβράστηκε μέσα από τα σπλάχνα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και του βαθύτατου αντικομμουνισμού που χόρευε πάνω στη γκρεμισμένη ΕΣΣΔ και στα βομβαρδισμένα τοπία της Γιουγκοσλαβίας, ξεχείλιζε σαν ορμητικό ποτάμι που κανένας γραβατωμένο παλαιοκομματικό απολίθωμα δεν μπορούσε να καταστείλει.

Έχοντας ατσαλωθεί πολιτικά μέσα από τον Δεκέμβρη του 2008, έχοντας βιώσει το δολοφονικό χέρι του κράτους της δεξιάς να παίρνει έναν από εμάς, και μετά να τον λοιδορεί χωρίς καμία ντροπή στα μάτια μιας ολόκληρης χώρας που πέθανε μαζί του, μπορώ να καταλάβω πολύ καλά, και ας έχω περάσει τα τριάντα, πως νιώθουν αυτά τα παιδιά που κατακλύζουν τους δρόμους αυτές τις ημέρες. Όχι ότι χρειάζεται να έχεις ζήσει μια τραγωδία για να έχεις τα παραμικρά ψήγματα ανθρωπιάς και ενσυναίσθησης, αλίμονο. Απλά, όταν το κράτος σε σκοτώνει αφού πρώτα έχει κάνει τα πάντα για να σε τσακίσει με κάθε τρόπο, το μόνο που σου έχει μείνει είναι η οργή, η ανάγκη να δεις αυτόν τον σάπιο κόσμο να καταστρέφεται ώστε να χτιστεί πάνω του κάτι άλλο. Κάτι έστω και λίγο, γαμώτο, όμορφο.

Μιας που διάφορες και αδιάφορες περσόνες διατρανώνουν με ύφος δέκα καρδιναλίων στη δημόσια σφαίρα ότι εκτός του ότι «όλοι φταίμε» για το έγκλημα στα Τέμπη, οφείλουμε να κάνουμε και την «αυτοκριτική» μας, λες και αυτούς περιμέναμε να μας υποδείξουν κάτι τέτοιο, σκέφτομαι πραγματικά ποια πολιτική κληρονομιά άφησε -και εάν άφησε- η δική μου γενιά των σημερινών τριαντάρηδων-σαραντάρηδων που γεννήθηκαν στα χρόνια του παλιού ΠΑΣΟΚ του Ορθόδοξου και της αδιανόητης ευμάρειας, στη σημερινή νέα γενιά 20άρηδων που το μόνο που έχουν γνωρίσει είναι μια ατελείωτη οικονομική κρίση. Ποια κληρονομιά άφησε ο Δεκέμβρης του 2008, οι κινητοποιήσεις του 2009-2011, τα κινήματα των πλατειών και οι «Αγανακτισμένοι», ακόμα και ο αντιφασιστικός αγώνας που πυροδότησε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από την Χρυσή Αυγή.

Όταν εγώ μπήκα στη σχολή το 2007-2008, πέραν του ότι υπήρχε ακόμα ο απόηχος του «Μάη-Ιουνη 2006-2007», οι «παλιοί» μιλούσαν ακόμα για τη Γένοβα του 2001, για τη Θεσσαλονίκη του 2003, ακόμα και για τις πανεκπαιδευτικές κινητοποιήσεις επί υπουργίας Γεράσιμου Αρσένη την περίοδο 1998-1999. Όλα αυτά τα κινήματα, πλέον, ή έχουν λάβει «μυθικές» διαστάσεις ή δεν αφορούν καθόλου τη νεότερη γενιά καθώς τα έχει τοποθετήσει στην πλευρά του προβλήματος και όχι της λύσης. Από αυτά τα κινήματα, άλλωστε, αναδύθηκαν οι απανταχού ηγέτες και ηγετίσκοι που προσπαθούν να «καναλάρουν» τόσο τις πολλαπλές εκφάνσεις του σημερινού κινήματος όσο και τον προοδευτικό χώρο γενικότερα. Και είναι αλήθεια ότι το κύμα της φερόμενης ως σοσιαλδημοκρατίας μας καταπλάκωσε τόσο απότομα και τόσο συντριπτικά, που διαλύθηκαν οι ίδιες οι βασικές αρχές μας, το ίδιο μας το πολιτικό παρελθόν που το φέραμε με υπερηφάνεια για χρόνια πάνω μας και μέσα μας, εδώ και αρκετό καιρό μας φτύνει πατόκορφα και εμείς ψάχνουμε πολιτική ομπρέλα να κρυφτούμε.

Μιας που διψάμε για «αυτοκριτική», να την κάνουμε λοιπόν, να μετρηθούμε αφού το θέλετε. Αλλά όχι για να φορτωθούμε τα κρίματα του καπιταλισμού, όχι. Αυτό το αίμα είναι στα χέρια των μνημονιακών κυβερνήσεων, όχι στα δικά μας χέρια, όχι στα χέρια του λαού. Όπως και οι νεκροί της κρίσης και οι νεκροί της πανδημίας, όλοι εκείνοι που πέθαναν έξω από τις ΜΕΘ, που πέθαναν περιμένοντας ένα χειρουργείο ή απλά ένα κρεβάτι και έναν γιατρό που δεν υπήρχε πουθενά, δεν θα φορτωθούν στις δικές μας πλάτες. Να ξεχωρίσουμε λίγο τα κρίματά μας και τις αμαρτίες που κουβαλάει ο καθένας μας, γιατί το λευκαντικό μας τελείωσε. Όποιος ψάχνει να σκουπίσει τα αιματοβαμμένα χέρια του να βρει αλλού πετσέτα, όχι «εμάς».

«Εμείς», λοιπόν, που βρεθήκαμε οργισμένοι στα αμφιθέατρα τον Δεκέμβριο του 2008, που βρεθήκαμε στις απεργιακές κινητοποιήσεις του 2010, στις πλατείες του 2011, που συνεχίσαμε να βρισκόμαστε απέναντι στο νόμο Διαμαντοπούλου και στο δεύτερο μνημόνιο του 2012, που ζήσαμε τον φασισμό της Χρυσής Αυγής να μας βυθίζει στη μαυρίλα, τον φόβο και την τρομοκρατία και κολλούσαμε αφίσες μέσα στην αγωνία μήπως και μας την πέσουν οι μελανοχίτωνες από καμιά γωνιά, που μας σκότωσαν τον Σαχζάτ Λουκμάν και τον Παύλο Φύσσα, και ξαναβρεθήκαμε στους δρόμους του 2013 χτίζοντας κομμάτι-κομμάτι το αντιφασιστικό μέτωπο, και βρεθήκαμε ξανά και ξανά στα ίδια μέρη και στους ίδιους δρόμους, πτυχιούχοι, εργαζόμενοι, κάποιοι με οικογένειες πλέον. Που πήγε ρε γαμώτο, η δική μας γενιά που την ενηλικίωσαν απότομα το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου του 2008 και μετά της γκρέμισαν όλα της τα όνειρα; Τόσα πολλά πράγματα περιμέναμε, δηλαδή, από τον ΣΥΡΙΖΑ, τόσες πολλές ελπίδες εναποθέσαμε στην αστική δημοκρατία ώστε να μας διαλύσει έτσι ανεπανόρθωτα; Από ότι φαίνεται, μάλλον τόσα πολλά από τη στιγμή που μέχρι μια εβδομάδα πριν δεν κουνιόταν φύλλο, με την πλειονότητα της γενιάς μας να έχει συνηθίσει σε μια μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης και να κινείται μονάχα σε έναν περιορισμένο μικρόκοσμο καθημερινής ρουτίνας προσπαθώντας απλά να βγάλει ακόμα μια δύσκολη ημέρα. Μπήκαμε από μόνοι μας στο κάστρο του Δράκουλα και μετά κατάπιαμε και το κλειδί.

Λαϊκίζω και το κάνω συνειδητοποιημένα, ούτως ή άλλως, ο Ernesto Laclau ένας πολιτικός επιστήμονας που εκτιμώ πολύ, στα ύστερα του χρόνια είχε μιλήσει για την ταύτιση της πολιτικής με τον λαϊκισμό. Ήδη προσπαθώ να ορίσω ένα φαντασιακό «Εμείς» στο ίχνος του πρόσφατου παρελθόντος, ενώ όλοι γνωρίζουμε καλά πως αυτό δεν υπήρξε ποτέ με έναν ουσιαστικά πολιτικό τρόπο ο οποίος θα άφηνε έστω και μια μικρή παρακαταθήκη, αυτό το «Εμείς» ήταν και είναι ένα κενό σημαίνον μέσα στο πλαίσιο της κατακερματιστικής μεταπολιτικής το οποίο συναντήθηκε για λίγο στον αντιφασιστικό αγώνα και μετά κινήθηκε για αλλού. Τι αφήσαμε, λοιπόν, για τη γενιά της οικονομικής κρίσης; Έναν μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ και από πίσω διαλυμένες οργανώσεις της αριστεράς και της αναρχίας που φυλλορροούν χειρότερα και από τη δεκαετία του 1990. Διαλυμένα σωματεία, διαλυμένοι χώροι δουλειάς, διαλυμένες φοιτητικές παρατάξεις. Και όχι, αυτό δεν το έκανε μόνο η γενιά του Πολυτεχνείου, εκτός του ότι πλέον τα πλήρωσε τα κρίματά της, η μισή πλέον δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Πλέον έχουμε βρεθεί «εμείς» αντιμέτωποι με τον καθρέφτη μας και όχι οι γονείς μας, ο «μεγάλος Άλλος» έχει αλλάξει πρόσωπο και χαρακτηριστικά.

Μέσα σε αυτό τον κυκλώνα των κοινωνικών ταυτοτήτων που αλλάζουν συνεχώς μορφή και σύσταση, ποια είναι η πολιτική ταυτότητα της εποχής μας, εν τέλει; Ποια είναι τα πραγματικά πολιτικά αιτήματα της εποχής μας, μέσα σε όλη αυτή την συνθήκη της καθημερινότητας, όπου όλος ο προοδευτικός χώρος θέλει να πέσει ο Μητσοτάκης και το αυταρχικό καθεστώς της ΝΔ, αλλά κανείς δεν γνωρίζει τι θέλει να έρθει μετά από αυτόν; Ο αέρας της εποχής μυρίζει έντονα εποχή των πλατειών και των «αγανακτισμένων», εποχή των «ακομμάτιστων», των πολιτικά «αχρωμάτιστων» και του εκλογικού «κανένα», της μούντζας στη Βουλή και της «πολιτικής ουδετερότητας», από τη στιγμή που την τελευταία δεκαετία της κρίσης και της μετά-κρίσης εποχής δεν κατάφερε να αναδυθεί κανένα αξιόλογο «grand récit», κανένα μεγάλο πολιτικό αφήγημα που να μας αγγίξει οικουμενικά ώστε να συστρατευτούμε μαζικά σε έναν κοινό πολιτικό αγώνα. Αντίθετα, τα πολιτικά αιτήματα μοιάζουν σχεδόν ανύπαρκτα στη δημόσια σφαίρα, μια φασματική απομίμηση των άλλοτε παλαιότερων λαϊκιστικών αιτημάτων του πρόσφατου παρελθόντος. Ή, ακόμα χειρότερα, σε ένα κράτος που καταρρέει σε όλους τους τομείς, έχουμε αρχίσει να μιλάμε πλέον για τα πιο βασικά των βασικότερων, όχι για έστω ένα μίνιμουμ βιοτικού επιπέδου, αλλά για την ίδια μας την επιβίωση. Δηλαδή το να βγούμε από το σπίτι μας και να πιστεύουμε ότι κατά πάσα πιθανότητα θα επιστρέψουμε πίσω σε αυτό.

Τα πράγματα θα ήταν σχεδόν τραγελαφικά, εάν δεν ήταν πραγματικά τόσο τραγικά, εάν δεν μιας σκίαζε όλους το έγκλημα που έγινε στα Τέμπη, αφήνοντας μια χώρα μουδιασμένη μπροστά στο μέγεθος μιας πρωτοφανούς τραγωδίας για τη σύγχρονη εποχή της Ελλάδας του 2.0. που ταξιδεύει στο πρώτο βαγόνι της ευρωπαϊκής αμαξοστοιχίας. Ο κόσμος είναι εξοργισμένος, τουλάχιστον εκείνος που έχει λίγη τσίπα πάνω του, και μάλιστα με μια οργή που συσσωρεύεται ήδη από την πρώτη καραντίνα της πανδημίας, και που ήταν σχεδόν νομοτελειακά αναπόφευκτο ότι θα ξεσπούσε κάποια στιγμή, χωρίς κανείς να μπορούσε να προβλέψει ότι θα μας ένωνε ένα τέτοιο αβάσταχτο πένθος, σε μια συνθήκη που έχει καταστήσει την καθημερινότητα αφόρητη.

Και νιώθουμε τόσο μα τόσο λίγοι, και κυρίως, τόσο λίγοι πολιτικά. Τόσο μόνοι πολιτικά. Τόσο αδύναμοι μπροστά στη Λερναία Ύδρα του νεοφιλελευθερισμού, που πας να κόψεις ένα κεφάλι και ξεπηδάει η ακροδεξιά, πας να κόψεις τον Εμανουέλ Μακρόν και πετιέται η Μαρίν Λεπέν, κόβεις τον Ματέο Ρέντσι και πετιέται η Τζόρτζια Μελόνι, το ορφανό του Μουσολίνι. Οι πρόσφυγες πνίγονται στις θάλασσες της Ευρώπης καθημερινά, και οι ηγέτες της προσπαθούν να βρουν νέους τρόπους ώστε να τους πνίγουν πιο μεθοδικά και αποτελεσματικά, με τις διάφορες ανθρωπιστικές συνθήκες να μην έχουν απολύτως καμία ισχύ, απολύτως καμία σημασία. Άχρηστα χαρτιά που υπογράφηκαν τότε που η Γηραιά Ήπειρος είχε ανάγκη για πολύ φτηνά εργατικά χέρια, ενώ τώρα που μπορεί να βρει πάμφθηνο εργατικό δυναμικό από τον ήδη υπάρχων πληθυσμό, ποιος ο λόγος να δεχθεί άλλους ανθρώπους. Έχουμε ανθρώπους που «περισσεύουν», που δεν θα τους κλάψει κανένας είτε ξεβραστούν στο Αιγαίο, είτε στις ακτές της Αγγλίας, είτε στα θέρετρα του Ιταλικού νότου.

Και η συνταγή της σοσιαλδημοκρατίας ή έστω του κέντρου, απλά δεν πείθει. Οι Εργατικοί του Στάρμερ δεν πείθουν, ο συνασπισμός του Μελανσόν δεν πείθει, ο Σάντσεθ δεν πείθει, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πείθει, και δεν θα ανοίξω καν το κεφάλαιο της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Δεν χρειάζεται να βγάλουμε τα «αριστερόμετρα» για να αντικρίσουμε την πραγματικότητα, και όσο και αν μας εμπνέουν τα παραδείγματα της Λατινικής Αμερικής, δυστυχώς μας πέφτουν πολύ μακριά και είναι τόσο διαφορετικά ιστορικά από «εμάς».

Καταρχάς, δεν υπάρχει καν ως αίτημα η «λαϊκή κυριαρχία», ένα ψήγμα έστω και κατ’ επίφαση ριζοσπαστικού λόγου που να συναρθρώνει ένα «Εμείς», μια συλλογική ταυτότητα που να μεταφράζεται σε μια συμπαγή οντότητα υποκειμένων με κάποια συγκεκριμένα κοινά πολιτικά αιτήματα, ένα «Εμείς» του 99% που είναι έτοιμο να τα βάλει με το «Αυτοί» του 1%, και να διεκδικήσει μια καθοριστική θέση στις πολιτικές αποφάσεις. Η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα μετά από μια αδιανόητη τραγωδία και εμείς κατεβαίνουμε στους δρόμους γιατί απλά δεν μπορεί να γίνει κάτι άλλο, γιατί δεν παλεύεται άλλο αυτή η κατάσταση. Γιατί νιώθουμε απεγνωσμένα την ανάγκη να ξαναβρεθούμε στους ίδιους δρόμους, να ενώσουμε για ακόμα μια φορά τα κλειστοφοβικά πλέον μετερίζια μας σε κάτι που μας ξεπερνά, που δεν ξέρουμε πως να το αντιμετωπίσουμε, με τι τρόπο τόσο συναισθηματικό όσο και πρακτικό.

Και δεν χρειαζόμασταν κανέναν μαϊντανό της σόου μπίζνας να μας το τονίσει αυτό, με τον χαρακτηριστικά απολίτικο και αυθαίρετο συλλογιστικά τρόπο που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους της σόου μπίζνας, ότι ζούμε σε μια τελείως αλλοιωμένη δημοκρατία. Ότι υπάρχουν δύο Ελλάδες, εκείνη του Πορτοσάλτε και του Γεωργιάδη, και των υπολοίπων που απλά έχουν ακόμα κάποια στοιχεία ανθρωπιάς. Ότι κερδίζει ο «Κανένας» και έπεται μια πολιτική αστάθεια χειρότερη από εκείνη της οικονομικής κρίσης. Αν μη τι άλλο, οι περισσότεροι αντί-συστημικοί του συστήματος δουλεύουν πολύ μεθοδικά για αυτό, για το τίποτα, για τον «Κανένα». Ένα γενικευμένο «Αντί», χωρίς πρόσημο, χωρίς ουσία, χωρίς υπόσταση. Αυτό αφήσαμε στη γενιά της οικονομικής κρίσης, της γενιά «Ζ» ή όπως αλλιώς λέγεται. Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και οι μεγάλες εκθέσεις τέχνης όπως η Μπιενάλε ή η Ντοκουμέντα δίνουν αντίστοιχα ονόματα στα έργα που παρουσιάζουν. Η τέχνη είχε πάντα το προτέρημα να είναι ελαφρώς διορατική.

Κάπου εδώ θέλω να πω ότι πριν γίνει η τραγωδία στα Τέμπη, είχα σκοπό αυτό το κείμενο να αποτελεί ένα αφιέρωμα στον Γάλλο στοχαστή Roland Barthes, τον «Θείο Ρολάνδο» που έφυγε τον Μάρτιο του 1980. Να μιλήσω για το πως εξάρθρωσε και ανέλυσε τις σύγχρονες «μυθολογίες» της αστικής τάξης, τις δομές με τις οποίες η κυρίαρχη ελίτ κατασκευάζει στεγανούς «μύθους» που να ομοιάζουν με φυσικούς νόμους της κοινωνίας, με αδιάλυτες νομοτέλειες που κανένας δεν μπορεί να τις απομυθοποιήσει και να τις αναδιαμορφώσει. Σύμφωνα με τον Barthes, οι μύθοι δημιουργούνται όταν ένα σημείο ή ένα αντικείμενο ανυψώνεται σε ένα επίπεδο πολιτισμικής σημασίας πέρα από την υλική του πραγματικότητα. Σε αυτή τη διαδικασία, το σημείο ή το αντικείμενο «φυσικοποιείται» και θεωρείται ως ένα εγγενές και αυτονόητο τμήμα του κόσμου, παρά ως προϊόν πολιτιστικής κατασκευής. Προϊόντα πολιτιστικής κατασκευής είναι και ο Πορτοσάλτε και τα πετσωμένα ΜΜΕ, προϊόν κατασκευής και ο μύθος του σταθμάρχη που φταίει για όλα, το ότι όλοι εμείς φταίμε για όλα, αλλά και οι πιο ουσιώδη μύθοι, όπως ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν καταστρέφεται και ότι θα ζούμε στο διηνεκές ένα ατελέσφορο τέλος της ιστορίας και του ανθρώπου.

Ο Roland Barthes υποστήριζε πως ένας «μύθος» μπορεί να αντικατασταθεί εφόσον ένας άλλος «μύθος» μπολιαστεί στη θέση του. Όσο φανταζόμαστε πιο εύκολα το τέλος του κόσμου και όχι του καπιταλισμού, όσο έχουμε αποδεχθεί τη θέση των καταθλιπτικών ηττημένων, όσο το «Εμείς» αποτελεί μια μόνιμα εφήμερη κατάσταση, τόσο κανένας άλλος μύθος δεν θα δημιουργηθεί στη γενιά μας, παρά μόνο καμένη γη σμπαραλιασμένων μύθων που ούτε το ίδιο το σύστημα δεν μπορεί πλέον να τους υποστηρίξει επαρκώς. Και εάν η ιστορία όντως τελείωσε, τότε ας της βάλουμε και την ταφόπλακα να τελειώνουμε και εμείς μαζί της. Ας φτιάξουμε μια καινούρια ιστορία που ίσως να είναι, τουλάχιστον, πιο υποφερτή.