της Ana Maria Goncalves για το The Intercept

Το έργο της Βιρτζίνια κρατήθηκε σχεδόν κρυφό, όπως μας λέει η Ζαναΐνα, «λόγω της κλοπής των αρχείων και της μούχλας που εξαπλώνεται κυριολεκτικά πάνω στη διατριβή της συγγραφέως, λόγω των αδημοσίευτων συνεντεύξεων, των βιβλιογραφικών αναφορών που δεν έγιναν και των κείμενων που είχαν μείνει έξω από συλλογές, λόγω της επιλογής ενός βιβλιογραφικού κανόνα που διαιωνίζεται και σπάνια αναθεωρείται». Οποιαδήποτε ομοιότητα με ορισμένες σημερινές καταστάσεις δεν είναι απλή σύμπτωση.

Η Βιρτζίνια Λεόνε Μπικούντο γεννήθηκε στο Σάο Πάολο το 1910 και ήταν κόρη της Τζιοβάνα Λεόνε, μιας ιταλίδας μετανάστριας και του Θεόφιλο Χούλιο Μπικούντο. Η Τζιοβάνα δούλευε ως υπηρέτρια στο σπίτι του συνταγματάρχη Μπέντο Μπικούντο, στην Καμπίνας, όπου γνώρισε τον νεαρό Θεόφιλο, ο οποίος γεννήθηκε ως ελεύθερος υπό τον νόμο της «ελεύθερης μήτρας» από τη δούλα Βιρτζίνια Χούλιο. Έχοντας την προστασία του συνταγματάρχη, ο Θεόφιλο ήταν πολύ φιλόδοξος ως νεαρός μαύρος άνδρας. Το όνειρό του ήταν να σπουδάσει ιατρική στο Πανεπιστήμιο Ιατρικής του Σάο Πάολο, αλλά του απαγορεύτηκε η εγγραφή από έναν καθηγητή που πίστευε ότι το πανεπιστήμιο δεν ήταν χώρος για μαύρους ανθρώπους. Το ζευγάρι απέκτησε έξι παιδιά και αποφάσισε να επενδύσει στην παιδεία τους.

Στη Βιρτζίνια άρεσε να διαβάζει και ακολούθησε τις συμβουλές των γονιών της να εργαστεί πολύ σκληρά «για να αποφύγει να πληγωθεί και να ηττηθεί από την πρόβλεψη της απόρριψης… λόγω του χρώματος του δέρματος». «Κοίτα, η άποψη του πατέρα μου ήταν ότι η αξία ενός ατόμου έρχεται από την παιδεία του, την προετοιμασία του, τις σπουδές του. Αυτός ήταν ο πατέρας μου. Έτσι, μας έβαλε όλους στο σχολείο», είπε σε μια συνέντευξη με τον Μάρκος Μάιο το 1995. Αλλά σύντομα θα έβλεπε ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια, έτσι όπως την κυνηγούσαν οι συμμαθητές της φωνάζοντας «μαυρούλα, μαυρούλα, μαυρούλα».

Το 1930, η  Βιρτζίνια Λεόνε αποφοίτησε από το Σχολείο Εκπαιδευτικών και το 1932, αφού ολοκλήρωσε έναν κύκλο σπουδών στην εκπαίδευση σε ζητήματα δημόσιας υγείας, άρχισε να εργάζεται ως εκπαιδευτικός σε θέματα υγείας και στη συνέχεια ως ψυχιατρικός βοηθός, ανεβαίνοντας ως τη βαθμίδα της επιτηρήτριας στην Κλινική Βρεφών στο Σάο Πάολο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ταξίδευε συχνά σε διάφορα μέρη της πόλης, έμαθε για τις ζωές των παιδιών που λάμβαναν θεραπείες ως «προβληματικά» από τις εκστρατείες για την υγιεινή και τις ιδέες της ευγονικής που κυριαρχούσαν στα δημόσια σχολεία της Βραζιλίας εκείνη την εποχή. Ίσως να είδε τον εαυτό της μέσα σε αυτά.

Το 1936, ήταν η μόνη γυναίκα στα μαθήματα πολιτικής και κοινωνικής επιστήμης στη νεοσύστατη Ελευθέρα Σχολή Κοινωνιολογίας και Πολιτικής, από όπου αποφοίτησε το 1938. «Επέλεξα το σχολείο της κοινωνιολογίας, γιατί βασανιζόμουν, είχα έναν πόνο και ήθελα να ξέρω τι μου προκαλεί τόσο πολύ πόνο. Και κατάλαβα ότι ήταν εξωτερικές συνθήκες. Έτσι σκέφτηκα ότι η κοινωνιολογία θα μου ξεκαθαρίσει τα αίτια της δυστυχίας μου».

Κατά τη διάρκεια του προγράμματος, η Βιρτζίνια ανακάλυψε νέες ιδέες που θα φέρουν νέα πορεία στην καριέρα της: «Για πρώτη φορά στη ζωή μου, άκουσα για τον Φρόιντ, σχετικά με την εξιδανίκευση και τους εσωτερικούς παράγοντες. Έτσι είπα, εντάξει, δεν είναι κοινωνιολογία αυτό που θα πρέπει να μελετήσω, αλλά ψυχανάλυση και Φρόιντ».

Αντί να φέρει ως αποτέλεσμα την αφομοίωση με τους λευκούς, η κοινωνική άνοδος φέρνει τη συνειδητοποίηση του χρώματος του δέρματος

Το ενδιαφέρον της στην ψυχανάλυση θα την οδηγήσει να γίνει η πρώτη γυναίκα που θα δει έναν αναλυτή στη Λατινική Αμερική, το 1937. Είναι ενδιαφέρον να σκεφτεί κανείς ότι μια μαύρη γυναίκα, επιδιώκοντας να καταλάβει τον πόνο που προκαλείται από τον ρατσισμό, ήταν το πρώτο πρόσωπο για να ξαπλώσει στον καναπέ της καθηγήτριας Αντελχάιντ Κοχ, μιας γερμανίδας εβραίας γυναίκας που κλήθηκε να έρθει στη Βραζιλία από την νεοϊδρυθείσα Κοινότητα Ψυχανάλυσης της Βραζιλίας και που επίσης προσπαθούσε να ξεφύγει από τον ναζισμό.

Για να συνεχίσει τις σπουδές της, η Βιρτζίνια Λεόνε Μπικούντο γράφηκε στην πρώτη μεταπτυχιακή τάξη της κοινωνικής επιστήμης μεταπτυχιακών στη Βραζιλία. Υπό την καθοδήγηση του Ντόναλντ Πίρσον, το 1945, έγινε το πρώτο άτομο που υποστήριξε μια διατριβή σχετικά με τις φυλετικές σχέσεις στη Βραζιλία: «Μια μελέτη των φυλετικών στάσεων των μαύρων και των μιγάδων στο Σάο Πάολο». Το ίδιο έτος, προσλήφθηκε ως καθηγήτρια στη Σχολή Υγιεινής και Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο. Το 1949, προσκλήθηκε να συμμετάσχει σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα της UNESCO για τις φυλετικές σχέσεις, υπό τον συντονισμό του Ροτζέρ Μπαστίντ και του Φλορεστάν Φερνάντες. Η δουλειά της, η οποία αποκλείστηκε από την τελική δημοσίευση το 1957, ήταν η μόνη έρευνα που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Βραζιλία δεν ήταν η πολυφυλετική δημοκρατία που όλοι επιθυμούσαν να ήταν, κάτι που ερχόταν σε αντίθεση με τα συμπεράσματα του συμβούλου της, Ντόναλντ Πίρσον. Σύμφωνα με τον ίδιο, η προκατάληψη υπήρχε στη Βραζιλία, αλλά βασιζόταν περισσότερο στην τάξη παρά στη φυλή.

Μελετώντας μαύρους και ανθρώπους με μεικτή καταγωγή που είχαν καταφέρει να ανέβουν κοινωνική βαθμίδα στο Σάο Πάολο, η Βιρτζίνια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αντί να φέρει ως αποτέλεσμα την αφομοίωση με τους λευκούς, η κοινωνική άνοδος φέρνει τη συνειδητοποίηση του χρώματος του δέρματος, επειδή ακόμη και με τις οικονομικές συνθήκες σε πολλά μέρη, όπως λέσχες και ξενοδοχεία, οι μαύροι άνθρωποι που θα μπορούσαν οικονομικά να εισέλθουν, απορρίπτονταν λόγω του χρώματος του δέρματός τους.

Καθώς εμβάθυνε τις σπουδές της στην ψυχανάλυση, η Βιρτζίνια Λεόνε Μπικούντο έγινε η πρώτη ψυχαναλύτρια στη Βραζιλία η οποία δεν ήταν γιατρός και γρήγορα κατηγορήθηκε ότι ήταν κομπογιαννίτισσα. Αγανακτισμένη από τον τρόπο που την αντιμετώπιζαν, έφυγε για το Λονδίνο το 1955, όπου ήρθε σε επαφή και δούλεψε με τους σημαντικότερους αναλυτές της εποχής, όπως η Μέλανι Κλέιν, ο Έρνεστ Τζόουνς, ο Γουίνικοτ, ο Μπιόν και η Άννα Φρόιντ. Από το Λονδίνο, προκειμένου να φέρει στη δημοσιότητα την ψυχανάλυση, η Βιρτζίνια μετέδιδε διαλέξεις στη Βραζιλία μέσω του BBC.

Όταν επέστρεψε στη Βραζιλία το 1959, ήταν αρκετά διάσημη για να συνεχίσει τις κλινικές δραστηριότητές της και να παρακολουθεί άτομα από την ελίτ του Σάο Πάολο όπως τον σημερινό γερουσιαστή Εντουάρντο Σουπλισί. Ήταν μια από τους ιδρυτές του Ινστιτούτου Ψυχανάλυσης της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας της Μπραζίλια. Είχε ένα από τα πιο δημοφιλή προγράμματα στον ραδιοφωνικό σταθμό Excelsior, το «Ο Ψυχικός μας Κόσμος», στο οποίο σχολίαζε και βοηθούσε σε υποθέσεις που της ταχυδρομούνταν. Έγραψε ένα βιβλίο και διατηρούσε μια στήλη στην εφημερίδα Folha da Manha με το ίδιο όνομα. Η Βιρτζίνια έγινε πλούσια ως ψυχαναλύτρια και ήταν μία από τις πρώτες γυναίκες που οδηγούσαν το δικό τους αυτοκίνητο στους δρόμους του Σάο Πάολο το 1950. Απέκτησε επίσης ακίνητη περιουσία γύρω από την πόλη. Αλλά, σύμφωνα με την Ζαναΐνα Νταμασένο, είχε έναν άδοξο θάνατο, το 2003 στην ηλικία των 93: ξεχασμένη, τρελή και εγκαταλειμμένη σε ίδρυμα για ψυχικές ασθένειες.

Η διατριβή της Βιρτζίνια ανακτήθηκε και δημοσιεύτηκε μόλις το 2010, 100 ακριβώς χρόνια από τη γέννησή της. Η Βιρτζίνια είχε δίκιο σχετικά με τον ρατσισμό όταν έγραψε τη διατριβή, αλλά αποσιωπήθηκε από τους συναδέλφους της που δεν συμφωνούσαν μαζί της. Η Ζαναΐνα Νταμασένο μας λέει ότι βρήκε τη διατριβή, την πρώτη σχετικά με το φυλετικό ζήτημα στη Βραζιλία, νοτισμένη και μουχλιασμένη στα αρχεία του τμήματος Κοινωνιολογίας και Πολιτικής στο πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο.
Η διαδικασία αυτή της διαγραφής της πνευματικής παραγωγής των μαύρων γυναικών συνεχίζει, καθώς φαίνεται, από την υπόθεση που αφηγείται η Ζαναΐνα στη διατριβή της:

Ενώ είχα ξεκινήσει το διδακτορικό μου, έκανα αίτηση για μια υποτροφία για έναν ενδιάμεσο χρόνο σε ένα αμερικανικό ίδρυμα. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής μου, ένας από τους κριτές, ένας κοινωνικός επιστήμονας, με ρώτησε για την ακρίβεια του αξιώματός μου ότι οι Βραζιλιάνοι είχαν μελετήσει και είχαν ασκήσει την ψυχανάλυση ήδη από τη δεκαετία του 1940. Είπε ότι αυτό ήταν πολύ πιθανόν ένα μεγάλο σφάλμα στην έρευνά μου, δεδομένου ότι οι Αργεντινοί είχαν μια παράδοση της ψυχανάλυσης πριν από εμάς, μια παράδοση που ήταν πολύ προφανής στη νότια Βραζιλία, από όπου καταγόταν. Αμφισβήτησε επίσης την ύπαρξη της Βιρτζίνια Μπικούντο ως μια μαύρη γυναίκα, επειδή είχε συνεργαστεί με τον Φλορεστάν Φερνάντες και γνώριζε καλά το θέμα. Δεν έλαβα την υποτροφία.

Με τον καιρό, αυτό είναι ακριβώς αυτό που συνεχίζουμε να βλέπουμε: Να αμφισβητείται η γνώση και η εργασία μας από ανθρώπους που δεν την καταλαβαίνουν. Ο ρατσισμός και η αλαζονεία δουλεύουν μαζί για να μας τοποθετούν στη θέση απλών αντικειμένων μελέτης. Αυτό, μάθαμε, είναι ακριβώς ότι ήθελε ο κοινωνιολόγος Λουίς Αγκουιάρ Κόστα Πίντο αφού κατηγορήθηκε για διαστρέβλωση γεγονότων και λογοκλοπή από τον Αμπντιάς ντο Νασιμέντο και τον Αλμπέρτο Γκερέιρο Ράμος. Ο συγγραφέας του βιβλίου «Ο μαύρος άνθρωπος στο Ρίο ντε Τζανέιρο», Κόστα Πίντο, δεν ήθελε να αμφισβητηθεί από τα «αντικείμενα της μελέτης» του. Θεώρησε την απλή αυτή πιθανότητα απειλή για τις κοινωνικές επιστήμες. Όπως η Ελίσα Λάρκιν Νασιμέντο σημειώνει στο βιβλίο της «Η μαγεία του χρώματος: ταυτότητα, φυλή και φύλο στη Βραζιλία»:

Ίσως η πιο ξεκάθαρη έκφραση της φύσης της επιστημονικής προσέγγισής του και της σχέση του με το μαύρο κίνημα είναι η ίδια η απάντηση του Κόστα Πίντο, η οποία δημοσιεύθηκε σε ένα σημαντικό καθημερινό φύλλο του Ρίο ντε Τζανέιρο: «Αμφιβάλλω ότι κάποιος βιολόγος μετά από τη μελέτη, ας πούμε, ενός μικροβίου, έχει δει αυτό το μικρόβιο να προσβάλλεται και να βγαίνει δημόσια να γράφει ανοησίες για τη μελέτη στην οποία συμμετείχε ως υλικό εργαστηρίου».

Για όσους αμφισβήτησαν και συνεχίζουν να αμφισβητούν τη θέση του «υλικού εργαστηρίου», τις ειλικρινείς μου ευχαριστίες. Προς τιμήν όλων των μαύρων γυναικών που αγωνίζονται για τον σεβασμό, τον χώρο, και την αναγνώριση, προσφέρω ιδιαίτερες ευχαριστίες προς την κυρία Βιρτζίνια Λεόνε Μπικούντο και την Δρ Ζαναΐνα Νταμασένο Γκόμες. Μας εκπροσωπούν!